Δυο ξεχωριστές συνθήκες υπό παρατεταμένη απειλή



Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

Μετά την πρώτη δραματική ταινία τους «Ντεγκραντέ» (2015), μια πολιτική παραβολή μέσα στον κλειστό μικρόκοσμο ενός κομμωτηρίου, οι δίδυμοι Παλαιστίνιοι αδερφοί Ταρζάν και Άραμπ Νάσερ, στη δεύτερη σκηνοθετική τους προσπάθεια «Γάζα, αγάπη μου», εμπνέονται από τη διαπίστωση πως «ο έρως νιάτα δεν κοιτά», αφού ανεξάρτητα από ηλικία, χτυπάει πάντα εκεί που δεν το περιμένεις.

Κάτι τέτοιο μοιάζει να συμβαίνει στον αθεράπευτα ρομαντικό πρωταγωνιστή, τον συνεσταλμένο 65άρη ψαρά Ίσσα (Σαλίμ Νταού), παράφορα ερωτευμένο με την χήρα Σιχάμ (Χιάμ Αμπάς), μια μεσόκοπη μοδίστρα που διατηρεί μαγαζί γυναικείων ενδυμάτων στην αγορά της Γάζας. Ο Ίσσα διάγει μοναχική ρουτίνα, πηγαίνοντας κάθε βράδυ για ψάρεμα, ενώ τα πρωινά μεταφέρει στην αγορά τα ψάρια του, περνώντας μπροστά από το μαγαζί της Σιχάμ, δίχως να τολμά να της μιλήσει. Όλα όμως αλλάζουν, μόλις πιάσει στα δίχτυα του ένα ορειχάλκινο αρχαιοελληνικό άγαλμα του γυμνού θεού Απόλλωνα, σε σκανδαλιστική στύση. Αποφασισμένος να αποκρύψει το περίεργο αυτό γεγονός, μακριά από τα πουριτανικά αντανακλαστικά της σεμνότυφης αραβικής κοινωνίας, μεταφέρει με μεγάλη δυσκολία το βαρύ άγαλμα σπίτι του. Ωστόσο, η επίπτωση που έχει αυτό το αντρικού κάλλους γυμνό άγαλμα στην ψυχοσύνθεσή του, ως αλλοτινό ερωτικό ξόρκι, τον απελευθερώνει από τις αναστολές του και σύντομα προσεγγίζει την Σιχάμ. Παραβλέπει όμως ένα εμπόδιο, την αστυνομία που κάνει έρευνες για αρχαιοκαπηλία…

Βασισμένοι στο πραγματικό γεγονός της ανακάλυψης ενός αρχαιοελληνικού αγάλματος το 2014, στην ευρύτερη περιοχή, και της κατάσχεσής του από τη Χαμάς, οι δυο σκηνοθέτες δημιουργούν μια αστεία παραβολή, για το άγχος των σεξουαλικών επιδόσεων στους μεσήλικες, μέσα από μια ρομαντική ιστορία ανομολόγητου έρωτα, στα όρια απελπιστικής μοναξιάς και παράλογης κωμωδίας, με φόντο για άλλη μια φορά τη Λωρίδα της Γάζας, γενέτειρα των σκηνοθετών. Δίπλα στις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, καταφέρνουν να ενσωματώσουν γλαφυρά και την εμπόλεμη καθημερινότητα της περιοχής. Μέσα από τους διαλόγους του Ίσσα με τον νεαρότερο ψιλικατζή φίλο του Σαμίρ, περιγράφονται με χιούμορ και νοσταλγία τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, όπως οι καθημερινές διακοπές ρεύματος, αλλά και η δυσχερής οικονομική κατάσταση του παλαιστινιακού λαού. Οι πελάτες του Σαμίρ αγοράζουν βερεσέ, ενώ ο ίδιος, αδυνατώντας να φροντίσει την οικογένειά του, σκέφτεται ως έσχατη λύση, όπως πολλοί νέοι της γενιάς του, τη φυγή στην ξενιτιά. Από το ανοιχτό ραδιόφωνο ακούγονται αιχμηρά σχόλια για την ανικανότητα της Χαμάς, που ενδιαφέρεται για παιχνίδια εντυπωσιασμού και εξουσίας, αφήνοντας πεινασμένο τον παλαιστινιακό λαό, ενώ στηλιτεύεται και η μηδαμινή υποστήριξη από Αίγυπτο, Ιορδανία και Κατάρ. Μεταξύ αστείου και σοβαρού, απεικονίζονται και δυο παράλληλες πραγματικότητες, αναδεικνύοντας την τεράστια ασυμμετρία: από τη μια ο ενθουσιασμός της Χαμάς που γλεντάει για την απόκτηση μιας και μοναδικής ρουκέτας, τη στιγμή που ο απειλητικός ήχος των υπερεξοπλισμένων ισραηλινών μαχητικών πάνω από την πόλη υποδηλώνει τους καθημερινούς βομβαρδισμούς, που αφανίζουν ολόκληρες συνοικίες.

Το εμπνευσμένο τέχνασμα να χρησιμοποιήσουν ένα σκανδαλιστικά αστείο ατύχημα στο άγαλμα, για να θίξουν με χιούμορ τον αγχωμένο ερωτισμό του πρωταγωνιστή, συμπληρώνεται από τις αμήχανες σιωπές του, που σηματοδοτούν τη μοναξιά και τον κρυφό ερωτικό πόθο του.

Τα δημοφιλή λαϊκά αραβικά μελοδράματα του ’60, που παρακολουθεί ο Ίσσα στην τηλεόραση, απλώνοντας τη μπουγάδα του, αλλά και οι δακρύβρεχτες λαϊκές τηλεοπτικές σειρές, που παρακολουθεί ανελλιπώς η αδερφή του, αποτελούν νοσταλγική αναφορά στο λαϊκό στοιχείο του αραβικού σινεμά και το βαθύ συναισθηματισμό της αραβικής κουλτούρας. Από την άλλη, στη σκηνή που ο Ίσσα ενθουσιασμένος μετά από μια επιτυχή προσέγγιση της Σιχάμ, τηγανίζει κεφάτος τα ψαράκια του, ακούγεται η ισπανόφωνη ποπ επιτυχία «Que no se rompa la noche», από τον Χούλιο Ιγκλέσιας, αποδίδοντας με χιούμορ την ερωτική του έξαψη.

Η πρωτότυπη νοσταλγική μουσική του Αντρέ Ματιάς, με τις θλιμμένες συνθέσεις στις βραδινές σκηνές των μακρινών πλάνων στα σοκάκια της βροχερής Γάζας, συμπληρώνεται από τρία αναγνωρίσιμα κομμάτια κλασικής μουσικής, σε τρεις κομβικές σκηνές, που μεταφέρουν την αναπτέρωση ηθικού του πρωταγωνιστή. Αρχικά, το ρυθμικό πιανιστικό βαλς του Σοπέν, σε λα ελάσσονα, εκφράζει την αυτοπεποίθηση του Ίσσα το επόμενο πρωινό της εύρεσης του αγάλματος, στις σκηνές που προσπαθεί να γυμναστεί με βαράκια, με τη μουσική να τον ακολουθεί σε λήψη κόντρ πλονζέ, καθώς προχωράει στα σοκάκια. Το περίφημο νοσταλγικό «Valse sentimentale» του Τσαϊκόφσκι συνοδεύει τον παρφουμαρισμένο Ίσσα, σε όλη τη σκηνή που ακολουθεί βράδυ την Σιχάμ, θέλοντας να μάθει πού μένει, ενώ το εγκάρδιο γέλιο τού τέλους συνδυάζεται με το αθεράπευτα ρομαντικό ορχηστρικό «Βαλς της Μουζέτ», από την όπερα Λα Μποέμ του Πουτσίνι -χαρακτηριστική μελωδία που ανακαλεί τις νοσταλγικές ταινίες του Σαρλό- σφραγίζοντας και την περίφημη γαμήλια νύχτα του ζευγαριού, καταμεσής της θάλασσας.

 

Στην πρώτη ταινία του Αργεντίνου Αντρέας Φοντάνα «Άζορ: ο κώδικας του τραπεζίτη», ένα βραδυφλεγές θρίλερ συνομωσίας, που εξελίσσεται στην υπό δικτατορία Αργεντινή του 1980, ο Ελβετός τραπεζίτης Ιβάν ντε Βίελ (Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε) καταφθάνει στην Αργεντινή με την γοητευτική σύζυγό του Ινιές, επιχειρώντας να διερευνήσει τη μυστηριώδη εξαφάνιση του προκατόχου του. Περιδιαβαίνοντας στα σαλόνια της άρχουσας τάξης, ο Ιβάν μαθαίνει να ελίσσεται ανάμεσα σε αριστοκράτες και πολιτικούς, που συνεργάζονται με το χουντικό καθεστώς και προσαρμόζεται σε μια γλώσσα διπλωματίας, όπου επικρατούν σιωπή και εχεμύθεια. Συνοδευόμενος από την Ινιές, με την οποία έχουν αναπτύξει μια γλώσσα με κωδικές ονομασίες, τηρεί τα τυπικά προσχήματα, περιορίζοντας ερωτήσεις και σχόλια, ενώ πάντα με το χαμόγελο, παρατηρεί εκφράσεις, λέξεις και αντιδράσεις. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι η διασφάλιση και η ομαλή συνέχιση των οικονομικών συμφωνιών του προκατόχου του τον εμπλέκουν σε παράνομα κυκλώματα ρευστοποίησης υφαρπαγμένων περιουσιών.

Με τίτλο της ταινίας τη λέξη με την οποία το πρωταγωνιστικό ζευγάρι σηματοδοτεί τον κίνδυνο, αυτή η χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια ταινία εξελίσσεται στο πεδίο της διπλωματίας. Απλή στη γραφή, η ταινία παραμένει αινιγματική στην πλοκή, με ελλειπτική αφήγηση, πληθώρα χαρακτήρων και διαλόγους με υπονοούμενα, ενώ το κλίμα συνομωσίας μεταφέρεται μέσα από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, ασάφεια και διαρκή αίσθηση κινδύνου. Το διάχυτο μυστήριο ενισχύεται από τη μουσική, που υπογραμμίζει την ένταση, πότε με σόλο πιανιστικές φράσεις, ενίοτε με θλιμμένα κιθαριστικά ακόρντα.

Με αφορμή τη συμμετοχή τής ταινίας στο Διαγωνιστικό του φεστιβάλ «27ες Νύχτες Πρεμιέρας», τον Σεπτέμβρη του 2021, ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης παρευρέθηκε στην Αθήνα για την παρουσίαση της ταινίας του, όπου και επεσήμανε πως προτίμησε να υπαινιχθεί τη βία της χούντας, εστιάζοντας εσκεμμένα στη συνεργασία μεταξύ Αργεντινών Χουντικών και Ευρωπαίων επιχειρηματιών, για να αναδείξει τη χρυσή ευκαιρία που άρπαξαν εν πλήρει επιγνώσει οι Ελβετικές Τράπεζες, ένα αποσιωπημένο σκάνδαλο, αντίστοιχο με την τύχη του χρυσού των Εβραίων, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχοντας για πυξίδα το μυθιστόρημα «Η καρδιά τους σκότους», του Τζόζεφ Κόντραντ, ο Φοντάνα εξήγησε ότι διαμόρφωσε την ταινία γύρω από το στοιχείο του κινδύνου, υπογραμμίζοντας την ταραχώδη περίοδο που τοποθετείται, κομβική στιγμή αλλαγής του οικονομικού μοντέλου, από τις οικογενειακές τράπεζες προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υποστηρίζοντας μια πλοκή-αλληγορία για την οντολογία της εξουσίας και της υπαρξιακής αφομοίωσης του ατόμου σε αυτήν, ο Φοντάνα άφησε χώρο στον θεατή να γεμίσει τα κενά, ενώ επηρεασμένος από τον μινιμαλισμό του Ρομπέρ Μπρεσόν, έχτισε την ταινία στην αναμονή, με σιωπές, αποστάσεις και συγκεκριμένη χρήση της μουσικής.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

από edromos


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.