Εθνικές υπομνήσεις από 200 χρόνια ανάπηρης ανεξαρτησίας



 Γράφει ο Παναγιώτης Γεννηματάς

Το έτος που ακόμη διανύουμε είναι (αν δεν το έχουμε ξεχάσει) επετειακό της έναρξης του πολεμικού αγώνα για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Ασχέτως του πραγματικού βαθμού εθνικής ανεξαρτησίας, στον οποίον ο επαναστατικός αγώνας άμεσα κατέληξε (τις προτεκτορικές δηλαδή μορφές, που στο μετέπειτα ενδιάμεσο χρόνο και μέχρι σήμερα έχει προσλάβει η εθνική ανεξαρτησία), ασχέτως, επίσης, προς τον πραγματικό βαθμό ανεξαρτησίας που μπορεί να θεωρούμε ότι η χώρα σήμερα απολαμβάνει ως τυπικώς ισότιμο κράτος-μέλος της ΕΕ, ο αγώνας που ξέσπασε το 1821 επέτυχε τελικώς να αναστήσει ένα θαμπό, αλλά ένδοξο, ιστορικό εθνικό κατάλοιπο.

Ένα εθνικό κατάλοιπο, που στις αρχές του 19ου αιώνα με κόπο διακρινόταν μεταξύ των ευρωπαϊκών πνευματικών κύκλων ως “υπαρκτός Ελληνισμός” και να το οδηγήσει, με την υποστήριξη όλης της συγκυριακής ευρωπαϊκής ιδεολογίας που έχει ιστορικώς καταχωρηθεί ως “κλασικισμός”, στην απόκτηση αυτόνομης και αυτοτελούς πολιτικής υπόστασης, για πρώτη φορά από το 146 π.Χ.

Από το 146 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι επέβαλαν με απροσχημάτιστη και τραχύτατη βία, την κυριαρχία τους στον πολιτικώς κατακερματισμένο αρχαιοελληνικό εδαφικό χώρο (σε αυτόν τον ίδιο εδαφικό χώρο που σήμερα νεμόμαστε ως νεοέλληνες εμείς) μέχρι το αναστάσιμο 1821, το έδαφος αυτό, που σήμερα αποτελεί το αναμφισβήτητο αντικείμενο της νεοελληνικής εθνικής κυριαρχίας, διατελούσε υπό συνεχές καθεστώς αλλότριας αυτοκρατορικής κατοχής.

Με άλλα λόγια ήταν εντεταγμένο σε ιστορικά συνεχόμενα (χωρίς καμία ουσιαστική διακοπή, πλην του εμβόλιμου διαστήματος της ρευστής “φραγκοκρατίας” κατά τον 13ο με 14ο αιώνα) συστήματα άσκησης εξωγενούς αυτοκρατορικής εξουσίας, το κέντρο λήψεως αποφάσεων των οποίων ήταν εκτός του ελλαδικού εδάφους, ενώ ο μηχανισμός λήψεως των αποφάσεων δεν ήταν ποτέ υπό τον έλεγχο ενδογενών ελλαδικών ηγετικών δυνάμεων.

Ο δεσποτισμός του Βυζαντίου

Ασχέτως πάντως του βαθμού της “εν ευρεία εννοία ελληνικότητας” των ηγετικών δυνάμεων που μπορεί να θεωρηθεί ότι επικρατούσαν σε ορισμένες φάσεις της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας που ονομάζεται “βυζαντινή”, το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι ο ελλαδικός χώρος και ο λαός (ή οι λαοί) που κατοικούσαν εντός αυτού, ουδέποτε απολάμβαναν το καθεστώς της λεγόμενης πολιτικής ελευθερίας. Από το μοιραίο έτος 146 π.Χ. και μέχρι (για να είμαστε ακριβέστεροι) το 1843, επικρατούσε επιτοπίως αδιάκοπος και επαχθής δεσποτισμός.

Αναγνωρίζω ότι ο γενικευμένος αυτός ιστορικός ισχυρισμός ανακινεί την τοξική αντιπαράθεση περί την υποτιθέμενη ελληνικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την μυθική βεβαιότητα της οποίας μας έχει γαλουχήσει το νεοελληνικό σχολείο, σύμφωνα με το θεμελιώδες παπαρρηγοπούλειο εθνικό αφήγημα που επιβλήθηκε στην εθνική εκπαίδευση μετά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Η σημασία αυτής της χολερικής ιστορικής αντιπαράθεσης αναιρείται, ή τουλάχιστον ελαχιστοποιείται, με την επίκληση του ενοποιητικού ιστορικού επιχειρήματος ότι, είτε συνολικώς, είτε μερικώς θεωρηθεί ότι το Βυζάντιο υπήρξε ή όχι ελληνική αυτοκρατορία (η ελληνοφωνία της διοίκησης και της ορθόδοξης εκκλησίας αποτελεί το επιχείρημα της συναισθηματικής αυτοπαγίδευσης), ουδείς μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι το πολιτικό καθεστώς, έστω και υπό την εξουσία των “σεπτών ημών χριστιανών αυτοκρατόρων”, υπήρξε απροκάλυπτα και επαχθέστατα δεσποτικό.

Η διάδοχος Οθωμανική Αυτοκρατορία

Το 1821 οι νεοέλληνες επαναστάτησαν εναντίον της οθωμανικής κατοχής. Όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε, όσο κι αν αυτό ξενίζει ή ενοχλεί, η ιστορική διάδοχος και -για πολλούς εκκλησιαστικούς παράγοντες των παραμονών του 1453 που εργάστηκαν “εκ των έσω” για τον σκοπό αυτό- η φυσική κληρονόμος του υποτυπώδους υπολείμματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η οποία, ήδη έναν αιώνα πριν από την Άλωση, (ήτοι από το 1363, που η Ανδριανούπολη κατέστη πρωτεύουσα των Οθωμανών, εντός των ζωτικών ορίων του ανύπαρκτου βυζαντινού κράτους), υποτελής της στρατιωτικής αλλά και ηθικής, ίσως, οθωμανικής υπεροχής.

Ο τρόπος μεταβίβασης της εξουσίας από τα χέρια των βυζαντινών στην εξουσιαστική πειστικότητα του Μωάμεθ του Β΄, παραμένει αμφισβητούμενος. Αλλά αυτό δεν αλλοιώνει την πραγματικότητα της, από καιρό ώριμης, ιστορικής διαδοχής. Η Βυζαντινή, όμως, Αυτοκρατορία είχε υπάρξει και αυτή ο φυσικός και νόμιμος διάδοχος και συνεχιστής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην ανατολή. Θέμα βεβαίως για το οποίο δεν υφίσταται ιστορικός αντίλογος.

Κάποιος ανεπιεικέστερος του γράφοντος -και αυστηρότερα ενδιαφερόμενος δια την ιστορική ακρίβεια- στο σημείο αυτό θα μπορούσε να εγείρει ζήτημα χρονολογικού τερματισμού της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων και απαρχής των δύο χιλιετηρίδων αδυσώπητου πολιτικού δεσποτισμού, ήδη από το 336 π.Χ. Από τη χρονολογία δηλαδή της μάχης στη Χαιρώνεια, η έκβαση της οποίας επισημοποιεί την αναίρεση της πολιτικής ελευθερίας (ή, άλλως, των πολιτικών ελευθεριών των ελληνικών πόλεων) στην νότιο Ελλάδα από τους Μακεδόνες Φίλιππο τον Β΄ και, τον υιό αυτού, Αλέξανδρο. Και ουδείς, βεβαίως, έντιμος ιστορικός θα διαφωνούσε επ’ αυτού.

Επειδή, όμως, ο δικός μας συλλογισμός αποτολμά να εκλαμβάνει (με ηθικώς επιτρεπτή ιστορική αυθαιρεσία) τον Ελληνισμό ως ενιαία εθνική υπόσταση από των αρχαιοτάτων χρόνων της ακμής του, το έτος 146 π.Χ. αποτελεί την ασφαλέστερη αφετηρία της ζοφερής μακροχρόνιας εθνικής υποδούλωσης. Μπορεί, στο μακρότατο αυτό διάστημα ο Eλληνισμός, ως ιδέα και ενεργός πολιτισμική πραγματικότητα, να μην έδυσε ποτέ. Η πνευματική ακτινοβολία του υπήρξε, άλλωστε, και η βαθύτερη ουσία του.

Δυσάρεστες εθνικές υπομνήσεις…

Όσον αφορά τη συμπαγή εκείνη λαϊκότητα, που στον περιορισμένο ελλαδικό χώρο συντηρούσε την εγγενή φυλετική μήτρα του ιδεατού πολιτισμικού Ελληνισμού και η οποία διεκδικούσε τον χαρακτηρισμό του πρωτογενούς εθνικού πυρήνα, η ρίζα αυτή στο μεταξύ διάστημα επιχείρησε, επανειλημμένως, να υποδηλώσει την ενεργό παρουσία της και να αρθρώσει αξιώσεις πολιτικής ελευθερίας.

Μόνον όμως το 1821 κατόρθωσε, με τη συνδρομή ασφαλώς γενικότερων ιστορικοπολιτισμικών συγκυριών, να εκπέμψει επαρκώς αρθρωμένη εθνική διεκδίκηση αυτονομίας, επικαλούμενη μάλιστα ευθέως τους δεσμούς με το προ του 146 π.Χ. αρχαιοελληνικό παρελθόν, ως το ισχυρότερο ηθικό και ιστορικό νομιμοποιητικό επιχείρημα για τη θεμελίωση της αξίωσης για ανεξαρτησία.

Και μόνον μετά το 1821 κατόρθωσε το εθνοτικό ιστορικό ρίζωμα να επανακαταχωρηθεί στις δέλτους των εθνοπολιτικών οντοτήτων της νεότερης παγκόσμιας ιστορίας, με εντέχνως επαναστιλβωμένους τους αρχαιοελληνικούς του τίτλους, με τη βοήθεια πάντοτε των ανέμων του συγκυριακού πανευρωπαϊκού κλασικισμού, αλλά και της σύγκλισης αλλοτρίων γεωπολιτικών συμφερόντων. Δικαιολογημένο το ερώτημα σε τί μπορεί να αποβλέπουν όλες αυτές οι, όχι τόσον ευχάριστες, εθνικές υπομνήσεις.

Αφετηρία τους έχουν, οπωσδήποτε, τον επετειακό εθνικό εορτασμό. Ως σκοπιμότητα ας θεωρηθεί η διέγερση της εθνικής αυτοσυνειδησίας, που χρειάζεται πάντοτε την αναδιατύπωση των ιστορικών αληθειών. Αυτή είναι άλλωστε η δουλειά των ιστορικών. Αν η αποστολή αυτή έχει ως σήμερα διεκπεραιωθεί ικανοποιητικώς δεν είναι της ώρας να αξιολογηθεί. Πάντως, η επέτειος παρέχει καίρια ευκαιρία. Το μόνο που, επ’ αυτού, μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι μέχρι στιγμής η ιστοριογραφική συμβολή παραμένει μάλλον πενιχρή. Ίσως σε άλλη στιγμή μπορεί να αποτολμήσουμε μια πιο εξειδικευμένη απολογιστική αξιολόγηση.

Η γέννηση μιας ανολοκλήρωτης επανάστασης

Το νεοελληνικό κράτος που γεννήθηκε από μίαν ανολοκλήρωτη μάλλον επανάσταση, υπό το καθεστώς της σχετικής πάντοτε εγγενούς του ανεξαρτησίας και της καταστατικής διεθνούς του προστασίας, άντεξε, μάλλον ικανοποιητικώς, ποικίλες αντιξοότητες που συνδέονται με το στρατηγικώς διαφιλονικούμενο γεωπολιτικό του στίγμα. Επέτυχε, μάλιστα, να επεκταθεί πολύ πέραν των εδαφικών ορίων που ο αρχαίος ελληνικός κόσμος την εποχή της ακμής του θεωρούσε ως αμιγώς ελληνικά εδάφη.

Βεβαίως, η φιλόδοξη απόπειρα περαιτέρω επεκτατικής αναδρομής στην κοίτη των αυτοκρατορικών κεκτημένων, που το νεοελληνικό κράτος είχε “κατά διανοίαν” λάβει από την μακεδονική και ελληνιστική, μετέπειτα βυζαντινή, κληρονομία, ναυάγησε δραματικώς στις ακτές της Ιωνίας, το 1922. Η βίαιη περιστολή της φρούδας αυταπάτης για αναβίωση της αυτοκρατορικής διάχυσης στα βήματα του διαχρονικού Ελληνισμού ανταλλάχθηκε με την ισχυρή εθνική ομογενοποίηση του ελλαδικού χώρου.

Ως ενιαίο και -για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία του- ως συνεκτικό, το νεοελληνικό κράτος κατόρθωσε στη συνέχεια, με τη βοήθεια πάντοτε των ανανεωμένων προστατών και εγγυητών του, να υπερβεί τα επικίνδυνα διακυβεύματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με υπολογίσιμα εδαφικά οφέλη. Αλλά, και πέραν αυτού, επέτυχε ως κατάληξη να ενταχθεί σε ευρύτερους ημιπολιτειακούς συνασπισμούς “μετοχικής” διακρατικής συνύπαρξης, πάνω στην ίδια καταστατική βάση της εκ γενετής σχετικοποιημένης ανεξαρτησίας.

Στην ίδια κοινότητα κρατών, την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβάνεται ισότιμα και η Ιταλία, ως συρρικνωμένο ιστορικό αποκρυστάλλωμα της πάλαι ποτέ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ στην ίδια αυτή ατελή συμπολιτεία ξέρουμε καλά πόσο πολύ θα επιθυμούσε να ενταχθεί και το υπόλειμμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είναι η σημερινή Τουρκία. Στο πλαίσιο της ΕΕ, η Ελλάδα μερικώς αναπαύεται αλλά, ταυτοχρόνως, υφίσταται νεοφανείς ταυτοτικές δοκιμασίες.

Ο απολογισμός των 200 ετών

Η εθνική συμμετοχή στην Ένωση δεν παρέχει σε κανένα λαό προνομιακή προστασία απέναντι σε μια τρέχουσα ανοικτή πλανητική διαδικασία απεθνοποιητικής πολιτισμικής σύντηξης. Η έκθεση αυτή τρομάζει ίσως μεγάλο μέρος των νεοελλήνων. Την εμπειρία, όμως, της μακροχρόνιας έκθεσης σε ομοειδείς πολυεθνικούς κινδύνους ο διαχρονικός Ελληνισμός έχει αποδείξει ότι ξεπέρασε με εντυπωσιακή αδιαβροχοποίηση καθ’ όλες τις αυτοκρατορικές φάσεις της οικουμενικής του διασποράς, κατά την υπερδισχιλιετή περίοδο 323 π.Χ. – 1821.

Επιπλέον, τις τελευταίες δεκαετίες ο νεοελληνισμός κατέκτησε αξιοσημείωτα υψηλά επίπεδα διαβίωσης, που ξεπέρασαν κατά πολύ τις σχετικές επιδόσεις των κορυφαίων στιγμών της κλασικής του ιστορίας (ο αναγνώστης ας δει επ’ αυτού την ενδιαφέρουσα καμπύλη διαχρονικής οικονομικής επίδοσης στο θαυμάσιο βιβλίο του Josiah Ober: “Η άνοδος και η πτώση της κλασικής Ελλάδας”, εκδ. Δώμα, Αθήνα, 2020). Όσον αφορά τέλος τους όρους πολιτικής διαβίωσης, το νεοελληνικό κράτος εντάσσεται στην παγκόσμια μειοψηφία εκείνων των κρατών που πολιτεύονται υπό καθεστώς “φιλελεύθερης” λεγόμενης δημοκρατίας, ό,τι κι αν αυτό σήμερα μπορεί να σημαίνει στην ιστορική φάση του μεθύστερου παγκόσμιου καπιταλισμού.

Συμπερασματικώς, ο απολογισμός των 200 ετών της σχετικοποιημένης πάντα εθνικής ανεξαρτησίας (η απόλυτη ανεξαρτησία τείνει μάλλον να αποτελεί ανέφικτη πολυτέλεια ακόμη και για τις λεγόμενες παγκόσμιες υπερδυνάμεις) δεν μπορεί να κριθεί αρνητικός. Για τη διασφάλιση, όμως, μιας βιώσιμης συνέχειας υπεύθυνο παραμένει πάντοτε το ίδιο το έθνος, μάλιστα με σημαντικά και πολύτροπα ενισχυμένο, σήμερα, ανθρώπινο εθνικό δυναμικό. Την αναλυτικότερη βάσανο των όρων επιβίωσης του νεοελληνικού έθνους θα περιμέναμε να φωτίσει λίγο περισσότερο ο επετειακός εθνικός εορτασμός. Προκειμένου, μάλιστα, να μην καταδικαστεί να ταυτιστεί, περιοριστικώς, στη λαϊκή μνήμη με τη θλιβερή εικόνα της ανοήτως περιφερόμενης Αmal, της οργανωτικής επιτροπής εορτασμού.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.