Εργασία: 98 χρόνια και 2 μήνες πίσω



 Γράφει ο Γιάννης Σιώτος*

Πριν από μερικές ημέρες η κυβέρνηση διά του αρμόδιου υπουργού έκρινε ότι ήγγικε η ώρα των μεταρρυθμίσεων της... εργασίας. Στο μεταρρυθμιστικό μενού που ετοίμασε, περιλαμβάνονται: η νομιμοποίηση της απλήρωτης εργασίας, η μείωση του εργοδοτικού κόστους της υπερεργασίας και των υπερωριών, η μετατροπή του 8ωρου σε 10ωρο και όλα αυτά κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης.

Ο υπουργός χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα επίθετα επιχείρησε να εμφανίσει τη μετατροπή της εργασίας σε κοστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των εργοδοτών ως μείζονα καινοτομία, η οποία θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία να γίνει ανταγωνιστική και να ακολουθήσει τον βηματισμό των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Με απλά λόγια απέδωσε στην απλήρωτη εργασία, στο ωράριο- λάστιχο και στη μείωση αποδοχών μέσα από τις απλήρωτες υπερωρίες τον χαρακτήρα της μεταρρύθμισης και στην υποβάθμιση της συλλογικής διαπραγμάτευσης γνωρίσματα της προόδου. Ο λόγος του αποσκοπούσε να εμφανίσει τον ακρωτηριασμό κατοχυρωμένων εργασιακών δικαιωμάτων ως αναμέτρηση της προόδου με την οπισθοδρόμηση.

Είμαι σίγουρος ότι ο υπουργός Εργασίας, αλλά και ο πρωθυπουργός δεν έχουν καλή σχέση με το παρελθόν. Με την Ιστορία δηλαδή. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν την αγνοούν ή αν, επειδή τη γνωρίζουν, μπορούν να την προσαρμόζουν άλλοτε αποσιωπώντας, άλλοτε παραφράζοντας και άλλοτε επιλέγοντας βολικά αφηγήματα. Επιλέγω το επίθετο «ανιστόρητος» διότι αυτά που περιγράφουν την απόκρυψη ή την παραχάραξη, κατασκευάζουν μια εικόνα που δεν τους κολακεύει. Αν λοιπόν ήξεραν Ιστορία, θα γνώριζαν ότι όλα αυτά που πλασάρουν ως εκσυγχρονισμό και προσαρμογή, δεν είναι τίποτα παραπάνω από πισωγύρισμα. Θα καταγράψω μία ιστορία 98 ετών και 2 μηνών. Δεν την επέλεξα τυχαία. Είναι μια ιστορία στην οποία η πολιτική ηγεσία και εργοδοσία πίστευαν ότι η εργασία είναι σχεδόν συνώνυμη με την «ομηρία».

Πάμε λοιπόν πίσω στον Ιούνιο του 1923. Ο τόπος κινούνταν στον αστερισμό της απόγνωσης. Πρόσφυγες κοιμούνταν σε δρόμους, πλατείες, θέατρα, σχολεία και εκκλησίες. Οι ήχοι από τα πεινασμένα στομάχια έγιναν δημόσιοι. Η μπόχα των επιδημιών –τύφος, ευλογιά, οστρακιά– είχε γίνει η μυρωδιά των μεγάλων πόλεων. Οι περισσότεροι Ελληνες, παλιοί και νεοφερμένοι, είχαν μετατραπεί σε ομήρους της κερδοσκοπίας τροφίμων και συναλλάγματος που ενορχήστρωναν τραπεζίτες, χρηματιστές, βιομήχανοι, εφοπλιστές και μεγαλέμποροι, ακολουθούμενοι από την απαραίτητη σε αυτές τις περιπτώσεις «μαρίδα» που πίστευε ότι θα πλουτίσει σε μία εβδομάδα.

Τα στοιχεία που δημοσίευσε το περιοδικό «Οικονομολόγος» (τ. 273) «διά την ακρίβεια του βίου» αποκαλυπτικά: Σε ένα μόλις τρίμηνο (Δεκέμβριος 1922-Μάρτιος 1923) το ψωμί ακρίβυνε 33%, τα αυγά 40%, το τυρί 55%, το λάδι 62%, το ρύζι 76%, τα ζυμαρικά 87%, οι πατάτες 38%, τα ψάρια 100%, το κρέας 23-27%... Η δραχμή ήταν το νόμισμα της χώρας, αλλά ο νομισματικός παντοκράτορας ήταν η λίρα. Οι κερδοσκόποι επιτέθηκαν στη δραχμή και η ισοτιμία της από 167 δραχμές που ήταν στις 28 Σεπτεμβρίου 1922 (ισοτιμία της ελεύθερης αγοράς καθώς η επίσημη τιμή είχε παγώσει στις 140 δρχ.) έφτασε τον Μάρτιο του 1923 στις 433 δρχ.

Η ανεργία θέριζε. Οι μισθοί έγιναν φιλοδωρήματα. Η διογκούμενη δυσαρέσκεια ανάγκασε την κυβέρνηση να εγκρίνει αυξήσεις στους μισθούς και στα μεροκάματα, χαμηλότερες μεν από τον πληθωρισμό, αλλά που παρείχαν τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να έχουν ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι.

Ξαφνικά, τον Μάιο του 1923 η ανατιμητική κερδοσκοπία άλλαξε ρότα και έγινε υποτιμητική. Από τις 382 δραχμές –σε λίγες εβδομάδες– κατρακύλησε στις 143 δραχμές (25 Ιουνίου 1923). Οι σπεκουλαδόροι που κέρδισαν εκατοντάδες εκατομμύρια από τις ανατιμήσεις στα καταναλωτικά αγαθά, στο συνάλλαγμα και στις μετοχές-σαπάκια βρήκαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να συσσωρεύσουν και άλλα κέρδη.

Δεν ανέβασαν τις τιμές –τις κράτησαν σταθερές ή τις μείωσαν σε μικρότερο ποσοστό από την πτώση της λίρας– αλλά απαίτησαν να μειωθούν οι μισθοί και τα μεροκάματα. Για να ακριβολογούμε, δεν απαίτησαν, αλλά εκβίασαν. Για να αναγκάσουν τους εργαζόμενους να αποδεχτούν μειώσεις των μισθών, ανακοίνωσαν την εκ περιτροπής εργασία, το μειωμένο ωράριο και το κούρεμα στους μισθούς και στα μεροκάματα.

Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν και οι εργοδότες προχώρησαν σε απολύσεις και απειλές για κλείσιμο των επιχειρήσεών τους. Λιγνιτωρυχεία σ’ όλη την Ελλάδα έκλεισαν. Βυρσοδεψεία κατέβασαν τα ρολά. Αργαλειά στις κλωστοϋφαντουργίες σταμάτησαν να υφαίνουν. Στις απεργίες των εργαζομένων απαντούσαν με λοκ άουτ. Στον εκβιασμό να μειωθούν τα μεροκάματα των εργαζομένων έως και 60% είχαν συμπαραστάτη την κυβέρνηση η οποία έθετε, με μπόλικη γαρνιτούρα πατριωτισμού, στους εργάτες το δίλημμα: ανεργία ή μικρότερος μισθός. Οι λίστες της ανεργίας μάκραιναν: 30.000 καπνεργάτες, 10.000 κλωστοϋφαντουργοί, 4.000 στα βυρσοδεψεία, 5.500 ναυτεργάτες.

Η κυβέρνηση έκανε λόγο για συναινετικές μειώσεις, αλλά εννοούσε «παράδοση άνευ όρων» των εργαζομένων. Αρνιόταν να παρέμβει για να εμποδίσει τη μονομερή μείωση των μεροκάματων έως και 50% που επέβαλαν οι εργοδότες. Εκλεινε τα μάτια στα λοκ άουτ. Προστάτευε τους απεργοσπάστες. Επιστράτευε απεργούς – θρυλική είναι η επιστράτευση των ναυτεργατών ενός υπερωκεάνιου. Τελικά οι μισθοί μειώθηκαν, η λίρα ανατιμήθηκε, οι μισθοί παρέμειναν κουτσουρεμένοι, οι εργάτες βγήκαν στους δρόμους (πανεργατικές απεργίες του Αυγούστου 1923) και η κυβέρνηση απάντησε με ακραία καταστολή με τρεις νεκρούς (23/8/1923), δεκάδες τραυματίες και εκατοντάδες συλλήψεις.

Θα ήταν πραγματικά χρήσιμο ο πρωθυπουργός και ο υπουργός του να μελετήσουν τα επιχειρήματα και τις δηλώσεις που έκαναν πριν από 98 χρόνια και 2 μήνες ο Γονατάς, ο Χατζηκυριάκος και οι εκπρόσωποι των εργοδοτών της εποχής. Οι ομοιότητες που θα ανακαλύψουν είναι συγκλονιστικές. Ιδια επιχειρήματα. Ιδιες απειλές. Ιδιες επικλήσεις. Λες και δεν πέρασε από τότε ούτε μια μέρα. Υπό το πρίσμα αυτό, οι μεταρρυθμίσεις που εξαγγέλλουν τώρα είναι παλιές και δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από επιστροφή στο πιο μαύρο παρελθόν. Στην εποχή που οι άνθρωποι δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου για ένα κομμάτι ψωμί και οι «επενδυτές» εκείνης της εποχής θεωρούσαν ότι τους κάνουν και χάρη.

*Δημοσιογράφος, συγγραφέας

από efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.