Γιατί δεν πρέπει να βιαζόμαστε να απαλλαγούμε από τον λιγνίτη
Γράφει ο Γιάννης Μπασιάς
Το πείραμα της Γερμανίας, όπου χιλιάδες ανεμογεννήτριες και ένα υψηλό ποσοστό φωτοβολταϊκών (Energiewende program) εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών δεν απέδωσε παρά μια μικρή μείωση των κατά κεφαλήν εκπομπών CO2. Στη Γαλλία ο Διαχειριστής Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας (RTE) ανακοίνωσε τον Ιανουάριο 2021 ότι αναμένει απότομη αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της αναμενόμενης ψυχρής περιόδου και συμβουλεύει, για να αποφευχθεί κίνδυνος διακοπής, να μειωθεί η κατανάλωσή.
Σε ψυχρές αντικυκλονικές περιόδους, οι ανεμογεννήτριες δεν παράγουν ηλεκτρική ενέργεια. Στις 7 Ιανουαρίου, για εγκατεστημένη ισχύ από ανεμογεννήτριες περίπου 14.000 MW, οι ανεμογεννήτριες παρείχαν 946 MW που αντιστοιχεί στο 1% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Γαλλίας.
Το ελληνικό πείραμα επείγουσας απομάκρυνσης από τους λιγνίτες, που εφαρμόζεται από τις πρόσφατες ελληνικές κυβερνήσεις, λαμβάνει πιθανότατα υπόψη την τάση μείωσης του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια και την απουσία υψηλής βιομηχανικής δραστηριότητας, αποτελέσματα της μνημονιακής και μεταμνημονιακής περιόδου της τελευταίας δεκαετίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι με 5 BCM εισαγόμενο φυσικό αέριο, που θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, η χώρα θα υπερβεί το 65% ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης από το εξωτερικό που είχε μέχρι τώρα.
Για να αποφύγουμε αυτή την εξάρτηση, ένα μέρος του λιγνίτη, εθνικό μερίδιο στην ηλεκτροδότηση, την παραγωγή προϊόντων άνθρακα υψηλής τεχνολογίας και υδρογόνου, θα πρέπει να παραμείνει διαθέσιμο προς εκμετάλλευση στην χώρα. Με την ίδια λογική, η έρευνα για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα κοιτασμάτων εγχώριου φυσικού αερίου, θα μπορούσε να συμβάλει, ακόμα και να απαλείψει, το τεράστιο εγχώριο ενεργειακό έλλειμμα που δημιουργείται από την ραγδαία απολιγνιτοποίηση της χώρας.
Αυτό που δεν λέγεται
Σύμφωνα με τις μελέτες της ΕΔΕΥ του 2018 και 2019, οι πιθανοί όγκοι φυσικού αερίου από 30 υποψήφιους στόχους της δυτικής Ελλάδας, του Ιονίου και ιδιαίτερα της Κρήτης, κυμαίνονται μεταξύ 70 και 90 TCF (τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια). Αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί σε 12 έως 15 δισεκατομμύρια βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου. Οι στόχοι μόνο δυτικά, νοτιοδυτικά και νότια της Κρήτης, διάσπαρτοι σε 73.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, θα μπορούσαν να αποδώσουν δυνητικά μεταξύ 62 και 84 TCF ενώ η Δυτική Ελλάδα και οι βόρειες περιοχές του Ιονίου παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες εύρεσης πετρελαίου και όχι φυσικού αέριου.
Τέτοιες ανακαλύψεις, ακόμα και με 25% δυνατότητα εκμεταλλευσιμότητας, θα μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά τα αποθέματα φυσικού αερίου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ωθώντας τα όρια του βιομηχανικού ενδιαφέροντος δυτικότερα, δηλαδή στην Ελλάδα με θετικό οικονομικό αντίκτυπο. Ας σημειωθεί ότι το 2018 ο τζίρος από τον τουρισμό ανήλθε σε 17 δισ. ευρώ, ενώ το κόστος εισαγωγών (αγοράς) πετρελαίου και φυσικού αερίου ανήλθε σε 11 δισεκατομμύρια ευρώ.
Κάτι που δεν λέγεται είναι ότι το φυσικό αέριο κάτω από εκατοντάδες ή χιλιάδες μέτρα του βυθού της Νοτιοανατολικής Μεσογείου δεν είναι η μόνη έκφραση της παρουσίας φυσικού αερίου στην περιοχή. Τα ηφαίστεια λάσπης και οι υδρίτες παρουσιάζονται στην επιφάνεια του βυθού, είτε λόγω της απελευθέρωσης μεθανίου στην επιφάνεια του βυθού, ή λόγω της κατακράτησης μεθανίου μέσα σε πάγο στα ρηχότερα (επιφανειακά) στρώματα του βυθού. Οι ανωτέρω τρεις εκφράσεις παρουσίας μεθανίου ενδιαφέρουν τη διεθνή βιομηχανία, δεδομένου ότι το φυσικό αέριο θα συνεχίσει να γεφυρώνει και να συντηρεί τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας για τουλάχιστον δύο δεκαετίες.
Εισαγώμενη ηλεκτρική ενέργεια και ρύποι
Αρκετοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ χωρίς να υφίστανται το κόστος ρύπου διοξειδίου του άνθρακα ενώ σχεδιάζουν πολλές νέες ηλεκτρικές διασυνδέσεις. Οι χώρες της ΕΕ εισάγουν όλο και περισσότερο ηλεκτρική ενέργεια προερχόμενη από την καύση του άνθρακα. Οι καθαρές εισαγωγές αυξήθηκαν από 3TWh το 2017 σε 21TWh το 2019. Αυτή η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια εξέπεμψε περίπου 26 εκατομμύρια τόνους CO2 – περισσότερο από τις ετήσιες εκπομπές μιας βιομηχανικής χώρας όπως η Ιταλία. Η παραγωγή του ίδιου όγκου ηλεκτρικής ενέργειας από κράτη μέλη της ΕΕ θα είχε εκπέμψει 11 εκατομμύρια τόνους λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα.
Η αύξηση της ικανότητας διασύνδεσης μεταξύ χωρών της ΕΕ και τρίτων χωρών θα εκθέσει περαιτέρω τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, φτάνοντας τα 57GW. Ο Global Energy Monitor για την ανάπτυξη ενέργειας από άνθρακα (Ιούλιος 2019), διαπιστώνει ότι περιλαμβάνονται χώρες όπως η Τουρκία (34GW), Αίγυπτος (11GW), Βοσνία & Ερζεγοβίνη (4GW) και Σερβία (2GW). Έως το 2025, πέντε επιπλέον χώρες εκτός ΕΕ – Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη, Ισραήλ και Μολδαβία – θα συνδεθούν με τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κανένα από αυτά δεν εφαρμόζει κόστος ρύπου κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η Ελλάδα, η οποία θα καταργήσει σταδιακά τον άνθρακα έως το 2028, προμηθεύεται μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας από την Τουρκία και τα Σκόπια και σχεδιάζει να συνδεθεί με το δίκτυο ορυκτών καυσίμων της Αιγύπτου στα πλαίσια της απολιγνιτοποίησης του εσωτερικού της χώρας.
Βιώσιμη ανάπτυξη και βιωσιμότητα της ανάπτυξης
Οι ενεργειακοί πόροι ήταν και είναι ένα πολύτιμο αγαθό, ιδιαίτερα τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία παρέχουν ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας στην υδρόγειο. Η ηλιακή και αιολική ενέργεια παράγουν ηλεκτρισμό μόνο, αλλά τα υπάρχοντα συστήματα μεταφορών, τα συστήματα τροφίμων, τα συστήματα θέρμανσης κτιρίων, τα συστήματα εξόρυξης πόρων, και οι διαδικασίες δημιουργίας παραγώγων εξαρτώνται ακόμη από το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και τον άνθρακα.
Από οικονομική άποψη, η μείωση της ζήτησης πετρελαίου και φυσικού αερίου στο μέλλον, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι άνθρωποι θα μπορούν να συνεχίζουν να αγοράζουν προϊόντα διύλισης και παράγωγα υδρογονανθράκων στις τιμές που χρειάζονται οι παραγωγοί για να συνεχίσουν να τα παράγουν. Οι χώρες που ανησυχούν περισσότερο, στοχοποιώντας την κλιματική αλλαγή, είναι οι ανεπτυγμένες χώρες που αντιπροσωπεύουν ίσως ένα όγδοο του παγκόσμιου πληθυσμού.
Είναι σημαντικό για την εξίσωση ότι η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε πάνω από 5 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα από το 2015 έως το 2019 και ότι η δραστηριότητα των ασιατικών διυλιστηρίων φαίνεται να αυξάνεται το 2021 συγκριτικά με το 2020. Τα αποστάγματα πετρελαίου προσφέρουν τη δυνατότητα να αποφευχθεί η χειρωνακτική φυσική προσπάθεια.
Ωστόσο, υπάρχει ένας αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός που θα πρέπει να αντέξει οικονομικά να αγοράσει αποστάγματα πετρελαίου, ή τις συσκευές που τα χρησιμοποιούν. Το πετρέλαιο θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται στο βαθμό που οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν οικονομικά να αγοράσουν αποστάγματα πετρελαίου με την προϋπόθεση ότι και η πετρελαϊκή βιομηχανία ανταπεξέρχεται στην δημιουργούμενη έλλειψη οικονομιών κλίμακας.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: