Για το προϋπάρχον “υποκείμενο νόσημα” της χώρας


ψηφιδωτό Γιάννη Τσαρούχη

στην είσοδο του Μουσείου Μπενακη

“….κ’ εγώ θα τα περνώ στου σπλάχνου μου το μυστικό αργαστήρι / κι αγάλια με το παίξε γέλασε και το βαθί κανάκι/ πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα θα γίνουν όλα πνέμα….”

από στίχους της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στο κάτω μέρος του μεγάλου ψηφιδωτού που φιλοτέχνησε ο Τσαρούχης το 1959-60 (διαστάσεων 3,765×2,02), βρισκόταν στον αίθριο χώρο της Σχολής Δοξιάδη στον Λυκαβηττό, δωρίστηκε από τα παιδιά του Κων. Δοξιάδη στο Μουσείο Μπενάκη και τοποθετήθηκε στην είσοδό του.
«…καμιά αρετή σχεδόν δεν φοβούνται οι δαίμονες, όσο την πραότητα….»
                            Ευάγριος ο Ποντικός μοναχός (γύρω στο 380μχ), “Κεφάλαια περί διακρίσεως παθών και λογισμών”
του Ανδρέα Κυράνη
  1. Η ανάγκη τα πράγματα να λεχτούν ακριβώς με το όνομα τους
Με το άρωμα μιας ανώνυμης οδύνης ζούμε την απαρχή ενός ασαφούς ορίζοντα. Ένας υπό μέτρηση καθημερινός θάνατος αναγγέλλεται τελετουργικά από τα δελτία ειδήσεων. Ένας αριθμός χωρίς στοιχείο προσώπου απτό στον καθένα μας. Απτό προκειμένου να αφήσουμε εκείνο το ελάχιστο δάκρυ της αληθινής συναίσθησης μιας ΚΑΙ δικής του απώλειας. Μια νέα μαζική κατηγορία ανθρώπων αναδύεται. Εκείνων που αποκτούν το θλιβερό προνόμιο, την ύστατη τους ώρα, να διαθέτουν το περίφημο “προϋπάρχον” “υποκείμενο νόσημα”. Σε μια εποχή απύθμενης ύβρεως, μια εποχή υπερανάλυσης και  υπερπροσδιορισμού του παραμικρού φαινομένου σε αίτιο και αιτιατό,  μια εποχή υποτιθέμενης έκρηξης της γνώσης σε όλα τα επίπεδα, η επίσημη ιατρική, η βιομηχανία της, οι υπερεθνικές και εθνικές δομές της, αποκαλύπτουν την παντελή αδυναμία τους  όχι τόσο στη διαύγαση του ίδιου του “ιατρικού” συμβάντος, όσο και περισσότερο στην πρόβλεψη και τον περιορισμό των καταστροφικών  του συνεπειών.
Η ίδια η πραγματικότητα ΒΟΑ για το ότι, ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΗΜΗΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ,  αυτός ο συγκεκριμένος δυτικός πολιτισμός μιας χρησιμοθηρικής “επιστήμης”, έχει παντελώς αποξενωθεί από το καθ ύλη αντικείμενο του, δηλαδή το ίδιο το ανθρώπινο είδος για το οποίο υποτίθεται μεριμνά. Έχει ξεκοπεί τόσο, έχει καταστεί τόσο ανάλγητος μέσα στην παρά-μόρφωση του, ώστε να προσδιορίζει,  την μέγιστη  πλειοψηφία των θυμάτων της πανδημίας με την γενική ψυχρή κατηγορία κάποιου, και μάλιστα “προϋπάρχοντος”, το οποίο οφείλεται μόνο στον “ατυχή”  “ασθενή”, “υποκειμένου νοσήματος”. Ποιο άραγε πραγματικό φυσικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, παραγωγικό, οικονομικό και τελικά τοξικό περιβάλλον το επιτρέπει; Η κρίση της πανδημίας  αποκαλύπτει την αληθινή υπόσταση, βαθιά μεσαιωνική και σκοταδιστική,  μιας διεθνούς κοινότητας επαϊόντων, εχόντων και κατεχόντων, υπόσταση που, όπως τα φαινόμενα δείχνουν, θα επιχειρήσει επιμελώς να αποκρύψει με περισσή βία στο αμέσως επόμενο διάστημα, αξιοποιώντας στο μάξιμουμ τους μηχανισμούς που κατέχει, βγάζοντας “αν χρειαστεί” και το στρατό στους δρόμους.
Διάβαζα κάπου πρόσφατα πως η αγάπη δεν έχει πατρίδες. Όμως αληθινή αγάπη, ευτοπία,  δεν υφίσταται χωρίς πατρίδες παρά μόνο ως δυστοπία της ετεροτοπίας, δηλαδή ως κακέκτυπη κατασκευή.
Σε μια εποχή κατάρρευσης σε πολλαπλά επίπεδα κινδυνεύει και η δική μας κοινωνία και χώρα να πάει άπατη. Ακόμη χειρότερα ο χαμός της κινδυνεύει να φορτωθεί στο δικό της ήδη προϋπάρχον υποκείμενο νόσημα. Ήδη το ήθος και το είδος των οικονομικών μέτρων που λαμβάνονται προϊδεάζει για το ποιος θα θεωρηθεί και πάλι ως ο γνωστός “άγγλος ασθενής”.
Την ίδια στιγμή που αρμόδιοι παράγοντες, γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό καταβάλουν, με πενιχρά μέσα, υπεράνθρωπες προσπάθειες καταθέτοντας την ίδια τους τη ζωή, όλοι οι επώνυμοι, έχοντες και κατέχοντες της χώρας, σπεύδουν να συμπεριληφθούν στην λίστα των δωρητών φιλανθρώπων, υπέρ του κοινού καλού, του φαντάσματος μιας κοινωνίας σε πλήρη διάλυση (με καθόλου αμελητέα και τη δική τους συμβολή), προκειμένου, αφού καταθέσουν την περίσσεια της “εταιρικής κοινωνικής τους ευθύνης” να “δικαιούνται” πρώτη θέση και στην “μοιρασιά”  της επόμενης μέρας. Η σιωπηλή, σοβαρή και ανιδιοτελής, παράδοση αλληλεγγύης  των κοινοτήτων του ιστορικού ελληνισμού, όπως και οι χιλιάδες δωρεές των ευεργετών αυτού του τόπου, καμία φυσικά σχέση ουσίας δεν έχει με αυτές τις κοντόθωρες πρακτικές.
Παράλληλα όλοι οι γνωστοί “θεσμικοί” παράγοντες εμφανίζονται πρόθυμοι για λύσεις με τα γνωστά φραγκολεβαντίνικα γιατροσόφια τους. Σε προηγούμενο γραπτό μου ισχυρίστηκα πως η πανδημία ήρθε να προλάβει την απόλυτη αποτυχία μιας κυρίαρχης πολιτικής “μεγάλων επενδύσεων”, όπως το μια “βροχή μας σώζει”[1]. Ουδείς εξ όλων αυτών δεν διανοείται να διανοηθεί καν, πως πιθανότατα, βρισκόμαστε σε σημείο που είναι φύσει αδύνατον να πάει άλλο χωρίς μια συνθήκη γενικής επανεκκίνησης, επανεκκίνησης που προϋποθέτει την ουσιαστική συμμετοχή ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας με πρωταγωνιστή τις τῷ ὄντι αληθινές ιστορικές δημιουργικές-παραγωγικές της δυνάμεις.
Αυτή η επανεκκίνηση,  για να έχει τις όποιες έστω ελάχιστες πιθανότητες να επισυμβεί με θετικό για τον λαό αυτού του τόπου πρόσημο, με δεδομένο το ανύπαρκτο σχεδόν επίπεδο συγκρότησης των όποιων ενδογενών δυνάμεων του, οφείλουμε αυτή την ύστατη ώρα να αφήσουμε τους γενικούς προσδιορισμούς και να επιχειρήσουμε το δύσκολο εγχείρημα να πούμε τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα.
Προς τούτο οφείλουμε να προσδιορίσουμε τα κρίσιμα πεδία, προκειμένου ο όποιος διάλογος να αποκτήσει πραγματική επί του συγκεκριμένου υπόσταση.
Ιεραρχώ δυο, στοιχειώδη, στα οποία οφείλει να στοχεύσει και αποσαφηνίσει η σκέψη μας, προκειμένου να είναι σε θέση να διατυπώσει την όποια συγκροτημένη θετική και ρεαλιστική σκέψη επανεκκίνησης.
  1. Ποιό οφείλει λοιπόν να είναι το κύριο σημείο αναφοράς μας; Το σημείο μηδέν όπως λέμε οι τεχνικοί προκειμένου να αναπτύξουμε μια κατασκευή στις τρεις διαστάσεις του χώρου. Χωρίς ένα τέτοιο ανελαστικό προσδιορισμό οι συμβατότητα του όλου με το μέρος είναι αδιανόητη.
  2. Τι συνιστά τις αληθινά δημιουργικές και εν δυνάμει παραγωγικές δυνάμεις του τόπου; Αυτές δηλαδή που οφείλουμε να αναδύσουμε, αναδείξουμε και στηρίξουμε, με κάθε κόστος, προκειμένου να διαθέτουμε και αύριο τόπο και χώρα;
  1. Αναζητώντας κοινό σημείο αναφοράς

Διαπιστώνει κανείς στην δημόσια σκέψη των ημερών δεκάδες αναφορές στην διεθνή πραγματικότητα και ελάχιστες στην ελληνική αντίστοιχη, λες και η δεύτερη συνιστά αυτόματο μηχανικό απότοκο της πρώτης. Όλοι έχουν γίνει, “θεσμικοί” η όχι, διακαείς ανέξοδοι ερευνητές της διεθνούς πραγματικότητας, βάζοντας μονίμως σε δεύτερη μοίρα, η και παραμελώντας εντελώς, την αναφορά τους, στην ιδιαίτερη της διεθνούς, ελληνική πραγματικότητα. Ναι αυτή συνιστά το μέρος ενός όλου, για μας όμως συνιστά το αυτεξούσιο δικό μας όλον, μέσω του οποίου και μόνο θα μπορέσουμε να αντιληφτούμε το άλλο όλον. Χωρίς δικό μας όλον, το άλλο δεν συνιστά για εμάς παρά μια φτωχή ακατάληπτη εικόνα τρόμου. Πράγμα που αδρανοποιεί την ελληνική κοινωνία σαν δρώντα οργανισμό. Διαχρονικά όλες οι ηγεσίες αυτού του τόπου, οικονομικές, πολιτικές, πνευματικές έκαναν το μοιραίο λάθος να αντιλαμβάνονται τη χώρα απλά σαν μέρος ενός ευρύτερου όλου, όλου στο οποίο οφείλαμε να προσαρμοστούμε με κάθε κόστος. Εξαίρεση σε αυτό συνιστούν οι γενιές χάρη στις οποίες υφίσταται χώρα, γενιές όπως η γενιά του 21, γι αυτό και αποτόλμησε επανάσταση, ή η γενιά του τριάντα, γενιά του 40 και της Εθνικής Αντίστασης,  όταν δηλαδή βγαίνει από το στόμα του ποιητή εκείνη η φοβερή επίκληση αυτοπροσδιορισμού:
“ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας”.
Προκειμένου λοιπόν να διατυπωθεί η όποια σκέψη επανεκκίνησης οφείλουμε να εμβαθύνουμε με ιδιαίτερη αγάπη, ιστορική γνώση και επιστημοσύνη πρώτα στην πραγματικότητα της χώρας μας. Ναι για να διαθέτουμε αύριο πρέπει να ξεκινήσουμε από το δικό μέρος-όλον προκειμένου να επαναπροσδιορίσουμε την ΕΝΕΡΓΗ μας σχέση με το υπόλοιπο διεθνές όλον.
Και επειδή τυχαίνει να είμαστε πλέον ιδιαίτερα ολιγάριθμοι και πολύτιμοι είμαστε υποχρεωμένοι ότι κάνουμε να το κάνουμε “από κοινού’. Αυτό μας το “από κοινού”, ευτυχώς η δυστυχώς για κάποιους, διαθέτει όνομα που λέγεται “εθνική συνείδηση”. Το όνομα αυτό μέσα από την άστοχη έως και εγκληματικά στρεβλή κατά περιόδους χρήση του, έχει χάσει σήμερα το διαυγές συγκεκριμένο του πρόσωπο στην απτή καθημερινότητα μας. Οφείλει να το ξανά αποκτήσει. Οφείλουμε δηλαδή να αντιληφτούμε πως αυτό συνιστά το ελάχιστο “εμείς” που διαθέτουμε, όχι σαν κάτι το αφηρημένο και θεωρητικό, αλλά σαν κάτι το απολύτως συγκεκριμένο. Χαρακτηρίζει ότι το ουσιαστικό “από κοινού” διαθέτουμε σαν καθημερινό τρόπο δράσης, συναίσθησης  και σκέψης, τη χαρά, την λύπη τα έργα μας, πνευματικά ή χειροπρακτικά.
Εδώ φυσικά μόνο αρνητικά συμβάλουν οι κυρίαρχες ηγεσίες του τόπου, με απαρχή τους πολιτικούς μας άρχοντες και τα ανθελληνικά διαγγέλματα τους  για την πρόσφατη εθνική μας εορτή. Πρέπει να μας γίνει βαθύτατη συνείδηση πως αυτοί οι ηγέτες, που αυτούς σήμερα διαθέτουμε, με τα μυαλά που κουβαλούν αυτοί και οι συμβουλάτορες τους, πουθενά αλλού έξω από τον απύθμενο γκρεμό δεν είναι σε θέση να μας οδηγήσουν από μόνοι τους, πέρα από τις οποίες “τεχνοκρατικές τους περγαμηνές”.
Παρ όλα αυτά, και με αυτούς στο τιμόνι, οφείλουμε να δώσουμε απτή καθημερινή υπόσταση στο μέγεθος “εθνική συνείδηση”. Να αποδείξουμε με σαφήνεια το γιατί αυτή ΕΙΝΑΙ η κυρία δημιουργική δύναμη του τόπου. Δύναμη αντοχής και αντίστασης στα επερχόμενα δεινά, όσο και κυρίως, φωτισμού της μοναδικής δυνατότητας που διαθέτει σήμερα να σταθεί στα πόδια του, να δημιουργήσει πλούτο και να αποκτήσει επιτέλους μια θέση σεβασμού και αμοιβαιότητας στη διεθνή πραγματικότητα.
