Ολυμπιακοί Λονδίνο 1948: Τα όνειρα μιας εφηβείας

 


Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

Λονδίνο, 1948. Η Ολλανδέζα Φάνι Μπλάνκερς Κοέν, μητέρα δύο παιδιών, κερδίζει τέσσερα χρυσά μετάλλια στα 100μ, 200μ, 80μ εμπόδια και 4Χ100. Είχε πρωτοεμφανιστεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, αλλά ο πόλεμος που ενδιάμεσα είχε ξεσπάσει, διέκοψε την αναμενόμενη αθλητική της πορεία.

Μετάλλια κρεμασμένα πάνω από μωρουδιακά κρεβατάκια. Υποθέτω πως όταν ήταν παιδί θα προτιμούσε να τρέχει στους ίσιους δρόμους της πατρίδας της, παρά να χρησιμοποιεί ένα ποδήλατο… Αστειεύομαι… Αλλά και γιατί να μην είχε συμβεί κάτι τέτοιο; Η χώρα της ήταν, έτσι κι αλλιώς, τόσο επίπεδη, με τόσο πλούσιο και υγρό χώμα, με τόσο πράσινο χορτάρι… Μια χώρα που σε προκαλεί να την περπατήσεις… Γιατί όχι και να μην την διασχίσεις τρέχοντας.

Ναι, αυτό εκείνη έκανε! Έτρεχε! Τα λιβάδια απλωνόντουσαν έως εκεί που έφτανε η ματιά της. Οι αγελάδες και κάποια πρόβατα μένανε σχεδόν ακίνητα καθώς βοσκούσαν. Και μόνο κάποια κανάλια έδειχναν μια διάθεση κίνησης. Τα νερά τους, γκρίζα και σκοτεινά, αφήνονταν σε μια χαμηλών διαθέσεων μετακίνηση.

«Πετάω!»

Ο ήλιος συνήθως φλερτάριζε με τα σύννεφα. Τις περισσότερες φορές δεχότανε να δαμασθεί από την μελαγχολική κυριαρχία τους. Και οι άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της ανεβασμένοι σε λαμπερά ποδήλατα. Την προσπερνούσαν ίδια με στιγμιαίες αστραπές μιας μακρινής μπόρας. Αλλά εκείνη προτιμούσε να υπάρχει ανάμεσα σε όλα αυτά, τρέχοντας. Της άρεσε, πόσο της άρεσε να τρέχει.

Της λέγανε πως έμοιαζε με μικρή καμηλοπάρδαλη –λεπτή, αδύνατη, φωτεινή– που είχε βρεθεί από τους τόπους της πυκνής βλάστησης, στα μέρη του χορταριού και των ήσυχων μικρών ποταμιών. Κι εκείνη γελούσε. Μα προτιμούσε να παρομοιάζει τον εαυτό της με ένα μικρό γλάρο. Ένα γλάρο που αντί να έχει επιλέξει τον αέρα για τις πτήσεις του, είχε διαλέξει το πυκνό χορτάρι και τους δρόμους που θυμίζανε καλοτεντωμένες κορδέλες.

«Δεν τρέχω!» δήλωνε, «Πετάω!» Πετούσε. Μαζί με τα όνειρα των παιδικών και εφηβικών της χρόνων. Πετούσε αφήνοντας τις σφιχτοπλεγμένες ξανθιές κοτσίδες της να ανεμίζουν στο ρυθμό ενός σταθερού τρεχαλητού. Πετούσε. Ήταν γρήγορη. Κάποιοι της είπανε πως έχει ταλέντο. Τι ταλέντο; –αναρωτήθηκε εκείνη. Θέλει ταλέντο για να αγαπάς το χάδι του ανέμου στα πρόσωπό σου; Ταλέντο θέλει να αισθάνεσαι ίδια με πτηνό του εδάφους; Θέλει ταλέντο για να επιτρέψεις στα πόδια σου να γευτούν όχι μόνο την μονότονα κυκλική κίνηση των πεντάλ, αλλά και την υπέροχη αίσθηση να πιέζουν τον υγρό χώμα;

Τα όνειρα και το ταλέντο

«Θέλει ταλέντο!» της επιμένανε. «Τα σκέφτεσαι όλα αυτά, γιατί ακριβώς έχεις ταλέντο», της εξηγούσανε. «Προορισμένη είσαι να διαπρέψεις. Μια αθλήτρια θα γίνεις. Μια πρωταθλήτρια των δρόμων ταχύτητας!». Της σχεδιάζανε το μέλλον. Εκείνη ήταν μια κοπελίτσα. Και λαχταρούσε να φτιάχνει όνειρα, ποια είναι τα όνειρα που αρέσουν σε ένα κορμί που αναπτύσσεται διασχίζοντας τις αποστάσεις με την ταχύτητα μιας άγριας περιστέρας ή ενός ατίθασου γλάρου;

Είναι τα όνειρα που μιλάνε για τον θρίαμβο και τη δόξα. Για το χειροκρότημα και τις επευθυμίες. Τα όνειρα της αναγνώρισης. Τα όνειρα… Όνειρα που σε κάνουν να θες να γίνεις μια Ολυμπιονίκης. Η χώρα της ήταν μικρή. Οι συμπατριώτες της ήταν λίγοι. Σε μικρή χώρα, με λίγους κατοίκους, λίγα και τα ταλέντα.

«Είναι μικρή, ακόμα!» κάποιοι διστάζανε. «Ας βρεθεί μέσα στο κλίμα των αγώνων. Ό,τι κι αν καταφέρει κέρδος θα της είναι!… Εμπειρία!» Κι έτσι έγινε και βρέθηκε στην καρδιά μιας πόλης που διοργάνωνε τη γιορτή της ειρήνης, την ίδια στιγμή που στελέχωνε τις στρατιές του τρόμου. Εκείνη δεν κατάλαβε, δεν μυρίστηκε το φόβο που κυκλοφορούσε στους υπονόμους της πόλης. Εκείνη αφέθηκε στους ήχους των αγωνισμάτων και στις υπέροχες ζητωκραυγές για όσους προσπαθούσαν τον ειρηνικό αγώνα.

Εκείνη δεν έμεινε στον όποιο προβληματισμό που μπορεί να σημείωνε τον επερχόμενο κίνδυνο. Ντύθηκε τα ρούχα της άμιλλας και γεύτηκε τον δροσερό ιδρώτα της προσπάθειας.
Η αποτυχία δεν την κλόνισε. Κι έπειτα της είχαν πει, το είδε και μόνη της, πως αυτός ήταν ο κόσμος της, ο χώρος που θα μπορούσε να κάνει το παιδικό όνειρο, πράξη αναγνώρισης της ενήλικης γυναίκας.

Το όνειρο της εφηβείας

Μέστωνε, άλλωστε. Το σώμα δυνάμωνε, τα πόδια ξέρανε τους τρόπους να διασχίζουν πιο γρήγορα τις αποστάσεις. Μέστωνε και ωρίμαζε. Στους επόμενους αγώνες θα ήταν μια πρωταγωνίστρια. Οι επόμενοι αγώνες… δεν το ήξερε πως θα αργούσαν τόσο πολύ να γίνουν. Εκείνα που της το έμαθαν ήταν ο ήχος των όπλων, οι κραυγές της απόγνωσης, η μυρωδιά της τρομοκρατίας. Ο θάνατος.

Κι έτσι της έμεινε… το τρέξιμο! Μόνο το τρέξιμο θα μπορούσε πια να τη σώσει. Όχι, δε θα της χάριζε την ενσάρκωση του ονείρου, μα θα της πρόσφερε το σωσίβιο της ψυχικής επιβίωσης. Θεέ, πόσο γρήγορα γερνά το σώμα ενός αθλητή! Και πόσα είναι αυτά που το κορμί μιας γυναίκας δε θέλει να στερηθεί, θέλει να γνωρίσει.

Το χάδι της αντρικής παλάμης, την ανάσα του έρωτα να της συντροφεύει στον ύπνο, το κάρπισμα της μήτρας, τη μετατροπή αυτού του κορμιού από σάρκα σε κοίτη νέας ζωής. Και μετά το κανάκεμα του ίδιου σου του βλασταριού και το ξεκούρασμα πλάι στον σύντροφο…

Δεν τολμήσανε να της πούνε πως η απόλαυση όλων αυτών ίσως να έδιωχνε μακριά το όνειρο της εφηβείας. Για ποιο όνειρο να της μιλούσαν, όταν ένας ολόκληρος κόσμος χανότανε, όταν εκείνο το περιστέρι της ειρήνης είχε ή κρυφτεί στα πιο απόκρημνα βράχια μιας παραλίας ή και –γιατί όχι– θανάσιμα πληγωθεί, καθώς προσπαθούσε να λουφάξει στα καπνισμένα απομεινάρια πόλεων και μικρών χωριών.

Η ανάσα της ειρήνης

Δεν της το είπανε αυτό. Αλλά εκείνη το είχε σκεφτεί. Είχε σκεφτεί και το θάψιμο του ονείρου και το πόσο μπορεί να της κόστιζε όλο αυτό το απόλυτο δόσιμο στον έρωτα και τη μητρότητα. Αλλά επειδή τα είχε όλα σκεφτεί, είχε και αποφασίσει πως ήταν τα μόνα που μπορούσε να κάνει. Ήθελε να ζήσει. Και μέσα σε ένα πόλεμο ζεις μόνο όταν όχι απλώς και μόνο επιβιώνεις, αλλά και πιστεύεις στην τελική νίκη της ειρήνη. Δεν ελπίζεις, μα πιστεύεις.

Εκείνη θα συντηρούσε την ανάσα της ειρήνης ανακαλύπτοντας και πιστεύοντας στον έρωτα, υπηρετώντας την μητρότητα και… –εδώ κρυφοχαμογελούσε– μηδέποτε εγκαταλείποντας το όνειρο που της ανέμιζε, κάποτε, τις δυο κοτσίδες. Πάντα έτρεχε. Πάντα συνέχιζε να τρέχει. Πάντα τα πόδια της απαξιούσαν την κυκλικές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Έτρεχε και περίμενε. Ήταν ο δικός της αγώνας.

Ο πόλεμος θα τελειώσει και θα τελειώσει δίκαια, όταν πιστεύεις πως από το δικό σου προσωπικό όραμα κρατιέται όλη η ύπαρξη μιας παγκόσμιας επαναφοράς της ειρήνης.
Στα παιδιά της μίλαγε για εκείνη την ανάμνηση από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που είχε γνωρίσει.

Τα παιδιά όλου του κόσμου

Την ακούγανε, ήταν πολύ μικρά για να την καταλάβουν, αλλά τα λόγια της κυκλοφορούσανε μέσα στα τρυφερά τους όνειρα και σκεπάζανε τους απόηχους από τις κραυγές των θυμάτων, τα κλάματα και τα αγκομαχητά των επιζώντων, προσφέρανε τη φρεσκάδα της μυρωδιάς τους στα τρυφερά ρουθούνια τους που τα κάλυπτε η σκόνη των βομβαρδισμών. Και ήταν μια βραδιά που τους υποσχέθηκε πως κάποια μέρα πάνω από τα κρεβάτια τους θα τους έστηνε για να τα φωτίζει και να παίζει μαζί τους, ένα χρυσό ήλιο.

Ήλιο δικό της, χαρισμένο σε αυτά. Η προσπάθεια της ήταν στηριγμένη στο όνειρο που δεν παραδόθηκε, στην ελπίδα που νίκησε, σε δυο παιδιά που συμβολίζανε το πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Κράτησε την υπόσχεσή της. Οι ήλιοι κρεμαστήκανε στα κρεβατάκια των παιδιών της. Την ώρα που τα κοίταζε να κλείνουν τα βλέφαρα θαμπωμένα από τη λάμψη της ελπίδας, ήταν τόσο ανθρώπινα ευτυχισμένη.

Τα παιδιά της, ήταν σαν όλα τα παιδιά όλου του κόσμου. Και πάνω από τα κρεβατάκια των παιδιών όλου του κόσμου μπορούσε να δει τους χρυσούς ήλιους των ονείρων που αξιώθηκαν την ενσάρκωσή τους. Όλων των ονείρων. Των δικών της, των φίλων, των συμπατριωτών… Της ανθρωπότητας.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.