Διατροφική χοληστερόλη: Γιατί εγκαταλείφθηκε το όριο των 300 mg
Κάθε
πέντε χρόνια, το Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών [Department of Health and Human Services] των ΗΠΑ μαζί με το Υπουργείο Γεωργίας, [Department of Agriculture] εκδίδει τις λεγόμενες «Διαιτητικές
Οδηγίες προς Αμερικανούς» [Dietary Guidelines for Americans]. Πρόκειται για μια σημαντική
κυβερνητική δημοσίευση που αφορά τις επιπτώσεις της διατροφής στην υγεία
σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επιστημονική έρευνα.
To 2015, οι «Διαιτητικές Οδηγίες προς Αμερικανούς» έκαναν μια σημαντική στροφή σχετικά με τις συστάσεις για τη διατροφική χοληστερόλη: άφησαν κατά μέρος την εδώ και 60 ετών προειδοποίηση ότι πρέπει η ημερήσια κατανάλωση της χοληστερόλη (χοληστερίνης) να είναι μικρότερη από 300 mg για τα υγιή άτομα και μικρότερη από 200 mg σε περίπτωση αυξημένου καρδιακού κινδύνου.
Το σχετικό εδάφιο, κάπου “θαμμένο” στη σελίδα 91 της έκδοσης των 572 σελίδων, αναφέρει: “Προηγουμένως, οι Kατευθυντήριες Γραμμές προς τους Αμερικανούς για τις διατροφικές συνιστώμενες ποσότητες της χοληστερόλης την περιόριζαν στα 300 mg την ημέρα. Η DGAC [Dietary Guidelines Advisory Committee] του 2015 δεν θα υποβάλει αυτή τη σύσταση, διότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως δεν υπάρχει αξιόλογη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης της διαιτητικής χοληστερόλης και της χοληστερόλης στον ορό, σύμφωνα με την έκθεση AHA/ACC [American Heart Association/American College of Cardiology]. Η χοληστερόλη δεν αποτελεί μια θρεπτική ουσία της οποίας η υπερκατανάλωση προκαλεί ανησυχία”.
Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για την ποσότητα της χοληστερόλης που λαμβάνουμε από το φαγητό μας. Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή στις διατροφικές συστάσεις, ύστερα από 50 και πλέον χρόνια. Οι ΗΠΑ ήταν η μοναδική χώρα που είχε διατηρήσει το όριο των 300 mg και το 2015 αποφάσισε πως ήταν καιρός να ευθυγραμμιστεί με τον υπόλοιπο πλανήτη.
Οι δημόσιες προειδοποιήσεις για την πρόσληψη της χοληστερόλης άρχισαν το 1961, όταν η American Heart Association (AHA) συνέστησε να μην ξεπερνά το όριο των 300 mg την ημέρα. Για τη σύγκριση, ο κρόκος ενός μεγάλου αυγού έχει σήμερα 180-220 mg άρα δύσκολα κάποιος που ακολουθούσε τη σύσταση μπορούσε να τρώει πάνω από ένα αυγό την ημέρα – παλιότερα είχαν μετρηθεί μεγαλύτερες ποσότητες χοληστερόλη στα αυγά που έφταναν τα 270-300 mg. H σύσταση αυτή ήταν η αιτία που η κατανάλωση των αυγών μειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ.
Η διαχρονική
κατανάλωση αυγών στις ΗΠΑ.
Γιατί όμως το 2010 η διατροφική σύσταση
για τη χοληστερόλη ίσχυε ενώ το 2015 δεν είχε σημασία; Δεν άλλαξε κάτι στην
έρευνα μέσα σε μια πενταετία και δεν προστέθηκαν νέες γνώσεις. Αυτό που άλλαξε
ήταν ότι επανεκτιμήθηκαν οι έρευνες του παρελθόντος και το συμπέρασμα ήταν ότι
δεν υπήρχε επιστημονική βάση για τον διατροφικό περιορισμό της χοληστερόλης.
Όπως δήλωσε ο Robert Eckel, συμπρόεδρος της Task Force για τις διατροφικές συστάσεις και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, “Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, απλά δεν μπορούσαμε να βρούμε το είδος της επιστήμης που υποστήριζε τον διαιτητικό περιορισμό”.
Η σύσταση που περιόριζε τη διατροφική χοληστερίνη ουσιαστικά περιόριζε την κατανάλωση των αυγών τα οποία όμως θεωρούνται η τέλεια τροφή, αν εξαιρεθεί το γεγονός ότι περιέχουν χοληστερόλη. Περίπου το 25% της διατροφικής χοληστερόλης στις ΗΠΑ λαμβάνεται από τα αυγά αλλά αν αυτά δεν αυξάνουν το καρδιακό κίνδυνο -ή ακόμα τον μειώνουν- τότε η σύσταση δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Πρόσφατες δημοσιευμένες μελέτες έδειξαν ότι πράγματι η κατανάλωση αυγών δεν αυξάνει τον καρδιακό κίνδυνο στους υγιείς ανθρώπους (υπήρξαν ωστόσο μελέτες που συνέδεσαν τα αυγά με το διαβήτη τύπου 2 αλλά αυτές χρειάζονται επιβεβαίωση).
Γιατί όμως υπήρχε επί τόσα χρόνια η σύσταση του περιορισμού της διατροφικής χοληστερόλης;
Όταν οι γιατροί άρχισαν να ερευνούν την αθηρωματική πλάκα βρήκαν ότι αποτελείται από χοληστερόλη. Τους φάνηκε λοιπόν λογικό ότι μια διατροφή που περιέχει χοληστερόλη όπως τα αυγά, το κόκκινο κρέας, και τα γαλακτοκομικά ήταν η αιτία της αθηροσκλήρωσης και της επιδημίας των καρδιακών προσβολών που καταγράφηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Το 1913, ο Niokolai Anitschkov και οι συνεργάτες του στο στρατιωτικό ινστιτούτο του Τσάρου στην Αγία Πετρούπολη αποφάσισαν να το δοκιμάσουν την επίδραση της διατροφικής χοληστερόλης στα κουνέλια. Χορήγησαν χοληστερόλη στα κουνέλια για τέσσερις μέχρι οκτώ εβδομάδες και διαπίστωσαν ότι εμφανίστηκε αθηρωματική πλάκα στις αρτηρίες του. Το εύρημα θεωρήθηκε ισάξιο ακόμα και με την ανακάλυψη της κυκλοφορία τους αίματος. Έγιναν πολλές έρευνες και τελικά, η ιδέα ότι η διατροφική χοληστερόλη είναι επιβλαβής διαπέρασε τη συνείδηση των Αμερικανών γιατρών και του κοινού.
Κάτι που οι πρώτοι ερευνητές δεν είχαν αντιληφθεί είναι ότι το ανθρώπινο σώμα φτιάχνει από μόνο του χοληστερόλη και μάλιστα σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από αυτή που λαμβάνει από τη διατροφή. Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις ο μέσος Αμερικανός λαμβάνει από τη διατροφή 280-340 mg χοληστερόλης την ημέρα και απορροφά το 50-60% από αυτή την ποσότητα. Από την άλλη μεριά το σώμα παράγει μεταξύ 800 και 1.400 mg την ημέρα. Θεωρείται ότι λιγότερο από το 15% της κυκλοφορούσας χοληστερόλης στο αίμα προέρχεται από τη διατροφή. Επιπλέον, κάποιος που μειώνει τη διατροφική χοληστερόλη αναγκάζει το σώμα του να αυξήσει τη δική του παραγωγή προκειμένου να ισοφαρίσει αυτή τη μείωση. Αυτό συμβαίνει διότι η χοληστερόλη είναι μια πολύ χρήσιμη ουσία χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ζωή.
Η έρευνα στα κουνέλια δεν αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο διότι τα ζώα αυτά είναι φυτοφάγα. Όταν έγιναν πειράματα σε ινδικά χοιρίδια, γάτες, σκύλους, αρουραίους, περιστέρια, κοτόπουλα, γουρούνια και πιθήκους, έδειξαν ότι η επίδραση της διατροφικής χοληστερόλης διέφερε ανάλογα με το είδος. Στα κουνέλια η χοληστερόλη ανέβαινε στο αίμα 30 φορές πάνω από το κανονικό και τα ζώα ανέπτυσσαν γρήγορα αθηροσκλήρωση όταν ταΐζονταν με κρόκους αυγών αλλά οι γάτες, οι σκύλοι και οι αρουραίοι δεν επηρεάζονταν. Το συμπέρασμα ήταν πως τα σαρκοβόρα ζώα δεν πάθαιναν τίποτα όση χοληστερόλη και να έτρωγαν γιατί τη μετέτρεπαν σε χολή και την έβγαζαν από το σώμα τους. Η διαφορά αυτή έκανε πολλούς να θεωρήσουν ότι τα πρώτα πειράματα στα κουνέλια ήταν άσχετα με τον άνθρωπο ο οποίος διαθέτει τον μηχανισμό των σαρκοβόρων ζώων.
Η μετέπειτα έρευνα έδειξε ότι η διατροφική χοληστερίνη ανεβάζει λίγο τη χοληστερίνη του αίματος σε σχέση με την άνοδο που προκαλούν τα κορεσμένα λιπαρά και τα τα τρανς λιπαρά. Τα 100 mg διατροφικής χοληστερόλης ανεβάζουν, κατά μέσο όρο, μόνο 2-3 mg την χοληστερόλη στου αίματος. Σε κάποιους δεν την ανεβάζουν καθόλου και σε κάποιους περισσότερο. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία θεώρησε όμως ότι το αρχικό όριο των 300 mg έπρεπε να παραμείνει διότι ένα περίπου 25% του πληθυσμού ωφελείται από αυτή τη σύσταση.
Καθώς όμως οι μελέτες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για αυγά δεν έδειξαν ότι προκαλούν αύξηση του καρδιακού κινδύνου, κατανοήθηκε ότι η σύσταση αυτή μπορεί τελικά να απέβαινε εις βάρος της δημόσιας υγείας. Κάποιος που τρώει κάθε μέρα ένα κρόκο αυγού μπορεί να έχει μια αύξηση του καρδιακού κινδύνου λόγω μιας μικρής αύξησης στη χοληστερόλη του αίματος. Το ίδιο όμως το αυγό έχει πολλές άλλες θρεπτικές ουσίες (π.χ. ωμέγα-3 λιπαρά, σελήνιο κλπ) που ενδεχομένως εξουδετερώνουν τον κίνδυνο από τη χοληστερόλη και ίσως ακόμη και να μειώνουν τον συνολικό κίνδυνο του καρδιακού κινδύνου.
Όπως δήλωσε ο Robert Eckel, συμπρόεδρος της Task Force για τις διατροφικές συστάσεις και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, “Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, απλά δεν μπορούσαμε να βρούμε το είδος της επιστήμης που υποστήριζε τον διαιτητικό περιορισμό”.
Η σύσταση που περιόριζε τη διατροφική χοληστερίνη ουσιαστικά περιόριζε την κατανάλωση των αυγών τα οποία όμως θεωρούνται η τέλεια τροφή, αν εξαιρεθεί το γεγονός ότι περιέχουν χοληστερόλη. Περίπου το 25% της διατροφικής χοληστερόλης στις ΗΠΑ λαμβάνεται από τα αυγά αλλά αν αυτά δεν αυξάνουν το καρδιακό κίνδυνο -ή ακόμα τον μειώνουν- τότε η σύσταση δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Πρόσφατες δημοσιευμένες μελέτες έδειξαν ότι πράγματι η κατανάλωση αυγών δεν αυξάνει τον καρδιακό κίνδυνο στους υγιείς ανθρώπους (υπήρξαν ωστόσο μελέτες που συνέδεσαν τα αυγά με το διαβήτη τύπου 2 αλλά αυτές χρειάζονται επιβεβαίωση).
Γιατί όμως υπήρχε επί τόσα χρόνια η σύσταση του περιορισμού της διατροφικής χοληστερόλης;
Όταν οι γιατροί άρχισαν να ερευνούν την αθηρωματική πλάκα βρήκαν ότι αποτελείται από χοληστερόλη. Τους φάνηκε λοιπόν λογικό ότι μια διατροφή που περιέχει χοληστερόλη όπως τα αυγά, το κόκκινο κρέας, και τα γαλακτοκομικά ήταν η αιτία της αθηροσκλήρωσης και της επιδημίας των καρδιακών προσβολών που καταγράφηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Το 1913, ο Niokolai Anitschkov και οι συνεργάτες του στο στρατιωτικό ινστιτούτο του Τσάρου στην Αγία Πετρούπολη αποφάσισαν να το δοκιμάσουν την επίδραση της διατροφικής χοληστερόλης στα κουνέλια. Χορήγησαν χοληστερόλη στα κουνέλια για τέσσερις μέχρι οκτώ εβδομάδες και διαπίστωσαν ότι εμφανίστηκε αθηρωματική πλάκα στις αρτηρίες του. Το εύρημα θεωρήθηκε ισάξιο ακόμα και με την ανακάλυψη της κυκλοφορία τους αίματος. Έγιναν πολλές έρευνες και τελικά, η ιδέα ότι η διατροφική χοληστερόλη είναι επιβλαβής διαπέρασε τη συνείδηση των Αμερικανών γιατρών και του κοινού.
Κάτι που οι πρώτοι ερευνητές δεν είχαν αντιληφθεί είναι ότι το ανθρώπινο σώμα φτιάχνει από μόνο του χοληστερόλη και μάλιστα σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από αυτή που λαμβάνει από τη διατροφή. Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις ο μέσος Αμερικανός λαμβάνει από τη διατροφή 280-340 mg χοληστερόλης την ημέρα και απορροφά το 50-60% από αυτή την ποσότητα. Από την άλλη μεριά το σώμα παράγει μεταξύ 800 και 1.400 mg την ημέρα. Θεωρείται ότι λιγότερο από το 15% της κυκλοφορούσας χοληστερόλης στο αίμα προέρχεται από τη διατροφή. Επιπλέον, κάποιος που μειώνει τη διατροφική χοληστερόλη αναγκάζει το σώμα του να αυξήσει τη δική του παραγωγή προκειμένου να ισοφαρίσει αυτή τη μείωση. Αυτό συμβαίνει διότι η χοληστερόλη είναι μια πολύ χρήσιμη ουσία χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ζωή.
Η έρευνα στα κουνέλια δεν αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο διότι τα ζώα αυτά είναι φυτοφάγα. Όταν έγιναν πειράματα σε ινδικά χοιρίδια, γάτες, σκύλους, αρουραίους, περιστέρια, κοτόπουλα, γουρούνια και πιθήκους, έδειξαν ότι η επίδραση της διατροφικής χοληστερόλης διέφερε ανάλογα με το είδος. Στα κουνέλια η χοληστερόλη ανέβαινε στο αίμα 30 φορές πάνω από το κανονικό και τα ζώα ανέπτυσσαν γρήγορα αθηροσκλήρωση όταν ταΐζονταν με κρόκους αυγών αλλά οι γάτες, οι σκύλοι και οι αρουραίοι δεν επηρεάζονταν. Το συμπέρασμα ήταν πως τα σαρκοβόρα ζώα δεν πάθαιναν τίποτα όση χοληστερόλη και να έτρωγαν γιατί τη μετέτρεπαν σε χολή και την έβγαζαν από το σώμα τους. Η διαφορά αυτή έκανε πολλούς να θεωρήσουν ότι τα πρώτα πειράματα στα κουνέλια ήταν άσχετα με τον άνθρωπο ο οποίος διαθέτει τον μηχανισμό των σαρκοβόρων ζώων.
Η μετέπειτα έρευνα έδειξε ότι η διατροφική χοληστερίνη ανεβάζει λίγο τη χοληστερίνη του αίματος σε σχέση με την άνοδο που προκαλούν τα κορεσμένα λιπαρά και τα τα τρανς λιπαρά. Τα 100 mg διατροφικής χοληστερόλης ανεβάζουν, κατά μέσο όρο, μόνο 2-3 mg την χοληστερόλη στου αίματος. Σε κάποιους δεν την ανεβάζουν καθόλου και σε κάποιους περισσότερο. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία θεώρησε όμως ότι το αρχικό όριο των 300 mg έπρεπε να παραμείνει διότι ένα περίπου 25% του πληθυσμού ωφελείται από αυτή τη σύσταση.
Καθώς όμως οι μελέτες που έγιναν τα τελευταία χρόνια για αυγά δεν έδειξαν ότι προκαλούν αύξηση του καρδιακού κινδύνου, κατανοήθηκε ότι η σύσταση αυτή μπορεί τελικά να απέβαινε εις βάρος της δημόσιας υγείας. Κάποιος που τρώει κάθε μέρα ένα κρόκο αυγού μπορεί να έχει μια αύξηση του καρδιακού κινδύνου λόγω μιας μικρής αύξησης στη χοληστερόλη του αίματος. Το ίδιο όμως το αυγό έχει πολλές άλλες θρεπτικές ουσίες (π.χ. ωμέγα-3 λιπαρά, σελήνιο κλπ) που ενδεχομένως εξουδετερώνουν τον κίνδυνο από τη χοληστερόλη και ίσως ακόμη και να μειώνουν τον συνολικό κίνδυνο του καρδιακού κινδύνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια: