Φυσάει… Μπάιντεν
Γράφει ο Ερρίκος Φινάλης
Έχει ήδη επισημανθεί με διάφορους τρόπους από τις στήλες του Δρόμου ότι γίνονται όλο και πιο διακριτά τα σημάδια μιας μεγάλης στροφής στις διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Η στροφή αυτή πυροδοτείται καταρχήν με πρωτοβουλία της νέας βορειοαμερικανικής διοίκησης υπό την προεδρία του Δημοκρατικού Μπάιντεν, που σταδιακά αποκαλύπτεται ως «πιο επιθετική και πιο πολεμοχαρής»[1] από αυτήν του Τραμπ. Και επιβεβαιώνεται από τη σφοδρή αντίδραση των παγκόσμιων ανταγωνιστών των ΗΠΑ, και κυρίως της Κίνας[2], οι οποίοι θεωρούν ότι πέρασε ο καιρός που ήταν αναγκασμένοι να αποδέχονται ως αδιαμφισβήτητη την πρωτοκαθεδρία της Ουάσιγκτον.
Μια σειρά νέα γεγονότα, που έλαβαν χώρα αυτήν την εβδομάδα, υποδεικνύουν ότι στο ορατό μέλλον θα ενταθεί το άρπαγμα μεταξύ των «μεγάλων», ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται η προσπάθεια των ΗΠΑ να πειθαρχήσουν το δυτικό σκορποχώρι και να το θέσουν στην υπηρεσία του σχεδίου ανακοπής της καθοδικής πορείας τους. Μάλιστα όλα αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες απουσίας μεγάλων περιφερειακών και διεθνών κινημάτων τα οποία θα επεδίωκαν μια διαφορετική εξέλιξη, ειρηνική και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για τους λαούς και τις χώρες – που σήμερα θυμίζουν βατράχια σε πεδίο μάχης βουβαλιών…
Σ
Η επισήμανση αυτή είναι αναγκαία διότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα διπλά προβληματικό φαινόμενο. Από τη μια ένα μεγάλο τμήμα των «προοδευτικών» εντός και εκτός ΗΠΑ έχει μουγκαθεί μπροστά στην επιθετικότητα μιας Δημοκρατικής διακυβέρνησης, την άνοδο της οποίας στήριξε με νύχια και με δόντια στο όνομα της απαλλαγής από τον «φασίστα» Τραμπ. Από την άλλη, ένα (μικρότερο) τμήμα των δυνάμεων που τοποθετούνται ενάντια στον οδοστρωτήρα της «φιλελεύθερης» παγκοσμιοποίησης, που ιδίως με την πανδημία και την εκλογή Μπάιντεν έβαλε ταχύτητα πρόσω ολοταχώς, νιώθουν την ανάγκη να αντιμετωπίσουν τον τραμπισμό ως μικρότερο κακό. Και οι δύο αυτές καταστάσεις αδυνατούν να προχωρήσουν σε μια ανάγνωση πέραν του άσπρου-μαύρου, και γι’ αυτό δεν μπορούν να δώσουν καμιά προοπτική προς όφελος των εθνών, λαών και χωρών που καταπιέζονται, καταληστεύονται, απειλούνται ή και ανατινάζονται. Παραμένουν και οι δύο εγκλωβισμένες στα όρια της συστημικής ενδόρρηξης, και φρενάρουν την ανίχνευση μιας ανεξάρτητης στάσης και διεξόδου.
Πιέσεις προς όλους
Οπότε ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα: η διακυβέρνηση Μπάιντεν δεν συνεχίζει την πολιτική του Τραμπ. Αντίθετα, επιχειρεί να επιβάλει εκ νέου μια παγκόσμια πολιτική σιδηράς πυγμής, στοχοποιώντας (με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους) εχθρούς και «φίλους»: στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές, κυρίως Κίνα και Ρωσία, και στη δεύτερη οι αποκλίνουσες στρατηγικές των λοιπών δυτικών ιμπεριαλιστών, που αρχίζουν να ξεδιπλώνουν φιλοδοξίες «αυτόνομου» ρόλου στο διεθνές γίγνεσθαι – και έτσι επιτείνουν την αποσύνθεση και το αδυνάτισμα του δυτικού μπλοκ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι προειδοποιήσεις προς την Ε.Ε., και ιδίως τη Γερμανία, να εγκαταλείψουν τις όποιες διευθετήσεις προωθούσαν με την εχθρά Μόσχα – προειδοποιήσεις που διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Μπάιντεν με σαφήνεια στην ανοίκεια παρέμβασή του στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., όπου απαίτησε την οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου για τον δεύτερο αγωγό Nord Stream, που θα μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ευρώπη.
