Γιατί η Δύση “θυμήθηκε” ξαφνικά τους Ουιγούρους στην Κίνα



 Γράφει ο Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Η καταπίεση των Ουιγούρων στην επαρχία Σινγιάνγκ είναι από τα πλέον “αγαπημένα” ζητήματα που εγείρει η Δύση ενάντια στην κινεζική κυβέρνηση, εδώ και κάποιους μήνες. Μια από τις τελευταίες πράξεις, μάλιστα, των ΗΠΑ υπό την προεδρία Τραμπ ήταν να κατηγορήσει ευθέως την Κίνα για γενοκτονία εναντίον των Ουιγούρων, προκαλώντας την οργή του Πεκίνου που “θύμισε” στον κόσμο τη μεταχείριση των ιθαγενών στην ίδια την Αμερική.

Είχε προηγηθεί το 2020, το νομοσχέδιο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ουιγούρων, που επιτρέπει στις αμερικανικές αρχές την παρακολούθηση, επιβολή κυρώσεων σε Κινέζους αξιωματούχους. Επί Μπάιντεν, η Ουάσιγκτον σηκώνει ακόμη πιο ψηλά το θέμα, ενώ τις τελευταίες εβδομάδες του Μαρτίου ενεπλάκησαν και το Ηνωμένο Βασίλειο, η ΕΕ και ο Καναδάς, αποφασίζοντας κυρώσεις εναντίον επίσης Κινέζων αξιωματούχων.

Αυτές περιλαμβάνουν πρόσωπα που θεωρείται ότι εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε πρακτικές καταπίεσης των Ουιγούρων, όπως αναγκαστική εργασία, μαζικές κρατήσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.ά. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε τις διατυπώσεις του προκατόχου του περί γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Από την πλευρά της η Κίνα αρνήθηκε της κατηγορίες, απάντησε με τις δικές της κυρώσεις εναντίον προσώπων και φορέων, ενώ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, υποδαυλίζοντας μποϋκοτάζ ενάντια σε δυτικές πολυεθνικές, όπως η αλυσίδα ένδυσης H&M. Ο λεκτικός πόλεμος συνεχίστηκε –και συνεχίζεται στο Twitter– με ανταλλαγές κατηγοριών και χαρακτηρισμών, ακόμα και από διπλωμάτες και υψηλόβαθμα στελέχη ένθεν κακείθεν.

Εταιρείες και μποϋκοτάζ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υπόθεση έχει εργαλειοποιηθεί πολιτικά και από τις δύο πλευρές, σε βαθμό που χάνει την ουσία της. Είναι ενδεικτικό ότι η πρακτική του μποϋκοτάζ έχει ουσιαστικά γυρίσει μπούμερανγκ για τις μεγάλες δυτικές πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της ένδυσης-υπόδυσης, της αυτοκινητοβιομηχανίας, της τεχνολογίας αλλά και της αγροτοδιατροφής. Η εμπλοκή των εταιρειών αυτών δεν είναι καινούρια.

Για την ακρίβεια, ήταν το Μάρτιο του 2020 που ερευνητικό ινστιτούτο της Αυστραλίας δημοσίευσε έκθεση, σύμφωνα με την οποία τουλάχιστον 83 ξένες και κινεζικές εταιρείες ωφελούνται άμεσα ή έμμεσα από την καταναγκαστική εργασία Ουιγούρων. Σύμφωνα με την έκθεση, από τα εργοστάσια ηλεκτρονικών ως τις βαμβακοκαλλιέργειες, υλικά, εξαρτήματα και πρώτες ύλες που προέρχονται από την επαρχία Σινγιάνγκ χρησιμοποιούνται στις αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού εταιρειών όπως η Adidas, η Amazon, η BMW, η Nike, η Apple, η Calvin Klein κ.ά.

Φέτος, επιτροπή εμπειρογνωμόνων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλέστηκε πληροφορίες που συνδέουν 150 κινεζικές και ξένες εταιρείες με την παραβίαση των δικαιωμάτων Ουιγούρων εργατών. Ζήτησε, επίσης, από την κινεζική κυβέρνηση να επιτρέψει σε κλιμάκιο της Αρμοστείας να διεξάγει επιτόπια έρευνα στην Σινγιάνγκ, καθώς και από 13 κράτη στα οποία εδρεύουν οι εν λόγω εταιρείες να πάψουν να αγνοούν επιμελώς την εφαρμογή διεθνών προδιαγραφών από αυτές.