Ας συνεισφέρουμε λοιπόν όλοι σε αυτόν τον ενδογενή και εθνοκεντρικό τρόπο σκέψης για να συμβάλουμε στ αλήθεια στην διέξοδο μας από μια ακόμη πολύ σκοτεινή διεθνή συγκυρία.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου εύκολες και ανέξοδες διακηρύξεις για έξοδο μας από διεθνή φόρα. Σημαίνει όμως πως σε αυτά τα φόρα πρέπει επιτέλους να αποκτήσουμε δική μας ενδογενή φωνή και δικές μας ενδογενείς στρατηγικές σε όλα τα επίπεδα, πράγμα που απουσιάζει όταν λειτουργούμε μόνο ως φρόνιμοι υποτελείς.
Δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Προϋποθέτει  πολύ σκληρή επί του συγκεκριμένου εργασία, πιο πολύ όραμα και σχέδιο αντί για θεωρία, και είναι παντελώς αδύνατο και αδιανόητο χωρίς την ουσιαστική και ενεργή συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα αυτού του τόπου. Σκέψεις, σχέδια, καλές προθέσεις ερήμην αυτού του ζωτικού παράγοντα και είδαμε και βλέπουμε. Δεν ωφελεί. Συνιστούν το απόλυτο αδιέξοδο. Άλλα πράγματα οφείλουμε να δοκιμάσουμε. Είναι παντελώς αδύνατον εάν δεν επαναξιολογήσουμε ζωτικά, ριζικά και δραματικά, μέσω της εθνικής συνείδησης, δηλαδή της ουσίας της οντολογικής μας υπόστασης, του “Πόλη, Πολιτική Πατρίδα”,[2] την υπέρτατη ουσιαστική και λειτουργική αξία αυτού του λαϊκού παράγοντα.
  1. Για τις αληθινά δημιουργικές δυνάμεις αυτού του τόπου

Όταν αντιδικούν εκπρόσωποι των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών, οχυρωμένοι πίσω από το δικό του ο καθείς ιδεολογικό δεκανίκι, φρίττεις. Είναι όπως εκείνο το “Κτύπαε τον αέρα. Δεν ήμουν εκεί τον συγχωρώ”. Αδυνατούν να προσδιορίσουν καν το που βρίσκονται. Ο ένας ονομάζει “ιδιωτική οικονομία” το ξεπούλημα των πάντων σε μεγάλα υπερεθνικά σχήματα. Ο άλλος, που υποθήκευσε για 100 χρόνια ότι δημόσιο (και εμμέσως ιδιωτικό) υπάρχει, εμφανίζεται προασπιστής του φαντάσματος “δημόσιο αγαθό”. Το πολιτικό μας προσωπικό διατελεί σε καθεστώς πλήρους σύγχυσης και συσκότισης όσον αφορά την διεθνή παραγωγική πραγματικότητα. Έχοντας μηδενική απτή σχέση μαζί της, ανίκανο να διακρίνει την βούρτσα από την αγκινάρα, αγκομαχά να αντιληφθεί ένα είδος που παντελώς αγνοεί, μέσα από ιδεολογήματα, εικόνες  και στατιστικές, πράγμα φύσει αδύνατον. Δυστυχώς, οι παρά-μορφωμένοι άνθρωποι του σωλήνα που διαθέτουμε, στερούνται όχι μόνο σχέσης αλλά και οράματος για σχέση με την ελληνική πραγματικότητα. Τσαλαβουτάνε σε κοινοτοπίες, προϊόν των περισπούδαστων θρανίων τους είτε των εκάστοτε ενδιαιτημάτων τους, όντας σε μια εικονική πραγματικότητα πέρα μακριά από τον αληθινό κόσμο.
Με τέτοια πλουμιστά προσόντα έρχονται και ταυτοποιούν με περισσή ευκολία τόσο τον λυτῆρα όσο και τον ένοχο των πάντων. Λυτρωτής μας το μεγάλο κεφάλαιο χύδην και οι επενδύσεις τους. Ένοχος η μικρή ιδιοκτησία και συνεπακόλουθα η μικρού μεγέθους επιχείρηση. Παριστάνουν πως αγνοούν ότι τα κεφάλαια στον κόσμο σήμερα είτε διατελούν σε υπερεπάρκεια, είτε, όποτε και όπου απουσιάζουν, όποιος έχει το μαχαίρι και το πεπόνι τα δημιουργεί εκ του μηδενός. Αν κάτι στερείται παντελώς αυτή η εποχή δεν είναι κεφάλαια αλλά απτές δημιουργικές ιδέες, ιδέες που θα επιτρέψουν την απόδοση των κεφαλαίων μέσα στην πραγματική οικονομία. Αυτή η δυστοκία για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, δομικό ζήτημα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, πριν και πέρα από κάθε κορωνοϊό, οδηγούν σε υπεράναπτυξη την οικονομία του τζόγου, των καζίνο, της χρηματιστηριακής οικονομίας και κάθε άλλης αληθινά μαύρης οικονομίας, ανθρώπων, ναρκωτικών, όπλων.
Αυτή η κατ ευφημισμό “πολιτική επενδύσεων” οδηγεί ένα τόπο να πουλά ακόμη και τα πιο ιερά ασημικά των προγόνων του βαδίζοντας σε μια εξαθλίωση χωρίς κανένα πάτο.  Πόσο μάλλον όταν αυτός ο τόπος διαθέτει ακόμη τεράστιες εφεδρείες παραγωγής πλούτου στην πραγματική οικονομία.  Αρκεί να στρέψει ουσιαστικά ΚΑΙ προς τα μέσα το βλέμμα του αλλάζοντας ριζικά στρατηγική.
3α. Μικροϊδιοκτητική παράδοση και υπόσταση

Αναδύεται λοιπόν ζωτική η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του στοιχειώδους. Πόσο μάλλον σε μια χώρα της οποίας η μικροϊδιοκτητική υπόσταση συνιστά αδιάλειπτη ταυτοτική παράδοση ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Είναι γνωστή η μελέτη του Θ. Αθανασόπουλου, “Η Ελληνική Κληρονομιά Ανεξαρτησίας- Μικροϊδιοκτητικός τρόπος παραγωγής στην Αρχαία Ελλάδα και μέχρι σήμερα” Στοχαστής, (2003), όπου η γέννηση τόσο του δημοκρατικού πολιτεύματος όσο και της υγιούς ανάπτυξης, διασυνδέεται άμεσα με την μικρή ιδιοκτησία τόσο στην δική μας παράδοση όσο και στην Ευρωπαϊκή η την Αμερικανική. Αντίθετα η ανάδειξη μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών οργανισμών (αυτούς δηλαδή που εκ των πραγμάτων αυτό το πολιτικό προσωπικό, ηθελημένα ή όχι αδιάφορο, υπηρετεί) συνδέεται άμεσα με κοινωνική διάλυση, εξαθλίωση και δημοκρατική οπισθοδρόμηση.
Ο προσφιλής λοιπόν μύθος, της δεξιάς, κεντρώας η αριστερής πολιτικής μας ολιγαρχίας, είναι η χρέωση της μικρής επιχείρησης με όλες τις διαχρονικές δυσλειτουργίες της ελληνικής οικονομίας. Για αυτό φροντίζουν αμφότεροι να την ξεπατώσουν. Μια τέτοια συλλογιστική, αν διαβιούσαμε στην δεκαετία του 70, θα είχε μια  κάποια βάση. Ακόμη και τότε όμως η ζωντανή παραγωγικη πραγματικότητα του τόπου θα την διέψευδε παταγωδώς. Το “θαύμα” του 7% συνεχής ανάπτυξη δεν οφείλεται στις όποιες λίγες μεγάλες ελληνικές εταιρείες. Οφείλεται αποδεδειγμένα και μετρημένα στις εκατοντάδες χιλιάδες μικρές αντίστοιχες. Οι Αμερικανοί μελετητές με το σχέδιο Μάρσαλ αποσκοπούσαν σε μια ανάπτυξη το πολύ 3%. Από πούθε πρόκυψε εκείνο το υπόλοιπο 4%. Από θαύμα;
Λέγεται, και είναι εύπεπτο ψέμα, πως το ΠΑΣΟΚ κατέστρεψε την ελληνική παραγωγική πραγματικότητα. Δεν υπήρξα ποτέ μου ΠΑΣΟΚ. Την περίοδο εκείνη το ελληνικό κράτος έκανε σοβαρούς σχεδιασμούς, μέσω του ΕΟΜΜΕΧ, προσπαθώντας να στηρίξει και εκσυγχρονίσει τις μικρές ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις. Το πλούσιο αρχείο του τιτάνιου αυτού εγχειρήματος βρίσκεται πεταμένο κάπου στις αποθήκες του πάλε ποτέ υπουργείου βιομηχανίας. Μετά την πτώση του Ανατολικού μπλοκ και το άνοιγμα των αγορών της Ανατολής, η Δύση συνολικά επέλεξε το μοντέλο της εξωχώριας παραγωγής, ακύρωσε την βιομηχανία της και οδηγήθηκε στο σημερινό παραγωγικό της χάλι. Την ίδια ακριβώς εποχή οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες, όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων, επέλεξαν στρατηγικά την υποτέλεια στη δυτική στρατηγική, την αποβιομηχάνιση της χώρας και την αύξηση των υπηρεσιών, ότι δηλαδή μας οδήγησε στο σημερινό οικονομικό χάλι. Καμία κατάργηση, γενικά και αόριστα, του προστατευτισμού δεν μας κατέστρεψε. Αυτό που μας κατέστρεψε ήταν ένα γενικευμένο “στρέψατε την κεφαλήν προς την Δύση” χωρίς υποψία ενδογενούς στρατηγικής. Η γενικευμένη ξενομανία μας μάς κατέστρεψε και τίποτε άλλο. Αν ποτέ είχαμε ολοκληρώσει μια στρατηγική εκσυγχρονισμού της παράδοσης της μικρής μεταποιητικής επιχείρησης, τα πράγματα θα μπορούσαν σήμερα να είναι εντελώς διαφορετικά.
Η ίδια ακριβώς ξενομανία κινδυνεύει να μας αφανίσει παντελώς και σήμερα.
Όμως το διεθνές τοπίο έχει παντελώς αλλάξει. Η τραυματισμένη παραγωγικη μηχανή της Δύσης διαφυλάττει ως κόρη οφθαλμού τις μικρές επιχειρήσεις. Συνιστούν τους φορείς κάθε δυνατότητας για καινοτομία. Η λεγόμενη βιομηχανια4.0, σε αντίθεση με το κλασσικό υπερσυγκεντρωτικό φορντικό μοντέλο, απευθύνεται κατ εξοχήν σε μικρές επιχειρήσεις. Φυσικά η δυτική παράδοση του “μεγάλου”, παράδοση που έχει την απώτατη της μήτρα στην αποικιοκρατία, δηλαδή την βιαία μεταφορά πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο, παράδοση που επέτρεψε “πρωταρχική συσσώρευση” και ανάδυση βιομηχανικής επανάστασης, πολύ καλά κρατεί σε πόρους και μηχανισμούς ισχύος. Η Δύση σήμερα βιώνει μια σκληρότατη αντίθεση. Από την μια η ίδια η τεχνολογική επανάσταση ευνοεί την αποκέντρωση, την αυτονομία και τα μικρά μεγέθη. Από την άλλη το ισχυρό καθεστώς του χθες, έχοντας συσσωρεύσει ανά τους αιώνες απύθμενο πλούτο και ισχύ, κάνει ότι μπορεί για αυταρχικές διεξόδους, προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα του ενάντια στο αληθινό παραγωγικό ρεύμα των καιρών. Έχει έναν τεράστιο σύμμαχο. Τον εργαλειακό διαφωτισμό με την ζωντανή ιδεολογική παράδοση ατομισμού και δικαιωματισμού. Για τις σύγχρονες γενιές του δυτικού κόσμου ήταν αδιανόητο το οτιδήποτε εκτός μαζικού κανόνα, με όρους δηλαδή μικρού και εξαίρεσης. Η αποκοπή από την όποια, άλλης κλίμακας και ταυτότητας, προβιομηχανική παράδοση των προγόνων τους ήταν πλήρης. Χρειάστηκαν τουλάχιστον τρείς δεκαετίες προκειμένου αυτό να αρχίζει να αλλάζει, εμφανίζοντας σήμερα πλέον εφικτή μια δυναμική εξαίρεση στον κανόνα. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια πλήρως μεταβατική εποχή.
Που οφείλεται τότε η εκτός τόπου και χρόνου εμμονή του δικού μας πολιτικού προσωπικού;
  • στην υποτελή στα δυτικά πρότυπα σκέψη του
  • στην έλλειψη αληθινών ερεισμάτων αγάπης-εκτίμησης για τον λαό αυτού του τόπου
  • στην ιστορική του αγραμματοσύνη
  • στην ασχετοσύνη του για τη σύγχρονη παραγωγική πραγματικότητα
Δεν είναι τυχαίο το ότι το πολιτικό αυτό προσωπικό αποτελείται συνήθως από νομικούς και οικονομολόγους, διαχειριστές τεχνοκράτες, σπάνια από γιατρούς και διπλωμάτες, σπανιότατα από τεχνικούς και καθόλου από ανθρώπους της ίδιας της παραγωγής.
3β. Μπροστά σε μια νέα διεθνή παραγωγική πραγματικότητα

Η χώρα μας, με την ιδιαίτερη γεωοικονομία της, απολύτως επιφυλακτική στα μεγάλα μεγέθη, και με την πολύ ιδιαίτερη ιστορική τεχνική μεταποιητική της παράδοση[3], ουδέποτε ενσωματώθηκε στη δυτική βιομηχανική πραγματικότητα. Οι πολιτικοί μας διαχρονικά διακαώς επιχειρούσαν την ενσωμάτωση μας στις δυτικές αλυσίδες αξίας. Ουδέποτε το κατάφεραν. Ο τόπος πάντα αντιστεκόταν και δραπέτευε. Σε κάθε ζήτημα εύρισκε τον δικό του καινοτόμο τρόπο επίλυσης. Αυτός ο κατά δικός μας τρόπος δημιούργησε το 7% ανάπτυξη. Άντεξε καταστροφές και εμφυλίους. Η Μεταπολίτευση κατάφερε να τον αποσταθεροποιήσει σοβαρά, όχι όμως και να τον αφανίσει.
