Πληγωμένη καρδιά



 Γράφει ο Δημήτρης Νανούρης

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΙ στον υψηλό επισκέπτη, ως ένδειξη αβροφροσύνης αντάξιων επιγόνων του Ξενίου Διός, οι παρακάτω στίχοι του σπουδαίου Κούρδου ποιητή Αχμέτ Αρίφ, που γεννήθηκε στο Ντιαρμπακίρ το 1927 και πέθανε τέτοιες μέρες του 1991 στην Αγκυρα:

ΚΟΥΡΔIΣΤΑΝ, πατρίδα μου/ καταπιεσμένη χώρα/ χώρα των αμπελιών και των κήπων/ πετάς στα μαύρα ντυμένη/ κι από την αθλιότητα η καρδιά σου μια πληγή/ η αφύπνιση του λαού σου δεν ήρθε/ Κουρδιστάν, πατρίδα μου./ Με τον ερχομό της νίκης θα σε στολίσουν/ κι αυτό θα σου ’ναι χαρούμενο μήνυμα/ γιατί τα θαρραλέα τέκνα σου και οι κόρες/ μια καινούργια κοινωνία θα χτίσουν./ Τους εχθρούς σου για πάντα θα διώξουν/ θα υψώσουν ψηλά: τ’ όνομά σου/ Κουρδιστάν, πατρίδα μου./ Απ’ τα κανόνια μολύβια κι άνθη θα βγουν/ ποτέ πια ψέμα κι απάτη/ κορίτσια κι αγόρια μια καρδιά/ μέρα και νύχτα δεν θα ησυχάζουν/ χωρίς παράπονα και θρήνους/ θα γνωρίζουν καλά, τι θέλουν/ Κουρδιστάν, πατρίδα μου.

ΤΡΙΑΝΤΑ ΤΡΕΙΣ ΣΦΑΙΡΕΣ Αυτό το βουνό, είναι το βουνό του Μεγκενέ/ όταν απλώνεται το πρώτο φως της αυγής στη Βαν./ Αυτό το βουνό είναι παιδί του Νεμρούτ/ όταν απλώνεται το πρώτο φως της αυγής απέναντι στο Νεμρούτ./ Η μια του πλευρά, με στοίβες το χιόνι, ο ορίζοντας του Καύκασου./ Η άλλη του πλευρά, πλουμιστό χαλί, στα χέρια του Πέρση./ Στις κορυφές του τσαμπιά οι πάγοι/ στα κεφαλόβρυσα φυγάδες αγριοπερίστερα/ και αγέλες ζαρκαδιών/ κοπάδι οι πέρδικες…// Τη γενναιοψυχία δεν μπορεί να αρνηθεί/ σ’ αγώνα σώμα με σώμα. Σε μονομαχία ποτέ δεν ηττήθηκαν/ εδώ και χιλιάδες χρόνια, τα παιδιά αυτού του τόπου./ Ελα, πώς να δώσουμε την είδηση;/ Αυτό δεν είναι σμήνος γερανών/ δεν είναι αστερισμοί στον ουρανό/ μα μια καρδιά με τριάντα τρεις σφαίρες./ Τριάντα τρεις ανάβρες αίμα/ δεν χύνονται/ έχουν σχηματίσει λίμνη σ’ αυτό το βουνό…// Στο κάτω μέρος της ανηφοριάς πετάχτηκε ένας λαγός/ η ράχη του καστανό και γκρίζο/ η κοιλιά του κάτασπρη, λευκή σαν γάλα/ ένας λαγός βουνίσιος. Με δυο ψυχές, ο δόλιος,/ έτσι, με την ψυχή στο στόμα ο καημένος/ ξυπνάει του ανθρώπου τη μεταμέλεια/ ήσυχοι ήταν, ήσυχοι ήταν οι καιροί/ δίχως ψεγάδι, ολόγυμνη η πρωινή αυγή.// Κοίταξε ένας από τους τριάντα τρεις/ στο στομάχι του αίσθημα βαρύ το κενό της πείνας/ μαλλιά, γένια – μια παλάμη/ ψείρα στο γιακά του./ Κοίταξε τα χέρια του. Χτυπημένα./ [...] Εκτελέστηκε η διαταγή θανάτου/ στη γαλανή ομίχλη του βουνού/ και το μισοκοιμισμένο αγέρι της αυγής/ βάψανε με αίμα./ Μετά σ’ εκείνο το σημείο σταύρωσαν τα όπλα τους./ Τους κόρφους μας ψηλάφισαν μεθοδικά/ όλα τα έκαναν φύλλο και φτερό/ πήρανε το άσπρο μου ζωνάρι, το κεντημένο στο Κιρμανσάχ/ το κομπολόι μου, την ταμπακέρα μου και φύγανε./ Και ήτανε όλα δώρα από το Ατζέμελι./ [...] Μέσα μας δεν έχει ζεσταθεί το διαβατήριο./ Αυτό είναι το έγκλημά μας, η αιτία που μας αποδεκατίζουν./ Το άλλο μας όνομα πια, είναι συμμορίτης/ κατσαχτσής/ ληστής/ προδότης./ Κιρβέ μου, έτσι ακριβώς να γράψεις την ιστορία μου/ ίσως να τη νομίσουν παραμύθι./ [...] Χτυπήστε ρε, χτυπήστε/ εύκολα δεν πεθαίνω εγώ./ Χόβολη έχω στο τζάκι/ έχω πολλά να πω/ για όποιον μπορεί να καταλάβει./ Ο πατέρας μου τα μάτια του έδωσε στο μέτωπο της Ούρφα/ και τα τρία του αδέρφια,/ τρία κυπαρίσσια καμαρωτά,/ δεν είχαν χορτάσει τη ζωή, τρεις βράχοι των βουνών,/ στους πύργους, στους λόφους, στους μιναρέδες.../ [...] Κιρβέ μου, έτσι ακριβώς να γράψεις την ιστορία μου/ ίσως να τη νομίσουν παραμύθι./ Δεν είναι τριανταφυλλένια στήθια/ σφαίρα ντουμ-ντουμ/ έσκασε, κομμάτιασε το στόμα μου….

από efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.