Διφορούμενη η στάση των πολυεθνικών

Εμμέσως, οι εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ δείχνουν πώς η Δύση τηρεί δύο μέτρα και δύο σταθμά, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη μη ενιαία γραμμή των ίδιων των πολυεθνικών, για τις οποίες η Κίνα από τελεί μια τεράστια αγορά, αν όχι η μεγαλύτερη. Για παράδειγμα, η Hugo Boss και η Asics, με τοποθετήσεις στους στο Weibo (το κινεζικό “Facebook”) δήλωσαν ότι θα συνεχίζουν κανονικά να προμηθεύονται βαμβάκι από την επαρχία Σινγιάνγκ και ότι σέβονται την εθνική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κίνας.

Η ASICS διέψευσε λίγες μέρες αργότερα ότι αυτή είναι η επίσημη θέση της εταιρείας, διευκρινίζοντας ότι τα προϊόντα τους δεν περιέχουν βαμβάκι από το Σινγιάνγκ. Νωρίτερα, άλλες γνωστές μάρκες όπως η ZARA, η Adidas, η New Balance, η Nike και η H&M είχαν τοποθετηθεί ξεκάθαρα ενάντια στις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καταναγκαστική εργασία. Άλλες εταιρείες διαβεβαίωσαν ότι δεν εμπλέκονται και άλλες ότι ερευνούν σε βάθος την αλυσίδα εφοδιασμού τους.

Πολλές από αυτές, όμως, είχαν δεχθεί κατηγορίες από φορείς υπέρ των Ουιγούρων ότι εμπλέκονταν ενεργά σε λόμπινγκ, το Δεκέμβριο του 2020, ώστε το σχετικό νομοσχέδιο που προωθούσε η αμερικανική κυβέρνηση να τροποποιηθεί ή ακόμα και να “παγώσει” στη Γερουσία. Μετά, λοιπόν, από αυτές τις παλινωδίες, τις πολιτικές πιέσεις και την ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης αυτής της κρίσης από τα τμήματα δημοσίων σχέσεων αυτών των εταιρειών, έχουν βρεθεί σε τέλμα.

Χάρη στα social media και τον έλεγχο που ασκεί η κυβέρνηση της Κίνας στη δημόσια συζήτηση της χώρας, όλο και περισσότεροι Κινέζοι καταναλωτές μποϊκοτάρουν, για παράδειγμα, την H&M, την κορεάτικη Lotte, ακόμα και ξενοδοχειακές αλυσίδες όπως η Marriott. Η μία μετά την άλλη χάνουν την πρόσβασή τους στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφαρμογές για κινητά, με αποτέλεσμα να αποκόπτονται από το καταναλωτικό κοινό τους.

Ουιγούροι φονταμενταλιστές

Προφανώς η Κίνα ακολουθεί μια πολιτική καταστολής στην επίμαχη επαρχία, και μάλιστα όχι τώρα, αλλά από τη δεκαετία του ‘50, οπότε και ο έλεγχος της περιοχής πέρασε από τη Σοβιετική Ένωση στην Κίνα και οι Ουιγούροι απέκτησαν τυπικά αυτόνομο καθεστώς. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και ύστερα, ένα ρεύμα ισλαμικού φονταμενταλισμού (ένα θέμα που χρήζει άλλης αναφοράς) υπερκέρασε τα ζητήματα εθνικής αυτοδιάθεσης των Ουιγούρων, κάτι που κίνησε το χέρι του Πεκίνου.

Η θέση της κινεζικής κυβέρνησης, όμως, πέρα από το να αρνείται τα περί καταπίεσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ότι οι επιχειρήσεις καταστολής αφορούν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Μια ρητορική που “δανείστηκε” από τους ίδιους τους Αμερικανούς, και ίσως όχι εντελώς άδικα. Το λεγόμενο “Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν” χαρακτηρίστηκε επισήμως τρομοκρατική οργάνωση το Σεπτέμβριο του 2002 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επίσης, να θυμίσουμε ότι ήταν οι ίδιες οι ΗΠΑ που έστειλαν δεκάδες Ουιγούρους στο Γκουαντάναμο, ως υπόπτους για τρομοκρατική δράση.

Πιο πρόσφατα, στον πόλεμο της Συρίας, το καθεστώς Άσαντ προειδοποιούσε ότι περίπου 5.000 Ουιγούροι είχαν ταξιδέψει από τη βορειοδυτική Κίνα για να ενταχθούν ως μαχητές στους κόλπους του ISIS και άλλων ισλαμικών εξτρεμιστικών ομάδων. Εκεί δημιούργησαν το τζιχαντιστικό “Ισλαμικό Κόμμα του Τουρκεστάν” που έλαβε μέρος σε δεκάδες μάχες εναντίον και του Δυτικού Συνασπισμού εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Ενώ μέχρι και σήμερα, αρκετοί Ουιγούροι παραμένουν σε θύλακες της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (πρώην Τζαμπάτ Αλ Νούσρα), στη Μέση Ανατολή.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Τα θέματα που στην πραγματικότητα απασχολούν τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Δύσης είναι οικονομικής φύσης, εξού και η οργισμένη αντίδραση της Κίνας που μιλά για δυτική υποκρισία. Η αποστροφή της Wall Street Journal για το θέμα ήταν ενδεικτική: «Θα βοηθούσε να υπάρξει πρόοδος στο ζήτημα αυτό αν οι ΗΠΑ διευθετούσαν τα δικά τους προβλήματα, όπως τη μόνιμη φυλετική ανισότητα, τα εγκλήματα μίσους, την υποστήριξη προς άλλα καθεστώτα που έχουν “φτωχές επιδόσεις” στα ανθρώπινα δικαιώματα», όπως, ας πούμε τη Σαουδική Αραβία ή την Τουρκία…

Τι κρύβεται λοιπόν, πίσω από το όψιμο ενδιαφέρον των Δυτικών για τους Ουιγούρους, αν όχι η ανάγκη τους να πιέσουν την Κίνα σε οικονομικές και εμπορικές υποχωρήσεις; Πολύ πρόσφατα, ήταν η εκπρόσωπος των ΗΠΑ στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Κίνα που άφησε “παράθυρο” συνεννόησης, εν μέσω των διαβουλεύσεων που διεξάγονται στην Αλάσκα με Κινέζους αξιωματούχους.

Το επιτελείο του Μπάιντεν “κληρονόμησε” δασμούς σε αγαθά που προέρχονται από την Κίνα αξίας 370 δισ. δολαρίων ετησίως, με την Κίνα να απαντά με δασμούς σε αμερικανικά είδη αξίας 110 δισ. Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε αμερικανικές εταιρείες που έχουν την παραγωγή τους στην Κίνα ή προμηθεύονται υλικά-εξαρτήματα από εκεί.

Όμως η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένη να άρει τους δασμούς, αν η Κίνα δεν εκπληρώσει τη δέσμευσή της για απορρόφηση μεγαλύτερων ποσοτήτων αμερικανικών αγροτικών προϊόντων. Αντίστροφα, επενδυτικά συμφέροντα και επενδυτές των ΗΠΑ, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών Χανκ Πόλσον, πιέζουν για άρση των δασμών με αντάλλαγμα να υποχωρήσει η Κίνα σε ζητήματα κρατικής χρηματοδότησης των εταιρειών της. Αντιστοίχως, η κυβέρνηση Τζόνσον στη Βρετανία, όντως πια εκτός ΕΕ, δέχεται έντονες πιέσεις από τα εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα να ξεκινήσει συνομιλίες με την Κίνα για τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας, το συντομότερο δυνατό.

Αργά ή γρήγορα, τα κράτη της Δύσης θα τα “βρουν” με την Κίνα, δεδομένου ότι καμιά πλευρά δεν συμφέρει η συνέχιση του εμπορικού πολέμου. Και τότε, η εργαλειοποίηση των Ουιγούρων θα σταματήσει και το “λάβαρο” των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα ξαναμπεί στο συρτάρι.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.