Ακόμη και η αχανής Κίνα σήμερα στηρίζει μεγάλο μέρος της οικονομίας της σε δίκτυα πολύ μικρών παραγωγικών επιχειρήσεων. Το παράδειγμα της εταιρείας λευκών συσκευών HAIER είναι χαρακτηριστικό[4]. Χιλιάδες σύγχρονες μικρές εταιρίες σε Δύση και Ανατολή παράγουν  καινοτόμο προϊόν προσαρμοσμένο σε συγκεκριμένες και όχι τυπικές ανάγκες, βασισμένο σε κατασκευαστικούς τρόπους νεοφυείς,  συνθέτοντας  παραδοσιακή χειροπρακτική με τεχνολογία. Αντίστοιχα η αξία του μαζικού προϊόντος διαρκώς υποβαθμίζεται την ιδία στιγμή που αναδύεται η ανάγκη για ένα σύγχρονο κατά παραγγελία βιομηχανικό προϊόν.
Το βαθιά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μιας πολύ μικρής επιχείρησης είναι η ευελιξία στο να διαχειρίζεται σοφά τους επίσημους κανόνες και έντεχνα να τους υπερβαίνει. Οι μεγάλες εταιρείες λόγω δομικής συγκρότησης, αδυνατούν να καινοτομήσουν στο παραμικρό. Κάθε καινοτομία συγκρούεται με τους γραφειοκρατικούς τους μηχανισμούς. Δες τε πόσο πανομοιότυπα και βαρετά είναι τα προϊόντα τους, δες τε τα αυτοκίνητα. Την ίδια στιγμή η μικρή εταιρεία, ενισχυμένη τρομακτικά από την νέα τεχνολογία και χωρίς τις δουλείες του μεγάλου μηχανισμού, μπορεί εκ του ασφαλούς, με ελάχιστο κόστος και μεγάλη ταχύτητα, να κολυμπά σε παρθένα δημιουργικά νερά απαγορευτικά για τους μεγάλους.
Τι είναι όμως αυτό που συνιστά την πεμπτουσία του “βιομηχανικού τρόπου”, αυτό στο οποίο στηρίχτηκε το είδος βιομηχανία σε επίπεδο “γνώσης”; Η στοχευμένη ακύρωση μιας λαϊκής τεχνικής γνώσης αιώνων και γενεών, μιας γνώσης και εργασίας υψηλής αξίας και ειδίκευσης και η μονομερής υποκατάσταση της μέσω της “επιστήμης” από μια τυπική γνώση χαμηλής, άρα και εύκολα αντικαταστάσιμης, αξίας και ειδίκευσης. Αυτό μετέθεσε τα κέντρα βάρους από την κοινωνία, και την ιστορική εμπειρία της, σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και την δήθεν αυθεντία τους. Έτσι οδηγηθήκαμε από τον πολύτιμο μάστορα-τεχνίτη στον αναλώσιμο βιομηχανικό εργάτη και μονταδόρο.
Αυτή η κερδοφόρα για πάρα πολύ ολίγους διαδικασία δημιούργησε μια αδιανόητη εκπτώχευση σε επίπεδο “γνώσης ” παράλληλα με, έναν αδιανόητο διχασμό ανάμεσα στον κόσμο όπως στ αλήθεια είναι και την κατασκευασμένη με εργαλειακούς όρους εικόνα του, την προσομοίωση του, καθ οικονομία των εκάστοτε τεχνοκρατικών μηχανισμών. Αυτή η συνθήκη πλέον αδυνατεί “δια να λειτουργήσει”. Οι βιομηχανικές κοινωνίες πλούτισαν ποσοτικά αλλά φτώχυναν ποιοτικά. Η αγωνιώδης επίκληση της καινοτομίας υποδηλώνει την ανάγκη γεφύρωσης ενός πραγματικού χάσματος. Την ανάκτηση μιας  ιστορικής ” λαϊκής γνώσης αιώνων και γενεών” που εξοβελίστηκε ενάμισι αιώνα πριν στο πυρ το εξώτερον[5]. Σήμερα ο δυτικός κόσμος (αλλά και ο πρώην σοβιετικός μετά τον εξτρεμιστικό μοντερνισμό του μπολσεβικισμού[6]) διαθέτει υπερπληθώρα μηχανισμών αλλά είναι πάμπτωχος από ζωντανές πηγές ουσιαστικής γνώσης[7] αληθινές πηγές κάθε δημιουργικού εγχειρήματος. Καθόλου τυχαία το σχέδιο βιομηχανία 4.0 μιλά για σύνθεση φυσικού με εικονικό και ψηφιακό. Αυτή την ουσιαστική σχέση με το φυσικό, σχέση που απωλέσαμε, δεν θα την ξανά αποκτήσουμε-ελέγξουμε απλά “σκανάροντας”, με υψηλής πιστότητας εργαλεία, το φυσικό. Θα την αποκτήσουμε μόνο αν ξαναχαρίσουμε στο φυσικό, και τις λαϊκές τεχνικές βυθοσκόπησης της ύλης που το υπηρετούν, τον αναγκαίο ζωτικό τους χώρο.
Χωρίς αυτή την ενεργή παράδοση οι όποιοι μηχανισμοί καταλαμβάνονται κενοί περιεχομένου, κενοί ζωτικής κινητήριας ύλης. Η ανεπίστροφη παρακμή τους οφείλεται κυρίως σε αυτή την παντελή τους πτώχευση από το όποιο αληθινό περιεχόμενο βάθους και βάρους. Η τρέχουσα “οικολογία” με την ανάδειξη της προστασίας του πλανήτη επιχειρεί να καλύψει ένα τεράστιο κενό περιεχομένου. H σωτηρία του πλανήτη όμως, με όρους ιστορικού ανθρωπίνου είδους, δεν μπορεί να αφορά μόνο σε τεχνικούς προσδιορισμούς. Προϋποθέτει το όραμα μιας άλλης σχέσης, τόσο των ανθρώπων μεταξύ τους, όσο και με τα της φύσης και του κόσμου. Για την Ύβρη ενός κάποιου Ίλον Μάσκ και κάποιας Tesla αυτά συνιστούν πράγματα παντελώς ακαταλαβίστικα. Χωρίς ένα τέτοιο άλλο οντολογικό όραμα, το όποιο οικολογικό πρόταγμα είναι ανάπηρο, ικανό μόνο για γεωπολιτικά παιχνίδια αναθέρμανσης προϊόντων και χρηματιστηριακών αξιών, χωρίς κανένα στ αλήθεια περιεχόμενο για την ζωή των ανθρώπων.
Το αληθινό λοιπόν γενεσιουργό στοιχείο του νέου κόσμου συγκροτείται από την δυνατότητα σύνθεσης:
  • μιας ενεργούς παράδοσης
  • με την σύγχρονη τεχνολογία
Η ελληνική κοινωνία, κοινωνία που αρνήθηκε τον κρετίνικο βιομηχανικό τρόπο εργαλειακής γνώσης, βρίσκεται σήμερα σε ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση, όπως εξ άλλου και όλες οι κοινωνίες που δεν γνώρισαν βιομηχανική ισοπέδωση, για παράδειγμα οι Σκανδιναβικές, η Ελβετία αλλά και όλες οι χώρες της Ανατολής με ισχυρή δική τους παράδοση.
3γ. Η χώρα μας στη νέα διεθνή παραγωγική πραγματικότητα
Η ανεπαρκέστατη βιομηχανική μας υπόσταση, η υπανάπτυξης μας, με όρους της δεκαετίας του 70, συνιστούν σήμερα την αληθινή πηγή μιας μοναδικής πλουτοπαραγωγικής μας δυνατότητας. Υπό αυτή τη σκοπιά βρισκόμαστε στην πιο ευνοϊκή παραγωγικά διεθνή συγκυρία που υπήρξαμε ποτέ από γενέσεως ελληνικού κράτους. Σε μια εποχή που η Δύση καταλαμβάνεται βραχυκυκλωμένη από τις δουλείες του βιομηχανικού της παρελθόντος, σε εκατοντάδες επίπεδα, η χώρα μας, μια χώρα τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από την βιομηχανική βαρβαρότητα,  δεν υστερεί πουθενά προκειμένου να λειτουργήσει υποδειγματικά και πρωταγωνιστικά στα πλαίσια της νέας διεθνούς παραγωγικής συνθήκης.

Διαθέτει παράδοση, με αρκετούς ακόμη ζωντανούς φορείς της, και μια νέα γενιά που πρωταγωνιστεί σε δεξιότητες του νέου τεχνολογικού κόσμου. Πάνω απ όλα διαθέτει τεράστιο πολιτισμικό βάθος και βάρος, χωρίς κανένα αντίστοιχο του σε καμία άλλη δυτική χώρα.
Μέσα από μια τέτοια οπτική το αναπτυξιακό ζήτημα της χώρας σήμερα δεν είναι ζήτημα έντασης κεφαλαίων και τεχνολογίας. Είναι αντίθετα ζήτημα έντασης ιδεών και εργασίας (καθόλου με την ποσοτική και απαξιωτική σημασία της λέξης στο βιομηχανικό λεξιλόγιο), εργασίας υψηλής ειδίκευσης και απόδοσης, μέσα από την από κοινού χρήση τοπικής ενδογενούς μαστορικής και διεθνούς γνώσης, προσαρμοσμένης στις αληθινά δικές μας ανάγκες.
Τι στερούμαστε όμως κραυγαλέα;
  • Συγκρότησης ενός νέου είδους σύγχρονου προϊόντος με σαφή ειδοποιά χαρακτηριστικά ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ από το κυρίαρχο μαζικό πρότυπο
  • δικτύων ομότιμης παραγωγής και διάθεσης “από κοινού” αυτού του νέου προϊόντος από πλήθος μικρών ανεξάρτητων επιχειρήσεων
Τι αναστέλλει το δρόμο μας προς μια τέτοια παραγωγικη πραγματικότητα;
Η εύκολη, και εν μέρει αληθινή, απάντηση είναι ένα κράτος και ένα θεσμικό πλαίσιο φτιαγμένα για να εξυπηρετούν ένα άλλο μοντέλο.
Πριν όμως από αυτά κάτι άλλο απουσιάζει. Η αληθινά ελεύθερη σκέψη και βούληση στην ελληνική κοινωνία. Είμαστε υπόδουλοι, πριν και πάνω από όλα, σε μια ξενόφερτη ιδεολογία που καταφέρνει να διαστρέφει σε αρνητικό ότι θετικό κουβαλά αυτός ο τόπος, δημιουργώντας σε ένα ολόκληρο έθνος μια υπόδουλη ενοχική συνείδηση. Αυτή η υπόδουλη συνείδηση μεταφράζεται στην καθημερινότητα μας σε εμμονική στόχευση σε πράγματα που δεν διαθέτουμε, με παράλληλη υποτίμηση και απόρριψη εκείνων που σε περίσσεια διαθέτουμε. Είμαστε υποταγμένοι σε ένα πρότυπο που πτωχεύει διεθνώς και σε πλήρη σύγχυση προσδιορισμού εκείνου που πραγματικά αναδύεται.
Οικονομολογούντες μιλούν για ανταγωνιστικότητα και την ταυτίζουν με την αδυναμία μας να παράξουμε κάτι πολύ φθηνά και μαζικά όπως πχ κάνει η γείτονας Τουρκία. Είναι αλήθεια, ουδέποτε δεν θα το καταφέρουμε, πρώτα και πάνω από όλα γιατί στερούμαστε μια αντίστοιχης βάρβαρης κοινωνικής συνθήκης πρωταρχικής συσσώρευσης, πάμπτωχων δούλων και ζάμπλουτων αφεντάδων[8]. Την ίδια όμως στιγμή δεν μας λένε πόσα ΑΛΛΑ πράγματα, απολύτως σύγχρονα, θα μπορούσαμε να παράξουμε, πράγματα που ίσως αδυνατεί οποιοσδήποτε άλλος να κάνει εξίσου καλά.
Αν κανείς επιθυμεί να αναπτύξει μια αγορά εκτός της μαζικής βιομηχανίας πρέπει να στοχεύσει σε προς τούτο κατάλληλα προϊόντα “άλλου είδους”. Αυτό το “άλλο είδος” δεν αφορά τόσο στο προς μεταποίηση αντικείμενο, όσο, στον ίδιο τον τρόπο αντιμετώπισης ολοκλήρου του οικονομικού κύκλου ενός προϊόντος.
Την τελευταία δεκαετία των μνημονίων μεγάλο μέρος ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων εντάχτηκε στην αλυσίδα αξίας διαφόρων ξένων, σε ρόλο υποκατασκευαστή. Έχασαν έτσι κάθε δυνατότητα δημιουργίας δικού τους προϊόντος. Μόνο μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κατάφεραν να επιβιώσουν αυτοδύναμα. Αυτές κατάφεραν να γεννήσουν αληθινά δικό τους προϊόν, όχι κακέκτυπη αντιγραφή ξένων αντιστοίχων. Με ενδογενείς όρους,  χωρίς εξαρτήσεις από μεγάλες ξένες αλυσίδες αξίας.
Που απευθύνθηκαν;  Στις ρωγμές και τα κενά αυτών των αξιών. Ρωγμές και κενά πάμπολλα. Έτσι, το προϊόν αυτών των εταιρειών, που εμφανίζεται σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, δημιούργησε δική του ενδογενή ταυτότητα πολύ υψηλού επιπέδου, διαβατήριο για την διεθνή αγορά.
Αλήθεια ποια πολύ μεγάλη σήμερα ελληνική εταιρεία έχει να επιδείξει αντίστοιχο αληθινά ενδογενές παραγωγικό έργο; Ότι ουσιαστικά ελληνικό ακόμη παράγεται οφείλεται σε μικρές η μεσαίες ελληνικές οικογενειακές εταιρείες. Αντίθετα την μεγάλη αγορά λυμαίνονται εμπορικοί όμιλοι, ξένοι η με ξένη στήριξη, που επιχειρούν να κυριαρχήσουν παντού. Αυτοί οι όμιλοι όντας ευθέως διασυνδεμένοι με μεγάλα διεθνή συμφέροντα υποθηκεύουν εκ των πραγμάτων το μέλλον της χώρας σε αυτά. Αυτά με την σειρά τους το διαπραγματεύονται σύμφωνα με τα υπερεθνικά τους αντίστοιχα και με την γείτονα Τουρκία. Σε αυτή την πραγματικότητα κάθε λόγος για εθνική ανεξαρτησία παραπέμπει σε ανέκδοτο. Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν έχει αρχή και τέλος.
Είθε αυτή η κρίση να επηρεάσει τους μεγάλους περισσότερο από τους μικρούς και να δώσει στη χώρα μια ευκαιρία να αλλάξει ριζικά ρότα. Λέγεται πως οι μικροί οργανισμοί συνήθως είναι ισχυρότεροι των μεγάλων. Ας ευχηθούμε ο αμέσως επόμενος καιρός να επιβεβαιώσει αυτόν τον κανόνα.
Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις συνιστούν το υπαρκτό ενδογενές εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα. Αυτό οφείλουμε πολύ σοβαρά να μελετήσουμε, αναλύσουμε και παρακολουθήσουμε. Αξιοποιεί κατά κανόνα, σε σύγχρονο κατά παραγγελία βιομηχανικό προϊόν, τη σύνθεση τεχνολογίας με σοβαρή χειροπρακτική τεχνογνωσία. Τη Σύνθεση της “διεθνούς” γνώσης της νέας γενιάς με την “τοπική” ζωντανή ενδογενή παράδοση των γονιών και των παππούδων της.
Σε αυτή την μικρού, αλλά ικανού μεγέθους, μεταποιητική δραστηριότητα, κατοικούν τα αληθινά δημιουργικά στοιχεία της χώρας.
Οφείλουμε να τα διασώσουμε προκειμένου να διαθέτουμε πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις ικανές να μας οδηγήσουν σε ένα αύριο, αληθινής εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.
  1. Επίλογος ή: λίγο πριν και λίγο μετά την του κορωνοϊού κρίση
Η ελληνική αγορά, λίγο πριν την κρίση του κορωνοϊού, αποτύπωνε καθαρά τα πρώτα αποτελέσματα μιας άφρονος στρατηγικής “μεγάλων ξένων επενδύσεων”. Ο κύριος ενδογενής πλουτοπαραγωγικός συντελεστής της χώρας, ο παράγοντας δημιουργική ανθρώπινη εργασία, είχε βρεθεί στα τάρταραΗ εκπτώχευση και η ευτέλεια ήταν διάχυτες στα πάντα σε μια εσωτερική αγορά κλινικά νεκρή. Μια πλήρως εξαθλιωμένη αγοραστική δύναμη μόνο εισαγόμενα σκουπίδια μπορεί να καταναλώσει. Για τι να πρωτομιλήσει κανείς; Για τις αμοιβές των επιστημόνων; Στο ένα τέταρτο το πολύ από ότι μια αντίστοιχη πολύ χαμηλού επιπέδου εργασία στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Αντίστοιχη της αμοιβής ενός χαμηλόμισθου ανειδίκευτου ξένου εργάτη. Για τους ταλαντούχους τεχνίτες; Στην απόλυτη παρανομία. Στις υποδομές, την ενέργεια, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές που έχουν παραχωρηθεί σε ξένους η μεγάλους; Ο κλέψας του κλέψαντος με διαφημιστικές φανφάρες και ουσιαστικές υπηρεσίες για τον τελικό αποδέκτη ανύπαρκτες. Πάμε υποτίθεται σε ψηφιακή εποχή και οι ταχύτητες των δικτύων σέρνονται. Στην δημόσια υγεία πρόληψη μηδενική και αν δεν έχεις τύχη, πριν πάρεις τα αποτελέσματα των εξετάσεων σου, έχεις ήδη αποδημήσει. Στις κατασκευές; Ότι πιο φθηνό μπορούσε να κατασκευαστεί για ξένους αγοραστές ευκαιρίας. Στο όνομα μιας ανακαίνισης του ποδαριού ότι είχε να επιδείξει η ιστορική τεχνική δεξιότητα των τεχνητών μας τον περασμένο αιώνα, η όποια πολύτιμη “κτισμένη” παράδοση μας δηλαδή, καταστρέφεται αβλεπεί από εκσυγχρονισμένες κακοτεχνίες, συνήθως επιδοτούμενες και από το κράτος, στα πλαίσια της περίφημης δήθεν ενεργειακής αναβάθμισης. Στον αγροτικό τομέα; Νομοσχέδια για το πως θα περιέλθει η αγροτική περιουσία μέσω ιδιωτικών συνεταιρισμών και αυτή σε ξένα χέρια[9]. Στη βιομηχανία; Αρκεί να μπεις στον κόπο να παρακολουθήσεις πως, η περίφημη βιομηχανία 4.0 στα καθ ημάς, φροντίζει το πως θα ράψει κουστουμάκι για κάποια λίγα μεγάλα ημεδαπή συμφέροντα που απομυζούν μια χώρα σε πλήρη αποσύνθεση. Ο παλιάτσος και ο ληστής σε όλο το μεγαλείο του. Το όποιο έργο στον Τουριστικό τομέα, ελέγχεται από μεγάλα ξένα συμφέροντα, μοιράζεται σε ημεδαπά λόμπυ, ακολουθεί τυφλά “διεθνείς προδιαγραφές” που σημαίνουν πρακτικά την πλήρη πλειοδοσία όχι μόνο του ξένου τρόπου αλλά και των ξένων προϊόντων. Η όποια ενδογένεια σε βαθμούς βαθιά υπό το μηδέν. Όλα ανεξαιρέτως, της μάνας μας μη εξαιρουμένης, στο βωμό του μεσάζοντα και του παρασιτισμού με τάξη, κανονικότητα και πολιτική ορθότητα.
Σε αυτό το περιβάλλον αναπτυσσόταν και η περίφημη πολιτική ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών ροών, με περισσή ανθρωπιστική γαρνιτούρα, προκειμένου η χώρα να διαθέτει αύριο ακόμη πιο ευτελές και αναλώσιμο φθηνό εργατικό δυναμικό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο για ποια άμυνα απέναντι στην Τουρκία να μιλήσεις και για ποια εθνική ανεξαρτησία; Να είναι καλά ένας Ερντογάν που με τις πρωτοβουλίες του υποχρέωσε να αναδυθεί μια στοιχειωδώς εθνική πολιτική αντίστασης.
Μιλάμε δηλαδή για μια χώρα σε πλήρη διάλυση με μόνη ελπίδα την ευφυΐα και τις αντιστάσεις του ελληνικού λαού, της μόνης οντότητας δηλαδή που δεν έχει προσκληθεί στο πάρτι.
Σε τέτοιες συνθήκες, το να επικαλείσαι τα δημιουργικά στοιχεία αυτού του τόπου, φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Και όμως δεν διαθέτουμε άλλο δρόμο όσοι στοιχειωδώς τον αγαπάμε ακόμη. Μέσα στη γενικευμένη καταστροφή οφείλουμε να δούμε το πως, αυτά τα παντελώς απαξιωμένα δημιουργικά στοιχεία, θα αποκτήσουν απαστράπτον βάρος, αναβαθμιζόμενα σε πλουτοπαραγωγικούς συντελεστές εθνικής και διεθνούς κλίμακας. Το πως θα τους χαρίσουμε τον προς τούτο, αναγκαίο και δέοντα ζωτικό χώρο δράσης.
Σε αυτό το αφήγημα αναστροφής δεν περισσεύει κανείς. Φορείς του πλούτου μας είναι ολόκληρος ο ελληνικός λαός ανεξαρτήτως “μορφωτικού επιπέδου” και ιδιαίτερα η προς εκπόρνευση περιφέρεια της χώρας, περιφέρεια η οποία, πέρα από τις όποιες στρεβλώσεις της, διατηρεί καθαρότερο το στίγμα της ενδογενούς μας ταυτότητας.
Προκειμένου να μετατραπεί αυτό το υπόδειγμα, της μικρής ενδογενούς μεταποιητικής πραγματικότητας, από εξαίρεση σε ικανή μάζα για την ουσιαστική αναγέννηση της χώρας, χρειάζεται ένα κράτος να μετατραπεί από υποτελές σε στυλοβάτη της εθνικής μας ανεξαρτησίας.
Δεν θα φτάσουμε όμως ποτέ σε αυτό το σημείο αν, προηγουμένως, η ίδια η κοινωνία δεν ενισχύσει στους κόλπους της έναν τέτοιο δρόμο. Πως; Παίρνοντας διαζύγιο με τον όποιο παρασιτισμό της, λειτουργώντας εκείνη ΠΡΩΤΑ στ αλήθεια καινοτομικά, αναπτύσσοντας μια κρίσιμης μάζας μικρή, πολύπλευρη, ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτό ουδείς ρητά μας το απαγορεύει παρ όλες τις απέραντες δυσκολίες.
Με διαυγή στόχο μπορούμε να αναπτύξουμε τα δικά μας επιχειρηματικά σχέδια και να διεκδικήσουμε τις αντίστοιχες αναγκαίες επενδύσεις. Ένας τεράστιος εθνικός πλούτος προσφέρεται, ορατός και αόρατος, για δημιουργική δράση επ ωφελεία τόσο των οικογενειών μας όσο και της χώρας μας.
Οφείλουμε σαν κοινωνία να διεκδικήσουμε, όπου και αν βρεθούμε, την υπέρβαση της νοοτροπίας της δήθεν απασχολισιμότητας “υπέρ τρίτων” σαν βάση λύσης των προβλημάτων μας. Ξεπατώνουν ανερυθρίαστα το παρόν και το μέλλον του τόπου (βλέπε νέο αεροδρόμιο στην Κρήτη) και καμαρώνουν σαν φιόγκοι στις τηλεοράσεις για τις νέες θέσεις εργασίας που γεννούν. Πόσα δολοφονούν προς τούτο δεν μας λένε. Ναι οφείλουμε να μην θέλουμε πλέον να γίνουμε υπάλληλοι ευκαιρίας δημόσιου η ιδιωτικού δικαίου. Οφείλουμε, δραπετεύοντας από δήθεν εύκολες λύσεις, να γίνουμε ελεύθεροι παραγωγοί σε μικρές διασυνδεδεμένες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Αυτό κανείς δεν θα μας το χαρίσει.
Προκειμένου να στηρίξουμε τον δικό μας τρόπο ΝΑΙ θα ξαναανακαλύψουμε και τον τροχό.
Μόνο μια πάνδημη από τα κάτω δραστηριότητα μπορεί να διασώσει σήμερα ότι μπορεί να διασωθεί. Κανένα κράτος από μόνο του δεν μπορεί να διασώσει μια κοινωνία σε πλήρη παραίτηση. Μόνο ένα κίνημα ιδεών με χιλιάδες εναλλακτικές επιχειρηματικές προτάσεις από τις ζωντανές δυνάμεις αυτού του τόπου έχει πιθανότητες να το πετύχει.
Προς τούτο χρειάζονται ιδέες ικανές να δώσουν διέξοδο από κοινού, τόσο στο μορφωμένο όσο και στο φαινομενικά παρωχημένο εργασιακό δυναμικό. Προς τούτο δεν θα αφήσουμε την τσάπα για να πιάσουμε τον υπολογιστή[10]. Θα συλλάβουμε προϊόντα τα οποία να έχουν εξίσου ζωτική ανάγκη, τόσο την τσάπα όσο και τον υπολογιστή. Προϊόντα που δεν θα εστιάζουν τόσο σε κλάδους όσο θα προϋποθέτουν διακλαδικές συνεργασίες , απολύτως εφικτές σε μικρά μεγέθη. Προϊόντα που δεν θα ποντάρουν στην μαζική φθηνή τους υπόσταση αλλά στην ποιοτική τους αντίστοιχη και θα μπουν στον κόπο να την τεκμηριώσουν.
Θα εστιάσουμε στην αξία μάλλον παρά στην τιμή. Όχι στο φθηνό αλλά στο υψηλής διατροφικής αξίας λεμόνι. Όχι στην φθηνή τυπική και αυτόματη αλλά στην ουσιαστικής αξίας επί του συγκεκριμένου υπηρεσία.
Αν δεν μεταστραφούμε από κοινωνία της φθήνιας της ευτέλειας και της ευκαιρίας σε κοινωνία της αξίας και της μονάκριβης ποιότητας μέλλον δεν διαθέτουμε.
Η οικονομική καταστροφή της επόμενης μέρας της κρίσης θα αξιοποιηθεί, από τους έχοντες και κατέχοντες, τόσο για να ελαχιστοποιήσουν τις δικές τους ζημιές, φορτώνοντας τες στην κοινωνία, όσο και για να ολοκληρώσουν τα κατοχικά τους σχέδια. Περεταίρω εκποίηση δηλαδή της μικρής ιδιοκτησίας και ανακατανομή υπέρ ισχυρότερων και ξένων. Η ίδια όμως η κρίση θα αναδείξει ανισορροπίες που είναι αδύνατο να ξεπεραστούν χωρίς ενέργειες κατ αρχάς αδιανόητες, όπως η διαγραφή δημοσίων και ιδιωτικών χρεών. Αλλιώς κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε συνθήκες απόλυτης ζούγκλας.
Ότι και αν συμβεί, ένα είναι βέβαιο. Η στρατηγική των μεγάλων ξένων επενδύσεων μόνο σαν εξόφθαλμα ληστρική θα μπορέσει να επιβιώσει. Όσο δυσμενείς κι αν είναι οι εξελίξεις, η μόνη ρεαλιστική στρατηγική που διαθέτει η χώρα είναι εκείνη που αξιοποιεί, με τα λιγότερα δυνατά κεφάλαια, το ανθρώπινο και ιστορικό ενδογενές της κεφάλαιο, πράγμα ένα και το αυτό.
Αυτό και μόνο αξιοποιώντας στο μέγιστο θα αντιμετωπίσει ζητήματα:
  • διατροφικής επάρκειας
  • άμυνας
  • συγκρότησης εθνικών προϊόντων με σοβαρή εξωστρέφεια
Εθνική ανάκαμψη και εθνική ανεξαρτησία χωρίς απτό οικονομικό όραμα και σχέδιο,
εκπεφρασμένο σε σύγχρονο ενδογενές προϊόν διεθνούς αξίας,
είναι παντελώς αδιανόητη.
[1] ΤΩΡΑ “ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ” ΜΕΤΑ ΟΜΩΣ ΤΙ;
από ardin-rixi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.