Πως ο κατώτατος μισθός επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα
Γράφει ο Κώστας Μελάς
Υπάρχει διάχυτο στη σημερινή οικονομική συγκυρία το ερώτημα κατά πόσον η αύξηση του κατώτατου μισθού επηρεάζει και πόσο το μοναδιαίο κόστος εργασίας που χρησιμοποιείται ευρέως ως δείκτης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Το ερώτημα είναι σημαντικό αλλά οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν, έχω τη γνώμη, δεν μπορούν να τύχουν μιας αποφασιστικής θεμελίωσης.
Ο λόγος είναι απλός: είναι αδύνατον να τεκμηριωθεί μια μονοσήμαντη σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών, δεδομένου του πλήθους των παραγόντων που διαμεσολαβούν και καθορίζουν τελικά την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Εκτός των παραπάνω θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσουμε ορισμένες αδυναμίες του μοναδιαίου κόστους εργασίας ως δείκτη ανταγωνιστικότητας.
Το μοναδιαίο κόστος εργασίας εκτιμάται μέσω της ακόλουθης σχέσης: μοναδιαίο κόστος εργασίας=w/π όπου στον αριθμητή εμφανίζεται ο μοναδιαίος ονομαστικός μισθός (w), δηλαδή η αμοιβή που λαμβάνει ο μέσος εργαζόμενος ανά ώρα εργασίας και στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές. Από την άλλη, στον παρονομαστή της σχέσης εμφανίζεται η παραγωγικότητα της εργασίας.
Ο δείκτης που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση της παραγωγικότητας της εργασίας για μια ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως έτος) ορίζεται από το λόγο της προστιθέμενης αξίας (VA) προς την ποσότητα εργασίας (L) που παράγει την προστιθέμενη αξία: π=VA/L. Η προστιθέμενη αξία συνιστά χρηματικό μέγεθος και συνήθως ανάγεται σε σταθερές τιμές ώστε να διαχωριστούν οι μεταβολές στο επίπεδο παραγωγής από τις μεταβολές στο επίπεδο των τιμών.
Ως μέτρο της εργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορες μεταβλητές, όπως οι εργατοώρες ή ο αριθμός των εργαζομένων. Η εργατοώρα αποτυπώνει πιο συγκεκριμένα την εργασιακή προσπάθεια που καταβάλλει ο εργαζόμενος για την παραγωγή μίας μονάδας προϊόντος. Όμως από την άλλη, η μέτρηση των ωρών εργασίας είναι τεχνικά πιο δύσκολη ενώ πολλές στατιστικές υπηρεσίες μόλις πρόσφατα πραγματοποίησαν τέτοιες εκτιμήσεις.
Η λογική του μοναδιαίου κόστους εργασίας ως δείκτη ανταγωνιστικότητας είναι πως για να διατηρηθεί ανταγωνιστική μια οικονομία ο ρυθμός αύξησης (μείωσης) του ονομαστικού μισθού σε μια οικονομία θα πρέπει να είναι χαμηλότερος (υψηλότερος) από εκείνον της παραγωγικότητας. Με τον τρόπο αυτό το μέσο κόστος παραγωγής μειώνεται, ώστε τα προϊόντα μιας χώρας να πωλούνται πιο φτηνά σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες.
Ποιές είναι οι αδυναμίες του
Πράγματι, το μοναδιαίο κόστος εργασίας αποτελεί ένα από τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας, ενώ η ευκολία εκτίμησής του το καθιστά ελκυστικό μέτρο. Ωστόσο, ενέχει και ορισμένες θεωρητικές και εμπειρικές αδυναμίες που πρέπει να επισημανθούν:
Πρώτον, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας αφορά μόνο την ανταγωνιστικότητα κόστους. Όμως, η ουσία της ανταγωνιστικότητας είναι πιο σύνθετη, καθώς πέρα από το κόστος και την τιμή του προϊόντος εξαρτάται επίσης και από διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς παράγοντες. Επιπλέον, υπάρχουν έρευνες που προσδίδουν εμπειρική θεμελίωση στο «Παράδοξο του Kaldor», σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει μονοσήμαντη σχέση μεταξύ μοναδιαίου κόστους εργασίας και ισορροπίας εμπορικού ισοζυγίου.
Δεύτερον, το επιχείρημα του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι μυωπικό καθώς ενέχει κυρίως βραχυχρόνιες επιπτώσεις, ενώ με έναν ανορθολογικό τρόπο επιβάλλει μικροοικονομική συμπεριφορά στη μακροοικονομία. Ειδικότερα, μια μείωση (αύξηση) του μοναδιαίου κόστος εργασίας μπορεί πράγματι σε επίπεδο επιχείρησης να οδηγήσει σε μια μείωση (αύξηση) της τελικής τιμής ενός προϊόντος.
Από την άλλη όμως, σε επίπεδο συνολικής οικονομίας, η μείωση (αύξηση) των ονομαστικών μισθών (με σταθερές τις τιμές) θα περιορίσει (αυξήσει) τις καταναλωτικές δαπάνες, που με τη σειρά της ενδεχομένως να οδηγήσει μέσω των πολλαπλασιαστών σε μείωση της εγχώριας παραγωγής. Ακόμη όμως και σε μίκρο-ανάλυση, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας μπορεί να μην είναι αποτελεσματική στην περίπτωση που υπάρχουν ισχυρά ολιγοπώλια στους κλάδους εμπορεύσιμων αγαθών καθώς ένας περιορισμός του κόστους εργασίας οδηγεί σε μια αύξηση του περιθωρίου κέρδους παρά σε μια χαμηλότερη τιμή.
Τρίτον, μια οικονομία που η ανταγωνιστικότητά της καθορίζεται μονοσήμαντα από το ύψος των ονομαστικών μισθών δεν έχει κάποιο κίνητρο ώστε να αναπτύξει τεχνικές εντάσεως κεφαλαίου που να εξοικονομούν ποσότητες εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος η οικονομία να βρεθεί σε μια παγίδα χαμηλής παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των αποκλίσεων με τις πιο προηγμένες τεχνολογικά οικονομίες.
Μικρή θετική επίδραση
Μετά τα παραπάνω ας επανέλθουμε στο συγκεκριμένο ζήτημα που μας απασχολεί, το οποίο συνίσταται στο κατά πόσον η μεταβολή του κατώτατου μισθού επιδρά στη μεταβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Στη Γραφική Παράσταση που ακολουθεί παρουσιάζονται οι ρυθμοί μεταβολής του κατώτατου μισθού και του μοναδιαίου κόστους εργασίας την περίοδο 2001-2017, στην ελληνική οικονομία.
Ένας τρόπος λοιπόν για να εξετάσουμε εάν ο κατώτατος μισθός τείνει στο να επιδρά στο μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι να εξετάσουμε εάν υπάρχει κάποια συσχέτιση μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Βεβαίως μια απλή συσχέτιση δεν αποτελεί κατηγορηματική απόφανση αλλά όπως και να το κάνουμε είναι κάποια ένδειξη. Υπολογίσαμε λοιπόν το συντελεστή συσχέτισης μεταξύ του % μεταβολής του κατώτατου μισθού και του αντίστοιχου % μεταβολής του μοναδιαίου κόστος εργασίας την περίοδο 2001-2017. Δηλαδή την περίοδο που η Ελλάδα βρίσκεται στο ευρώ.
Ο συντελεστής συσχέτισης που προκύπτει είναι θετικός (+0,506) και είναι οριακά σημαντικός. Διαπιστώνεται επομένως μια (με όλες τις επιφυλάξεις μεθοδολογικού χαρακτήρα) μικρή θετική επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Θα υποστηρίζαμε με απλά λόγια ότι ο κατώτατος μισθός φαίνεται ότι δεν επηρεάζει το μοναδιαίο κόστος εργασίας όσο άλλες οικονομικές μεταβλητές και άλλες ενεργητικές πολιτικές που στοχεύουν στη μεταβολή της παραγωγικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια: