Η Αθήνα στο έλεος του τουρισμού

 


Γράφει ο Τάσης Παπαϊωάννου*

Οι πολυ­διαφημισμένες αστικές αναπλάσεις, που συντελούνται τα τελευταία χρόνια μετατρέποντας το κέντρο σε ένα απέραντο σκονισμένο εργοτάξιο, δεν απευθύνονται ως θα όφειλαν στους κατοίκους της Αθήνας, αλλά κυρίως στους τουρίστες. Στολίζουμε και εξωραΐζουμε τη βιτρίνα απ’ όπου θα περάσουν τα διώροφα πούλμαν των ξένων επισκεπτών και αγνοούμε επιδεικτικά το κυρίως σώμα της πόλης, των αμέτρητων γειτονιών που ασφυκτιούν και αγωνίζονται μάταια να αναπνεύσουν.

Η Αθήνα, αλλά και τόσα άλλα μέρη της νησιωτικής και ηπειρωτικής χώρας, έμειναν διαχρονικά απροστάτευτα μπροστά στην επέλαση του τουρισμού. Ενός παγκόσμιου τουρισμού, μαζικού, άναρχου, επιθετικού που αντιμετωπίζει το φυσικό περιβάλλον, τους οικισμούς, τις πόλεις ως κατακτητής και με μοναδικό στόχο την αύξηση του οικονομικού κέρδους, αδιαφορώντας προκλητικά για τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτές. Η πρωτεύουσα είναι πια τόπος προορισμού και όχι ενδιάμεσος σταθμός, όπως άλλοτε, για τα νησιά του Αιγαίου. Καθημερινά συρρέουν ορδές τουριστών που κατακλύζουν κάθε γειτονιά της. Μια λαίλαπα, απειλητική, απλώνεται παντού, καταλαμβάνοντας τη μια περιοχή μετά την άλλη, πλημμυρίζοντας το λεκανοπέδιο απ’ άκρου σ’ άκρο.

Με την επίκληση της γνωστής φράσης «ο τουρισμός αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της χώρας» όλοι υποτάσσονται στους όρους, τις επιδιώξεις και τις βουλιμικές ορέξεις των μεγάλων τουριστικών εταιρειών που επιβάλλουν ανεξέλεγκτα τη δική τους στρατηγική, αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα. Κανένας φραγμός, κανένας κανόνας, καμιά μέριμνα από την Πολιτεία που να λαμβάνει υπόψη της την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Η πόλη, η χώρα ολόκληρη θα ’λεγε κανείς, θυσιάζεται κάθε χρόνο στον βωμό της ασύδοτης τουριστικής υπερεκμετάλλευσης, αφού έχει προ πολλού μεταλλαχθεί σ’ ένα τεράστιο ξενοδοχείο. Κι εμείς όλοι θαρρείς ότι έχουμε μετατραπεί σε πειθήνια και άβουλα γκαρσόνια που υπηρετούν αδιαμαρτύρητα τους ξένους επισκέπτες μας. Η πατροπαράδοτη φιλοξενία έγινε διαφημιστικό σλόγκαν και χάθηκε για πάντα ανάμεσα στα κακόγουστα «rooms to let» και στα Greek souvenirs.

Ηδη τα αποτελέσματα αυτής της μακροχρόνιας μετάλλαξης τα νιώθουμε έντονα στην καθημερινότητά μας. Εκποίηση κάθε εναπομείναντα δημόσιου χώρου, πλατειών, πάρκων, λόφων, ακόμη και αρχαιολογικών χώρων. Πρωτοφανής εκτίναξη των τιμών των ακινήτων, αλλά και των ενοικίων, με αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία εξεύρεσης στέγης για τα περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Τα σπίτια, τα διαμερίσματα, ολόκληρες πολυκατοικίες σε διάφορες περιοχές της πόλης, μετατρέπονται σε τουριστικά καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, οι κάτοικοι των οποίων εκδιώκονται στην κυριολεξία από τις εστίες τους, με αποτέλεσμα τη σταδιακή ερήμωσή τους. Ο Ελληνας ενοικιαστής βρίσκεται σε απόγνωση· γίνεται ένας ξεριζωμένος στον ίδιο του τον τόπο!

Το αστικό τοπίο, σε γενικές γραμμές, παραμένει εξωτερικά αμετάβλητο, αλλάζουν όμως δραστικά ο κοινωνικός του χαρακτήρας και η ταξική του διαστρωμάτωση. Ο ζωντανός ιστός διαρρηγνύεται και διαλύεται δημιουργώντας μεγάλα κενά, ρήγματα, ασυνέχειες και χάσματα με σοβαρότατες επιπτώσεις για τη συνοχή και την ομοιογένεια της πόλης. Το σώμα της τεμαχίζεται, διαχωρίζεται, αλλοιώνεται. Οι Αθηναίοι σταδιακά συνειδητοποιούν ότι χάνουν τις γειτονιές τους και λίγοι-λίγοι αναγκάζονται να τις εγκαταλείψουν, μην μπορώντας να ζήσουν στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται. Ωρες-ώρες αισθάνονται ξένοι μέσα στη γειτονιά στην οποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Κουκάκι, Πετράλωνα, Παγκράτι, Εξάρχεια είναι απλησίαστα για τη μέση οικογένεια, τους εργαζόμενους, πόσο μάλλον για τους φοιτητές. Η κατοικία και το δικαίωμα στη στέγη, από κοινωνικό αγαθό έχει προ πολλού μετατραπεί σε εμπορευματοποιημένο καταναλωτικό προϊόν.

Οι πολυδιαφημισμένες αστικές αναπλάσεις, που συντελούνται τα τελευταία χρόνια μετατρέποντας το κέντρο σε ένα απέραντο σκονισμένο εργοτάξιο, δεν απευθύνονται ως θα όφειλαν στους κατοίκους της Αθήνας, αλλά κυρίως στους τουρίστες. Στολίζουμε και εξωραΐζουμε τη βιτρίνα απ’ όπου θα περάσουν τα διώροφα πούλμαν των ξένων επισκεπτών και αγνοούμε επιδεικτικά το κυρίως σώμα της πόλης, των αμέτρητων γειτονιών που ασφυκτιούν και αγωνίζονται μάταια να αναπνεύσουν.

Ολα υποτάσσονται στην υπηρεσία των μεγάλων tour operators. Αυτοί καθορίζουν τις οικονομικές συμφωνίες, αυτοί επιβάλουν τις πολιτικές αποφάσεις που αφορούν τους σχεδιασμούς, αυτοί μετατρέπουν τις κεντρικές περιοχές της πόλης σε φανταχτερό τουριστικό προϊόν προς κατανάλωση. Παράλληλα αεροδρόμια, λιμάνια, μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες έχουν (ξε)πουληθεί και ελέγχονται αποκλειστικά από ξένες εταιρείες.

Τόνοι μπετόν στρώθηκαν στην Ακρόπολη για να περπατάνε ανεμπόδιστα τα στίφη των τουριστών, προεκτείνονται οι προβλήτες στο λιμάνι του Πειραιά για να δένουν τα τερατώδη κρουαζιερόπλοια, προετοιμάζεται η κατασκευή καζίνο και μιας ιδιωτικής πόλης στο Ελληνικό, πολλαπλασιάζονται οι μαρίνες για τον ελλιμενισμό υπερπολυτελών θαλαμηγών και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Νέα νομοσχέδια ψηφίζονται νύχτα, ανοίγοντας τον δρόμο για το χτίσιμο μέσα σε περιοχές Natura, πάνω σε παραλίες, σε τοπία μοναδικού φυσικού κάλλους. Η Ελλάδα, όμως, κάθε καλοκαίρι προσδοκά με αγωνία την αύξηση των αφίξεων, αφού έχει απολέσει κάθε άλλο παραγωγικό τομέα, παραμένοντας σχεδόν ολοκληρωτικά εξαρτημένη από την εισροή τουριστικού συναλλάγματος.

Απέναντι σ’ αυτή την ανεξέλεγκτη επέλαση του ιδιωτικού και στο πρωτοφανές ξεπούλημα κάθε σπιθαμής δημόσιου χώρου, μόνο τα ακηδεμόνευτα κινήματα πολιτών μπορούν να σταθούν ανάχωμα στην κτηματομεσιτική κερδοσκοπία. Μόνο οι ίδιοι οι κάτοικοι (κι όλοι μαζί) μπορούν να προασπίσουν τη γειτονιά τους, να κρατήσουν ζωντανή τη φυσιογνωμία και τον ιστορικό χαρακτήρα της, να εμποδίσουν την εγκατάλειψη και τη μαζική απομάκρυνση των συμπολιτών τους. Αν χαθεί η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα από την πόλη ως κοινότητας αυτοδιοικούμενων πολιτών, τότε χάνεται και η ουσιαστική κοινωνική της λειτουργία, ο λόγος ύπαρξής της.

Ο υπαίθριος δημόσιος χώρος (αλσύλλια, πάρκα, λόφοι, πλατείες, πεζόδρομοι) παραμένει σε δημόσια χρήση και ζωογονείται από την καθημερινή παρουσία και τις δράσεις των πολιτών, ειδάλλως υποβαθμίζεται, ερημώνει, γίνεται ανοίκειος. Η συνειδητή (;) πολλές φορές εγκατάλειψη των χώρων αυτών από τη δημοτική αρχή ανοίγει διάπλατα τον δρόμο στην ιδιωτική εκμετάλλευση που επεμβαίνει με πρόσχημα την αναβάθμιση και τον εξευγενισμό τους.

Η πόλη ιδιωτικοποιείται μόνον αν εμείς οι ίδιοι σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν, σταματήσουμε να διεκδικούμε ποιοτικότερες συνθήκες ζωής. Σταματήσουμε, δηλαδή, να παλεύουμε για την ουσιαστική αναβάθμιση της καθημερινότητάς μας, για το αναφαίρετο δικαίωμά μας να ονειρευόμαστε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο και όχι εκείνον που κάποιοι άλλοι επιχειρούν πονηρά να μας επιβάλουν.

* Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

από efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.