Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο


ΓΡΑΦΕΙ Ο ΞΕΝΟΦΩΝ Α. ΜΠΡΟΥΝΤΖAΚΗΣ

Το νεοελληνικό κράτος έπρεπε επειγόντως να συγκροτήσει το παρελθόν του, πράγμα που έγινε αντιληπτό αμέσως από τον μεγάλο κυβερνήτη που ευτύχησε να έχει, τον Ιωάννη Καποδίστρια, που ανταμείφθηκε γενναιόδωρα για τις υπηρεσίες του με τη δολοφονία του από ευγενείς κουμπουροφόρους πατριώτες…

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

Το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον
Μέσα στις ευρύτερες φροντίδες του κυβερνήτη, που αποσκοπούσαν στη συγκρότηση του ελληνισμού σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, ήταν να περισώσει τα μνημεία που μαρτυρούσαν την αρχαία ελληνική κληρονομιά αυτού του τόπου μέσα από την πρώτη σχετική νομοθεσία περί νόμου αρχαιοτήτων. Μέσα στο δύσκολο κλίμα της περιόδου και με τον δυσκολότερο λαό που θα μπορούσε να του τύχει, ο Καποδίστριας φρόντισε να ιδρύσει το πρώτο ελληνικό μουσείο, περισυλλέγοντας όσα αρχαία μπορούσε στην Αίγινα, που ήταν τότε η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Το παλιό Ορφανοτροφείο μετατράπηκε στο πρώτο μουσείο, το οποίο στέγασε όσα ευρήματα βρέθηκαν. Έτσι, λοιπόν, το 1829 έχουμε το πρώτο ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο.
Ταυτόχρονα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία» που δημιουργήθηκε το 1837 με την πρωτοβουλία του πλούσιου εμπόρου Κωνσταντίνου Mπέλιου και ομάδας λόγιων και πολιτικών, ανέλαβε να συνδράμει την ολιγομελή κρατική αρχαιολογική υπηρεσία με σκοπό την ανεύρεση, αναστύλωση
και συμπλήρωση των αρχαίων της Ελλάδας. Το εγχείρημα αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαζευτεί μια σειρά αρχαιοτήτων που πλέον έπρεπε να στεγαστούν σε ένα Μουσείο, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο για τις οικονομικές δυνατότητες του φτωχού κρατιδίου. Για άλλη μια φορά, η ιδιωτική πρωτοβουλία (που δεν πρέπει να έχει κατηγορηθεί και ενοχοποιηθεί πουθενά περισσότερο στον κόσμο απ’ ότι σε αυτόν τον αχάριστο και αγνώμονα τόπο) έδωσε τη λύση.
Ο Νικόλαος Μπερναρδάκης κατέβαλε το ποσό των 200.000 φράγκων και το Αρχαιολογικό Μουσείο άρχισε να οικοδομείται στο οικόπεδο που δώρισε η Ελένη Τοσίτσα. Τα σχέδια εκπονηθήκαν κυρίως από Γερμανούς αρχιτέκτονες του νεοκλασικισμού.
Αναλυτικότερα, το 1858 προκηρύχτηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την τοποθεσία και το σχέδιο του μουσείου. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1866 και ολοκληρώθηκε το 1889, με κονδύλια (που προστέθηκαν σε αυτό του Βερναρδάκη) της ελληνικής κυβέρνησης, της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρίας και της Κοινότητας των Μυκηνών. Η αρχική ονομασία του μουσείου ήταν Το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον και αρχικά, με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, στεγάστηκε στον Ναό του Ηφαίστου μέχρι το 1874. Έπειτα από ταλαιπωρίες και επακόλουθες στεγάσεις των εκθεμάτων, η δημιουργία του νέου μουσείου ξεκίνησε το 1866.
Έλαβε τη σημερινή του ονομασία το 1881, από τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη.
Οι συλλογές του Μουσείου
Με Προεδρικό Διάταγμα της 9ης Αυγούστου 1893 (ΦΕΚ Α΄ αρ. 152, «Περί διοργανισμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου») ιδρύθηκε επισήμως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο με σκοπό «την σπουδήν και διδασκαλίαν της αρχαιολογικής επιστήμης, την διάδοσιν αρχαιολογικών γνώσεων παρ’ ημίν και την ανάπτυξιν έρωτος προς τας καλάς τέχνας». Οι συλλογές του καθορίσθηκαν ως εξής:
Συλλογή Γλυπτών (Γλυπτοθήκη),
Συλλογή Αγγείων (Αγγειοθήκη),
 Συλλογή Πήλινων και Χαλκίνων Αγαλματίων και λοιπών διαφόρου ύλης αρχαίων (Αγαλματιοθήκη),
Συλλογή Επιγραφών (Επιγραφικό Μουσείο),
 Συλλογή Έργων Προελληνικών Χρόνων (Μυκηναία Συλλογή),
 Συλλογή Έργων Αιγυπτιακής Τέχνης (Αιγυπτιακή Συλλογή).
Επιπλέον, λειτουργούσαν εργαστήρια συντήρησης και μουσείο εκμαγείων.

Ένας συγκροτημένος χώρος παρουσίασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
Με την προσθήκη μιας επέκτασης στα χρόνια του Μεσοπολέμου, δημιουργήθηκε ένα από τα πιο όμορφα και μεγαλύτερα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας, που φέρει την υπογραφή δυο σπουδαίων Γερμανών αρχιτεκτόνων του νεοκλασικισμού, του Ludwig Lange και του Ernst Ziller. Στο κτίριο αυτό συγκεντρώθηκε σταδιακά ένα πλήθος εκθεμάτων από διάσπαρτες στον ελληνικό χώρο αρχαιότητες. Έτσι, στο Αρχαιολογικό Μουσείο συγκροτήθηκε ολόκληρη η περίοδος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, με διάφορα εκθέματα από την προϊστορική περίοδο έως και το τέλος της αρχαιότητας.
Σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ένας συγκροτημένος χώρος παρουσίασης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ένας χώρος μελέτης και έρευνας του παρελθόντος για τους αρχαιολόγους και ιστορικούς. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία παγκοσμίως. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, από το περιεχόμενο του, απέκτησε έναν ακαδημαϊκό χαρακτήρα, ως ένα μουσείο που περιλαμβάνει επαρκώς ολόκληρη την αρχαία ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.

Η περιπέτεια του Μουσείου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το Μουσείο αντιμετώπισε το μεγάλο πρόβλημα διαφύλαξης των εκθεμάτων του. Αυτό απαιτούσε ιδιαίτερα επίπονες ενέργειες. Έτσι, άρχισαν άμεσα να τοποθετούν τις σημαντικότερες των αρχαιοτήτων σε κιβώτια, προκειμένου να τα αποθηκευόσουν και φυλάξουν σε όσο το δυνατότερο ασφαλείς τόπους. Πολλά από τα εκθέματα θάφτηκαν κάτω από τα δάπεδα του Μουσείου, άλλα στην Τράπεζα της Ελλάδος και άλλα σε φυσικά κρησφύγετα.
Το Μουσείο έμεινε κλειστό για πέντε ολόκληρα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχε επιταχθεί ο χώρος και διατεθεί σε διάφορες χρήσεις. Να σημειώσουμε εδώ ότι, μετά τις εργασίες απόκρυψης στο ίδιο το Μουσείο και τους βομβαρδισμούς του 1944, το κτίσμα υπέστη σοβαρότατες βλάβες, με αποτέλεσμα να καταστραφούν ολοσχερώς τα περίτεχνα μωσαϊκά δάπεδα και οι τοιχογραφίες οροφής, που υπήρχαν κυρίως στην κεντρική αίθουσα των Μυκηναϊκών εκθεμάτων. Αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1945, άρχισαν οι εργασίες επανέκθεσης των αρχαίων, υπό την επίβλεψη του τότε διευθυντή
Χ. Καρούζου, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες από τον αρχιτέκτονα Π. Καραντινό, με σκοπό τη διαμόρφωση των χώρων του Μουσείου για την καλύτερη παρουσίαση των εκθεμάτων. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών, η προσωρινή έκθεση του Μουσείου περιορίσθηκε σε δέκα αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας. Το 1964 ολοκληρώθηκε το έργο της επανέκθεσης από το Χρήστο και τη Σέμνη Καρούζου, με την υποδειγματική παρουσίαση της πορείας της αρχαίας ελληνικής τέχνης από την προϊστορία έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1994, εκτέθηκε για πρώτη φορά και η μοναδική στην Ελλάδα συλλογή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων.
Περιμένοντας την επέκταση
Το 2006 συντάχθηκε ένα πλήρες και λεπτομερέστατο κτιριολογικό πρόγραμμα για την υπόγεια επέκταση στην αυλή του μουσείου, το οποίο εγκρίθηκε ομόφωνα από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 2007. Έκτοτε, η προκήρυξη εκκρεμεί και μένουμε με την ελπίδα ότι κάποτε θα πραγματοποιηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.