Γειτονιά και διαδίκτυο

 


Γράφει ο Αριστείδης Καλάργαλης*

Φτάνοντας αργά το βράδυ στο χωριό διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε τομάτες για τα γεμιστά. Ο μικρός μπαξές της αυλής μάς έδωσε πιπεριές και μελιτζάνες, ωραίες, μεγάλες και κυρίως δροσερές. Ακολουθώντας την παλιά μέθοδο χτυπήσαμε την πόρτα της γειτόνισσας και ζητήσαμε μερικές δανεικές. Χωρίς σκέψη μάς πρόσφερε όσες χωρούσαν σ’ ένα πιάτο, μαζί με μυρωδικά απ’ τον μπαξέ. Το ίδιο πιάτο μόλις έγιναν τα γεμιστά το επιστρέψαμε γεμάτο. Ολοι, ειδικά οι γυναίκες, τηρούν το άγραφο έθιμο-συνήθεια να δίνουν απ’ ό,τι έχουν σε κάθε ζήτηση των γειτόνων κι η επιστροφή του σκεύους, πιάτο, ταψί, καλάθι, να περιέχει κάτι ως αντίδωρο.

Τούτες τις μέρες στα χωριά που εκτρέφουν πρόβατα είναι η εποχή του τραχανά. Μέσα στις αυλές των σπιτιών, κάποιο απόγευμα, βάζουν τα παλιό μπρούτζινο καζάνι στην πυροστιά κι ανάβουν φωτιά. Βράζει σιγά σιγά το γάλα κι όταν κατέβει όσο χρειάζεται ρίχνουν το κουρκούτι, δηλαδή το χοντροσπασμένο σιτάρι. Με το κατέβασμα από τη φωτιά αρχίζει το κοπάνισμα, με κόπανους φτιαγμένους από άγρια ξύλα. Οσο διαρκεί η παρασκευή του τραχανά, στη γειτονιά απλώνεται η γνώριμη μυρωδιά του. Σε κάποιους αρέσει, ενώ άλλοι την αποφεύγουν. Ακολουθεί το μοίρασμα στα σπίτια της γειτονιάς για να πασκάσουν οι γείτονες, οι οποίοι με τη σειρά τους εύχονται «καλοξόδευτος» ή «καλή πούληση», ανάλογα με τον προορισμό του.

Μερικές φορές το κοπάνισμα του τραχανά συνοδεύεται από μικρό γλέντι, με ούζο, κρασί και μεζέδες. Θυμίζει τις ευκαιρίες που αναζητούσαν οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια για να ξεδώσουν συνδυάζοντας δουλειά και διασκέδαση.

Περισσότερο απ’ όλους το γιορτάσι το φχαριστιούνται όσοι ζούνε μακριά απ’ το χωριό, ειδικά οι μετανάστες, οι οποίοι έρχονται αραιά και πού στο πατρογονικό χωριό τους. Ρουφάνε τις εικόνες, τους ήχους, τις μυρωδιές. Τα καταγράφουν, εκτός από την ψυχή τους, σε κάμερες, στο κινητό για να έχουν ένα «μούβι» εκεί στα ξένα, στη νέα πατρίδα όταν επιστρέψουν. Για να βλέπουν, να θυμούνται για χρόνια, μέχρι το επόμενο ταξίδι τους στο χωριό. Δείχνουν κι εξηγούν στα εγγόνια το καθετί, το άγνωστο σ’ αυτά. Αυτά, τρίτη γενιά, προσπαθούν να γνωρίσουν το χωριό του παππού, της γιαγιάς. Σ’ ένα μήνα τι να πρωτοπρολάβουν.

Το αύριο που έρχεται (μπορούμε;) χρειάζεται να το μπολιάσουμε με το χθες. Οι εικόνες σήμερα κινούνται με μια πρωτόγνωρη ταχύτητα. Πώς γίνεται να μην παρασυρθεί το αντίδωρο απ’ το πιάτο της γειτόνισσας, το γειτονιό στο τρίστρατο του χωριού απ’ τον καλπασμό του διαδικτύου;

*συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας

από efsyn


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.