Ακολούθησαν αυτήν την εβδομάδα οι πολύ πιο συγκεκριμένες απειλές του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μπλίνκεν, ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν κυρώσεις στους Ευρωπαίους «συμμάχους» τους εάν αυτοί δεν συμμορφωθούν με την απαίτηση της Ουάσιγκτον για εγκατάλειψη ενός έργου που έχει σχεδόν ολοκληρωθεί… Πώς θα απαντήσει το Βερολίνο, και μάλιστα σε μια περίοδο μεγάλης δικής του εσωτερικής κρίσης και «στομώματος» του μερκελισμού; Είτε υποταχθεί στα υπερατλαντικά κελεύσματα, είτε αποπειραθεί να ελιχθεί με στόχο την ολοκλήρωση του Nord Stream 2, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες τόσο για τη Γερμανία όσο και για ολόκληρη την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Οι προσεισμικές δονήσεις έγιναν αισθητές προχθές, με τη σχετική τοποθέτηση του Χριστιανοδημοκράτη Πέτερ Μπέγιερ, που έχει στη γερμανική συγκυβέρνηση τη θέση του Συντονιστή Διατλαντικών Σχέσεων: ο Μπέγιερ κάλεσε δημοσίως την κυβέρνησή του να αφήσει στην άκρη το εν λόγω σχέδιο, επιχειρηματολογώντας ότι τυχόν ολοκλήρωσή του θα θέσει σε σκληρή δοκιμασία τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον.
Επιστροφή στο παρελθόν;
Ανάλογες πιέσεις με την Ευρώπη δέχονται και οι λοιποί σύμμαχοι των ΗΠΑ, και ιδίως αυτοί που επιχειρώντας να αντιμετωπίσουν την πολύπλευρη κρίση τους έχουν εντείνει το οικονομικό –τουλάχιστον– φλερτάρισμά τους με το Πεκίνο. Η επανενεργοποίηση της Τετραμερούς (ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία) που στοχεύει στην ανάσχεση της ανάδυσης της Κίνας έδωσε το σύνθημα, και οι πιέσεις συνεχίστηκαν με την πρόσφατη επίσκεψη του Μπλίνκεν στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, τις οποίες επιχείρησε να επανευθυγραμμίσει πλήρως με τη βορειοαμερικανική πολιτική. Τα σκάγια δεν άφησαν απ’ έξω ούτε την Αυστραλία: μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ο υπουργός Εξωτερικών του Μπάιντεν κατήγγειλε τον «κατάφωρο οικονομικό εκβιασμό που ασκεί η Κίνα επί της Αυστραλίας», καλώντας την τελευταία να αντισταθεί συσφίγγοντας τους δεσμούς συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Εμμέσως πλην σαφώς έριχνε έτσι βολές και στα σχέδια του Λονδίνου να ασκήσει μια πιο ενεργητική και σχετικά αυτόνομη πολιτική παγκόσμιας αναβίωσης του βρετανικού λέοντα[3], στα οποία η Κοινοπολιτεία –και ιδίως η Αυστραλία– παίζουν σημαντικό ρόλο.
Μια σειρά ακόμη δεύτερης γραμμής επεισόδια (όπως π.χ. η απέλαση Ρώσων διπλωματών με την κατηγορία της κατασκοπείας από την Ιταλία – κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή που ακόμη υπήρχε η ΕΣΣΔ) δείχνουν ότι οι πιέσεις αρχίζουν να φέρνουν αποτελέσματα. Η πιθανότητα αυτόνομης διεθνούς παρουσίας ενός ευρωπαϊκού πόλου μειώνεται κι άλλο, δραστικά, ενώ ταυτόχρονα στις επιδιώξεις της Ουάσιγκτον μπαίνει και ο περιορισμός της ασιατικής RCEP, στην οποία συμμετέχει η Κίνα μαζί με συμμάχους των ΗΠΑ, αλλά χωρίς τις ίδιες[4]. Κάπου εδώ είναι συνηθισμένο ένα ακόμη εσφαλμένο συμπέρασμα: ότι δηλαδή όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν την επιστροφή στην προ Τραμπ εποχή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, διότι οι όροι και οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στη διεθνή αρένα την τελευταία πενταετία είναι αρκούντως διαφορετικοί από αυτούς που ίσχυαν το 2016. Κι αυτό ακριβώς αυξάνει την επιθετικότητα και τον κίνδυνο «απρόβλεπτων» συγκρούσεων ή και γενικευμένης ανάφλεξης…
Δικαιώματα εναντίον δεσποτισμού…
Σ
Άλλοι πάλι συνεχίζουν, απτόητοι, στο ίδιο μοτίβο – μόνο που τώρα «παγκοσμιοποιούν» το δίλημμα, ώστε να υπηρετεί τις… οικουμενικές ανάγκες της νέας γραμμής. Έτσι πέφτει χειροκρότημα όταν π.χ. οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. επιβάλλουν κυρώσεις στη Ρωσία με «ριζοσπαστική» αιτιολόγηση – για παράδειγμα επειδή δεν σέβεται τα δικαιώματα της LGBT κοινότητας (ενώ η φίλτατη Σαουδική Αραβία, ας πούμε, τα έχει ψηλά στις προτεραιότητές της…). Η ανησυχία τους βέβαια δύσκολα κρύβεται, διότι η νομιμοποίηση προηγούμενων δεκαετιών δεν υφίσταται πια, ούτε η Δύση είναι αυτό που ήταν. Οι ελευθερίες έχουν περισταλεί αποφασιστικά, η περιφρόνηση προς τον «αδαή όχλο» βγάζει μάτι, και η ευμάρεια αφορά πια μια μειοψηφία. Ακόμη κι έτσι, όμως, το παλεύουν: κάπως πρέπει να φτιαχτεί το εχθρικό κλίμα που είναι απαραίτητο, και κάπως πρέπει να καλλιεργούνται διαρκώς αβάσιμες προσδοκίες, κι ας διαψεύδονται σε χρόνο μηδέν. Εξάλλου και η αντίπαλη πλευρά επιχειρεί κάτι αντίστοιχο για να αποσπά μαζική συναίνεση στη μεγαλοκρατική πολιτική της. Ο εγκλωβισμός στην «κριτική υποστήριξη» ενός εκ των δύο αντιμαχόμενων δυσχεραίνει τη συγκρότηση της σκέψης και την ανάπτυξη των προσπαθειών για ένα κίνημα το οποίο θα επιχειρήσει να κινηθεί ανεξάρτητα, με μοναδικό κριτήριο αυτό που συμφέρει τα έθνη, τους λαούς, τις χώρες που πληρώνουν το μάρμαρο του αρπάγματος των «μεγάλων».
Περί στροφής και πολυπολικού κόσμου
Α
Δεν ζούμε λοιπόν στον προηγούμενο διπολικό κόσμο, αλλά σε ένα πιο χαοτικό και ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, στο οποίο οξύνονται οι οικονομικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί. Είναι άρα ένας πολυπολικός κόσμος; Με μία έννοια, ναι, υπό διαμόρφωση. Αλλά (κι εδώ υπάρχουν επίσης αναγνώσεις που παίρνουν την επιθυμία για πραγματικότητα) αυτό δεν σημαίνει ότι έχει αναγκαστικά θετικό πρόσημο: για να το αποκτήσει, θα πρέπει να εκπληρώνονται μια σειρά όροι που ακόμη –και μάλιστα εν απουσία κινημάτων που να προωθούν ένα εναλλακτικό όραμα– δεν υφίστανται. Σε αυτό το αντιφατικό φόντο προσπαθεί να επιβιώσει και η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε μια περιοχή όπου συγκρούονται λυσσαλέα μεγάλες δυνάμεις και τριγωνικοί άξονες. Αμφότερες οι αντιπαρατιθέμενες πλευρές παίζουν, μάλιστα, ένα παιχνίδι προσέλκυσης της επεκτατικής Τουρκίας στο πλευρό τους, κάνοντας απρόβλεπτο το στοίχημα της επιβίωσης μιας χώρας όπως η δική μας, σχετικά μικρής και πολλαπλά πληγείσας, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία.
Στις συνθήκες αυτές, αντιμέτωπος με απειλές και δυσχέρειες ιστορικών διαστάσεων, είναι αναγκαίο να αποκτήσει μπούσουλα ο ελληνικός λαός και η χώρα. Με μια ενεργητική και κατά το δυνατόν αυτόνομη πολιτική που θα λεχει ως βασικό κριτήριο και θα υπηρετεί πρώτα και κύρια το καθήκον επιβίωσης της Ελλάδας. Αποφεύγοντας τους… αυτοματισμούς της εγχώριας εθελόδουλης ελίτ που θεωρεί μονόδρομο την πειθήνια ευθυγράμμιση σε «ξένους προστάτες» που δεν προστατεύουν τίποτα, και έχει καταντήσει να πανηγυρίζει ως… εγγύηση μια πρόσφατη φράση του Μπάιντεν προς τον Έλληνα πρωθυπουργό («Αν χρειαστείς κάτι, πάρε τηλέφωνο»!)…
Τι κάνουν οι Κινέζοι υπουργοί σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή;
Ο
Εν ολίγοις, στη γειτονιά μας βρίσκονται πλέον σε ευθεία αντιπαράθεση δύο δυνάμεις από τις άλλες άκρες του κόσμου που, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν απούσες: οι ΗΠΑ και η Κίνα – με την τελευταία να καταφθάνει σχετικά πρόσφατα, και να προσπαθεί να εδραιώσει τη διείσδυσή της όχι πια μόνο με βαλίτσες γεμάτες μετρητά. Ήδη στο παρελθόν κινεζικά πολεμικά σκάφη βρέθηκαν να περιπλέουν τη Μεσόγειο σε «εκπαιδευτικά ταξίδια». Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή οι επενδύσεις (λιμάνια στην Ελλάδα, σιδηροδρομικά δίκτυα προς Κεντρική Ευρώπη κ.λπ.) χρειάζονται και άλλου είδους υποστήριξη… Σειρά άρθρων και σχολίων σε Global Times, South China Morning Post κ.ά. κινεζικά ΜΜΕ αναλύουν την πιθανότητα μονιμότερης κινεζικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μεσόγειο: «Όπως ορισμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις πλέουν στη γειτονιά της Κίνας, κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να συμβεί με κινεζικά πλοία και στη δική τους γειτονιά», γράφουν…
Τι (νόμισε ότι) συζήτησε ο καθένας
Π
από edromos
Δεν υπάρχουν σχόλια: