Οι αυταπάτες των ελληνικών ελίτ στα παζάρια τους με την Τουρκία



 Γράφει ο Βασίλης Φούσκας

Η αμερικανική υψηλή στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο κατά το Ψυχρό Πόλεμο είχε τις εξής αρχές: Πρώτον, η ασφάλεια και άμυνα του κράτους του Ισραήλ είναι αδιαπραγμάτευτες και οτιδήποτε τις υπονομεύει είναι στρατηγικός εχθρός των ΗΠΑ. Δεύτερον, η Τουρκία είναι περισσότερο σημαντική, παρά η Ελλάδα, στους γεωστρατηγικούς υπολογισμούς των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Τρίτον, πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πρέπει ν’ αποφευχθεί πάση θυσία, με κάθε δυνατό τρόπο.

Σ’ αυτές τις τρεις άκαμπτες αρχές προστίθεται μία τέταρτη, ευέλικτη αρχή –άρχισε να συζητείται το 1963-64 με αφορμή τη Συνταγματική κρίση στη Κύπρο– πάντα μέσα στο πλαίσιο του δόγματος μη-πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας. Είναι η αρχή της διμερούς διαπραγμάτευσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σχετικά με το πώς θα εμπεδωθεί συγκυριαρχία σε την Κύπρο. Ακολούθησε το Αιγαίο.

Μετά το Νοέμβριο του 1973 (πετρέλαια Θάσου, πρώτη σοβαρή πρόκληση Τουρκίας στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο) η αρχή αυτή της διαπραγμάτευσης παίρνει σάρκα και οστά και ολοκληρώνεται με την κυπριακή προδοσία το καλοκαίρι του 1974. Έκτοτε, οι ενδοτικές και υποτελείς στον ευρωατλαντισμό πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Ελλάδας διαπραγματεύονται, ανοιχτών ή κεκλεισμένων των θυρών, το μοίρασμα του Αιγαίου και τη μερική νομιμοποίηση της τουρκικής κατοχής στη Κύπρο, με την εξεύρεση λύσης που βασίζεται στα τετελεσμένα του Αττίλα.

Υπάρχει μία μικρή αλλά σημαντική διαφορά. Όπως θα δούμε, η διαφορά έγκειται στο ότι Αιγαίο και Κύπρος δεν μπαίνουν στο ίδιο πακέτο διαπραγμάτευσης, αλλά διαχωρίζονται. Η αυταπάτη των ελληνικών ελίτ καθίσταται στο ότι η “ειρήνη” με τη Τουρκία, δηλαδή την τουρκική αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους, καθίσταται ευκταία μόνον όταν παζαρευτούν Κύπρος και Αιγαίο.

Διερευνητικές χάριν της ειρήνης

Αυτό που σήμερα πολλάκις αποκαλείται ως “διερευνητικές επαφές” με την Τουρκία αφορά ένα μεγάλο πακέτο συζήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας –πολλά από τα οποία είναι μονομερή– όπως το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, η ΑΟΖ, η υφαλοκρηπίδα, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, οι λεγόμενες “γκρίζες ζώνες” κλπ. Και αφού λυθούν αυτά τα θέματα διμερώς, μετά θα υπογραφεί “συνυποσχετικό” μεταξύ των δύο χωρών για να πάνε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, μόνο για τα θέματα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας.

Αυτή είναι η πολιτική που ασκούν λιγότερο φανερά και περισσότερο κρυφά οι αστικές ελίτ της χώρας, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο που χάραξαν οι ΗΠΑ απ’ το 1973 και μετά. Καθιστώ σαφές ότι το πλαίσιο αυτό ευνοεί σαφέστατα το τουρκικό κράτος, διότι η Ελλάδα συζητά κυριαρχικά της δικαιώματα από τα οποία μερικά πρόκειται να απεμπολήσει προκειμένου να επέλθει συμβιβασμός “για την ειρήνη” υπέρ της Τουρκίας που, αφενός, έχει μεγαλύτερη βαρύτητα στους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, αφετέρου, έχει πολύ ισχυρότερη αστική τάξη. Το ΑΕΠ και μόνο της Κωνσταντινούπολης είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό της Ελλάδας.

Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δεν κάθονται δύο ισότιμα, αλλά δύο ετεροβαρή, μέρη. Η Ελλάδα ενδίδει και για ένα άλλο λόγο, ακόμα πιο σημαντικό. Ενδίδει στις πιέσεις των ΗΠΑ διότι έχει εξοβελίσει το Κυπριακό ζήτημα, ως ζήτημα εισβολής και κατοχής, από τις “διερευνητικές επαφές” για το Αιγαίο. Και αυτό το έχει κάνει διότι θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία “βαρίδι” των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας και με το να αφήνει το θέμα εκτός των “διερευνητικών” πιστεύει ότι κάνει μία χάρη στη Τουρκία που αυτή θ’ ανταποδώσει ώστε να “ωφεληθεί” περισσότερο στο Αιγαίο.

Η στάση των ελληνικών ελίτ

Για το αν η Κυπριακή Δημοκρατία υπεισέλθει παντελώς στην τουρκική επιρροή μ’ ένα άλλο σχέδιο Ανάν ή κάτι παρόμοιο, δεν φαίνεται να ενοχλεί και τόσο τις νεοφιλελεύθερες ελίτ της χώρας, η οποία για την ώρα δεν μπορεί καν να προσφέρει ένα αξιοπρεπές σύστημα υγείας, συνταξιοδότησης και παιδείας στον ελληνικό λαό. Η θέση αυτή της Ελλάδας είναι απαράδεκτη και αφελής.

Όχι μόνο διότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ωφεληθεί στο Αιγαίο, αλλά και διότι είναι, με την υπογραφή της, μία απ’ τις εγγυήτριες δυνάμεις της ασφάλειας και της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και είναι απολύτως συνυπεύθυνη για το πού έχει φτάσει σήμερα αυτή η χώρα, τουλάχιστον απ’ το 1955 και μετά, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά.

Η Ελλάδα κατείχε πάντοτε εξαρτημένη-δυναστευόμενη θέση μέσα στην ευρωατλαντική συμμαχία κι εδώ εδράζεται ο ενδοτικός χαρακτήρας της αστικής της τάξης έναντι των κελευσμάτων του ευρωατλαντισμού και των τετελεσμένων που διαχρονικά δημιουργεί η Τουρκία. Η Τουρκία δεν πρόκειται να σταματήσει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και στην Κύπρο ακόμη κι αν επιτευχθεί συμφωνία σε όλα, με ή χωρίς τη “βούλα” της Χάγης. Η Τουρκία ζητάει 10, παίρνει πέντε και μετά επανέρχεται για να ζητήσει άλλα 10 για να πάρει τα πέντε που δεν πήρε τη πρώτη φορά. Και ούτω βοήσωμεν! Συμπέρασμα: παζάρια αυτού του είδους και με τέτοια ατζέντα πρέπει να σταματήσουν.

Η ελληνογαλλική συμφωνία

Οι ελληνικές ελίτ καλλιεργούν την εντύπωση ότι η ενίσχυση των αμυντικών δομών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε Αλεξανδρούπολη, Στεφανοβίκειο και Σούδα ενισχύουν την ελληνική αποτροπή έναντι της τουρκικής απειλής, όπως ενισχύει την ελληνική αποτροπή και η ελληνογαλλική συμφωνία. Δεν συμφωνώ μ’ αυτή την ερμηνεία. Οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ δεν σημαίνουν τόσο προστασία από την Τουρκία αλλά, κατά το μάλλον, πίεση από τις ΗΠΑ πάνω στις ελίτ της χώρας για συγκυριαρχία σε Αιγαίο και Κύπρο (μετά από διαπραγματεύσεις, ανοιχτών ή κεκλεισμένων των θυρών) μαζί με τη Τουρκία.

Η συμφωνία με τη Γαλλία υπάγεται στις ΗΠΑ, δεν είναι ενάντια στις ΗΠΑ, και δεσμεύει την Ελλάδα σε συμμετοχή στρατιωτικών αποστολών εκτός ελληνικής επικράτειας, ενάντια σε άλλους λαούς και χωρίς απτό όφελος για τα ελληνικά λαϊκά συμφέροντα. Εξάλλου, αυτές είναι οι θέσεις των ΗΠΑ και της Γαλλίας, όχι η ενίσχυση της ελληνικής αποτροπής έναντι του τουρκικού περιφερειακού ιμπεριαλισμού, επί τη βάση της ειδικής ανεξάρτητης στρατιωτικής βαρύτητας της Ελλάδας ως συμμάχου.

Η συμμαχία με τη Γαλλία θα είχε νόημα όταν εντασσόταν σ’ ένα ελληνικό, ανεξάρτητο σχέδιο αποτροπής που θα κάλυπτε τις ΑΟΖ και τον εναέριο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας ως ένα ενιαίο χώρο ενδυναμώνοντας και ενεργοποιώντας το ενταφιασμένο Δόγμα του “Ενιαίου Αμυντικού Χώρου”. Παραπέρα, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου δεν σημαίνει απλά προέκταση και κάλυψη των αμυντικών αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας εκ μέρους της Ελλάδας, αλλά, κυρίως, ενδυνάμωση της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μηχανισμών αποτροπής της ενάντια στα στρατεύματα κατοχής και στην τουρκική απειλή γενικότερα.

Ο Μακάριος και το Κυπριακό

Η θέση του Μακάριου ήταν πάντοτε η εξής: η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να ενισχύεται ως ανεξάρτητο κράτος προσφέροντας άπλετα δημοκρατικά δικαιώματα σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών και των Τουρκοκυπρίων, και αυτό πρέπει να γίνεται στο βαθμό που δεν συντρέχουν ρεαλιστικές προϋποθέσεις για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Η Κυπριακή Δημοκρατία θα διαλυθεί μόνο μέσω της διαδικασίας της ενώσεως με την Ελλάδα. Η θέση αυτή του Μακάριου υπονομεύτηκε περισσότερο από τους Καραμανλή και Αβέρωφ και λιγότερο απ’ τον Γεώργιο Παπανδρέου τη δεκαετία του 1960. Ο Μακάριος έβρισκε στήριξη μόνο στον Ανδρέα Παπανδρέου και στην ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού.

Η υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ σε σχέση με τις προτεραιότητές τους στην Ανατολική Μεσόγειο και την πρωτοκαθεδρία της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας δεν έχει αλλάξει, παραμένει η ίδια. Αμετάλλακτη, ωστόσο, παραμένει και η θέση τους περί μη-πολέμου, πάσει θυσία, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό, πιστεύω, είναι και το κλειδί που μας αναγκάζει να ενσκύψουμε στη θεωρητική μελέτη των πραγματολογικών παραμέτρων μιας σοσιαλιστικής πολιτικής των ορίων ή των άκρων.

Λέω “σοσιαλιστικής”, διότι είναι προφανές ότι οι αστικές ελίτ έχουν δεσμευτεί σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο πρακτικών και έξωθεν καθοδηγούμενων λύσεων οι οποίες κάθε άλλο παρά συνάδουν προς το συμφέρον του λαού και της χώρας. Αλλά αυτό το πολύ σημαντικό θέμα απαιτεί ένα ιδιαίτερο χώρο ανάλυσης.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.