Μίνως Ζώτος
Γράφει ο Δημήτρης Νανούρης
«ΚΟΝΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ, πρόσωπο μελαχρινό, ωραία μαλλιά. Το μάτι τού γλύκαινε πιο πολύ την ήμερη όψη, μα κι έκοβε μαζί, διαπεραστικό. Φοριόταν πάντα του καλά και συχνά γύριζε ξεσκούφωτος. Είχε κέφι σχεδόν αδιάκοπο, μιλούσε και χαριτολογούσε ολωσδιόλου αβίαστα κι όσο γι’ απαγγελία ποτέ δεν κουραζόταν να λέει ποιήματα...
Σύχναζε ταχτικά στα καφενεία. Μαγερειό δεν άλλαζε – ήταν ανοικονόμητος και με όλο το μισθό που έπαιρνε έμενε ολοένα χρεωμένος... Η ποίηση τον είχε αφοσιωμένο της πιστό. Απ’ όλα τ’ αφηρημένα ονόματα που μοιράζουνται τη λόξα μας, μονάχα εκείνη κυβερνούσε την ψυχή του». Ετσι περιγράφει ο Γιώργος Κοτζιούλας τον στενό του φίλο Μίνωα Ζώτο, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες του 1905 στο Νιοχώρι Παραχελωίτιδος. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και το 1922 γράφτηκε στη Νομική, την οποία εγκατέλειψε για να δοθεί ολόψυχα στην ποίηση και την μποέμικη ζωή.ΝΤΕΛΙΡΙΟ ΘΑΝΑΤΟΥ Ο αέρας βογγάει στις καστανιές,/ σιμώνουν βαρυχειμωνιές./ Αγρια νυχτιά μέσα στο δάσο/ ποτέ μου δεν θα σε ξεχάσω.// Δέντρα στου ανέμου την οργή/ βαριά σωριάζονται στη γη/ πέρα, μηνώντας κρύους θανάτους/σκούζουν τ’ αγρίμια στη μονιά τους.// Κι απάνω στη ραχούλα εκεί,/ τραχιά του δάσου μουσική,/ ουρλιάζουν θριαμβικά δυο λύκοι,/ σα να γιορτάζουν άγρια νίκη.// Μέσα σ’ αυτή την ταραχή/ μου αναταράζεται η ψυχή/ κι έτσι από μένα να πηδήξει/ και με τον άνεμο να σμίξει.// Ω! τι μεγάλα κυνηγώ/ και τι μικρός οπού ’μαι εγώ.
ΤΟΝ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ ο παράφορος όσο και ανεκπλήρωτος έρωτάς του για τη Μαρία Πολυδούρη και πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη όταν εκείνη πεθαίνει το 1930. Τον αποτελειώνει η φυματίωση το 1932, στα 27 του. Λυρικός και μετασυμβολιστής, εμπλούτισε με αλλόκοτο ρίγος την ποίηση. Αλλεπάλληλες μελέτες για το έργο του τα τελευταία χρόνια φωτίζουν το ευδιάκριτο αποτύπωμά του στα ελληνικά γράμματα. Αφιερωμένος στη Μαρία Πολυδούρη ο επίλογος.
ΑΓΑΠΗ «Μη σε ταράζουν άδικες αμφιβολίες για μένα/ μη στέκεις σαν ερώτημα μπροστά στον έρωτά μου./ Εγώ είμαι πλέον ολόκληρος γεμάτος από σένα/ και νιώθω την αγάπη σου βαθιά στα κύτταρά μου…// Με ίδια αγωνία σ’ αναζητούν στις αγρυπνίες μου τώρα/ τα χέρια μου, τα μάτια μου, τα χείλη μου, η ψυχή μου./ Κάθε μια μέρα που περνάει, κάθε στιγμή, κάθε ώρα/ μου δένει όλο σφιχτότερα μ’ εσέ την ύπαρξή μου.// Αν δεν απλώνω απάνω σου περίπαθα τα χέρια/ την ντελικατοσύνη σου μην τύχει και λυγίσουν,/ τα μάτια μου όλο ατέλειωτη στοργή κι αγάπη πλέρια/ για όσα τα χείλη κρύβουνε τολμούν να σου μιλήσουν.// Κι αν κάπου κάπου η λάμψη των απάντεχα θολώνει/ καθώς σε βλέπω ακίνητη στου μαρτυρίου την κλίνη,/ είναι γιατί σα σύννεφο τότε θολό τα ισκιώνει/ το φοβερό ενδεχόμενο που απάνω σου βαρύνει.// Ω!.. άσε τα τότε σε βροχή δακρύων ναν το σκορπούνε/ άσε να κλαίω στην τύχη σου τη μαύρη μου ειμαρμένη/ και μη λυπάσαι∙ είν’ εύπιστα τα μάτια που αγαπούνε/ κι αν κλαίνε τώρα θα γελούν σε λίγο, αγαπημένη».
από efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια: