Η Ναόμι Κλάιν, οι πολυεθνικές και η υπόθεση της Μασαχουσέτης
Γράφει
ο Θανάσης Μπαντές
Η επαίσχυντη χούντα στη Βιρμανία και η
απροκάλυπτη εκμετάλλευση της κατάστασης από ένα πλήθος πολυεθνικών, που
μεταφέρθηκαν εκεί παράγοντας σχεδόν τσάμπα με την προστασία του καθεστώτος
(κάποιες μάλιστα είχαν και ενεργή συμμετοχή στη στήριξή του), προκάλεσε έντονο
προβληματισμό στην Αμερική σχετικά με τις μεθόδους των εταιρειών να
ελαχιστοποιούν τα έξοδά τους.
Η συνεργασία με δικτατορικά καθεστώτα, η
παιδική εργασία, τα εργοστάσια-κάτεργα, η περιφρόνηση του περιβάλλοντος, με δυο
λόγια η συνολική εικόνα του ακραίου αμοραλισμού και της κατάφωρης παραβίασης
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (στο όνομα του κέρδους) δημιούργησε δυσαρέσκεια και
προκάλεσε κινητοποιήσεις.
Η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο «NO LOGO» σημειώνει: «Η πιο σημαντική κίνηση […] πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του
1996, όταν το πολιτειακό κοινοβούλιο της Μασαχουσέτης υπερψήφισε το Νόμο της
Μασαχουσέτης για τη Βιρμανία, καθιστώντας ακόμα πιο δύσκολη για τις εταιρείες
που είχαν δοσοληψίες με το δικτατορικό καθεστώς της χώρας τη σύναψη συμβολαίων
με τη συγκεκριμένη Πολιτεία». (σελ. 497). Επρόκειτο για ένα νόμο που θορύβησε
τις πολυεθνικές: «Όπως επισήμανε και η έγκυρη Journal ofCommerce “οι στόχοι βρίσκονται πολύ μακριά μας, αλλά
ξαφνικά οι τοπικές κυβερνήσεις φαίνονται να μπορούν να φτάσουν στην άκρη της
γης”». (σελ. 497 – 498).
Βιρμανία / Μιανμάρ
Η απόφαση του συγκεκριμένου πολιτειακού
κοινοβουλίου δεν ήταν ούτε ουρανοκατέβατη ούτε αιφνιδιαστική. Εξέφραζε τη
γενικευμένη δυσπιστία του πληθυσμού απέναντι στις πολυεθνικές και τη βαθιά
ανησυχία για τις μεθοδεύσεις τους. Λίγα χρόνια νωρίτερα (από το 1994) και το
δημοτικό συμβούλιο του Μπέρκλεϊ είχε κινηθεί ανάλογα: «… το δημοτικό συμβούλιο
του Μπέρκλεϊ πέρασε τόσες πολλές αποφάσεις μποϊκοτάζ – εναντίον εταιρειών που
κάνουν επιχειρήσεις στη Βιρμανία, τη Νιγηρία και το Θιβέτ, κι εταιρειών που
συνδέονται με τη βιομηχανία όπλων ή με την πυρηνική ενέργεια – ώστε, όπως
αστειεύτηκε η δημοτική σύμβουλος Πόλι Άρμστρονγκ, “πολύ σύντομα θα πρέπει να
κάνουμε τη δική μας υπεράκτια γεώτρηση”». (σελ. 498 – 499).
Η Κλάιν επεξηγεί για την περίπτωση του
Μπέρκλεϊ: «Είναι αλήθεια ότι εξαιτίας των αποφάσεων για τη Νιγηρία και τη
Βιρμανία, καθώς και της απόφασης για την πετρελαιοκηλίδα του Exxon Valdez, το δημοτικό συμβούλιο απαγορεύεται να συναλλάσσεται με τις μεγάλες
πετρελαϊκές εταιρείες και υποχρεούται να τροφοδοτεί τα ασθενοφόρα του και τα
οχήματα καθαρισμού των δρόμων με βενζίνη από την άσημη εταιρεία Golden Gate Petroleum». (σελ. 499).
Και σαν να μην έφταναν αυτά, το Μπέρκλεϊ
προχώρησε και σε άλλους αποκλεισμούς: «Επίσης το Μπέρκλεϊ είχε αποκλείσει την Pepsi από τα αυτόματα μηχανήματα πώλησης αναψυκτικών στο χώρο ευθύνης του,
εξαιτίας των επενδύσεών της στη Βιρμανία, ξανασυνεργάστηκε δε μαζί της όταν
αυτή διέκοψε τις σχέσεις της με τη Ραγκούν» (η τότε πρωτεύουσα της Βιρμανίας)
«κι ύστερα αποφάσισε να μποϊκοτάρει την Coce, λόγω της ανάμειξής της στη Νιγηρία».
(σελ. 499).
Μετά τη Μασαχουσέτη υπήρξαν κι άλλες
αποφάσεις που καταδίκαζαν τις πρακτικές των πολυεθνικών: «Τον Ιούνιο του 1998»
(δυο χρόνια αργότερα ) «η πόλη του Σεντ Τζον στο Νιουφάουντλαντ υπερψήφισε
απόφαση κατά των εργατικών κατέργων, ενώ μια ομάδα παιδιών στο Φορτ ΜακΜάρεϊ
της Αλμπέρτας πέτυχαν να πείσουν το δημοτικό συμβούλιο της πόλης τους να
περάσει μια απόφαση που απαγόρευε τη χρήση σε δημόσιους χώρους μπαλών
ποδοσφαίρου και πυροτεχνημάτων κατασκευασμένων από παιδιά. Την ίδια στιγμή,
αποφάσεις υπέρ μιας ελεύθερης Βιρμανίας έφταναν ακόμη μακρύτερα – στις 17
Μαρτίου του 1998, το δημοτικό συμβούλιο του Μαρικβιλ στη Νέα Νότια Ουαλία της
Αυστραλίας “ψήφισε ομόφωνα να γίνει η πρώτη τοπική Αρχή εκτός των ΗΠΑ που θα
έθετε σε εφαρμογή ένα νόμο επιλεκτικών αγορών για τη Βιρμανία”». (σελ. 498).
Οι εξελίξεις δεν ήταν καθόλου καλές για τις
εταιρείες: «… ίσως η υπόθεση να μοιάζει λίγο με την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, αλλά τα μποϊκοτάζ πράγματι επηρεάζουν τις πολυεθνικές. Τα στελέχη τους
μπορεί να χαμογελούν όταν “παρδαλές” κολεγιακές πόλεις όπως το Μπέρκλεϊ
μποϊκοτάρουν τα πάντα εκτός από τα τσιγαριλίκια και τον καφέ Bridgehead, αλλά όταν μπαίνουν στο παιχνίδι πλούσιες Πολιτείες όπως η Μασαχουσέτη και
το Βέρμοντ, ο εταιρικός τομέας δε διασκεδάζει καθόλου». (σελ. 499).
Μπέρκλεϋ: Το κτίριο Wheeler Hall
Αυτός είναι και ο λόγος που η απόφαση της
Μασαχουσέτης τάραξε τα νερά. Έγινε σαφές ότι οι πολυεθνικές πρακτικές δεν είναι
ανεκτές όχι μόνο σ’ ένα κύκλο «γραφικών» ή «ταραχοποιών» ή «αντιδραστικών» ή
«αναρχικών» ή όπως εκ του πονηρού θέλει να τους ονομάσει κανείς (η εξ’ αρχής
ταμπέλα ισοπεδώνει τα πάντα), αλλά και σε ανθρώπους που είναι αδύνατο να
προσβάλει κανείς το κοινωνικό τους κύρος και (το κυριότερο) έχουν σοβαρές
τσέπες για κατανάλωση.
Το Μπέρκλεϊ, από μόνο του δε θα μπορούσε να
σημαίνει και πολλά. Η Μασαχουσέτη όμως, έχει άλλο βάρος. Μπορούσε να δώσει στο
θέμα διαστάσεις: «Το Μάιο του 1999 τρεις επιπλέον Πολιτείες – το Τέξας, η
Ουάσινγκτον και η Νέα Υόρκη – έθεσαν σε ισχύ νόμους για τη Βιρμανία, ενώ οι
κινητοποιήσεις είχαν ήδη αρχίσει να κοστίζουν. Για παράδειγμα, προτού αποσυρθεί
από τη Βιρμανία […] η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Ericsson
είχε ήδη χάσει μια μεγάλη προσφορά ν’ αναβαθμίσει τις υπηρεσίες κλήσεις
επείγουσας ανάγκης του Σαν Φρανσίσκο, λόγω των επιχειρηματικών δοσοληψιών της
με τη χώρα αυτή, και η Hewlett-Packard φαινόταν να ακολουθεί, έχοντας επίσης
χάσει τη σύναψη πολλών μεγάλων συμβολαίων με δήμους». (σελ. 499).
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ευθύνη του
νομοθέτη: να αποκαθιστά το δίκαιο με όσα μέσα έχει και μπορεί. Η νομοθεσία των
κρατών παγκοσμίως (σε κεντρικό επίπεδο) δε φάνηκε να ενοχλείται από τη δράση
των πολυεθνικών. Ο κατά τόπους νομοθέτης όμως είναι σε θέση να εκφράσει την
αντίθεσή του απέναντι στην ασυδοσία των εταιρειών πράττοντας αναλόγως, πράγμα
που (προφανώς) οι μεγάλες εταιρείες δεν υπολόγιζαν: «Οι κατά τόπους νομοθέτες
γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να εμποδίσουν τις πολυεθνικές να διοχετεύουν κεφάλαια
στις δικτατορίες της Νιγηρίας και της Βιρμανίας, όπως δεν μπορούν και να
παρεμποδίσουν τις εισαγωγές από εταιρείες που χρησιμοποιούν την παιδική εργασία
και την εργασία των φυλακισμένων στο Πακιστάν και την Κίνα». (σελ. 496).
Η τοπική εξουσία όμως, αν μιλάμε για
δημοκρατία, διατηρεί σοβαρές δικαιοδοσίες, τις οποίες και μπορεί να αξιοποιήσει
περνώντας το δικό της μήνυμα στο συνολικό πολιτικό γίγνεσθαι: «Οι νομοθέτες […]
ξέρουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι άλλο. Έχουν τη δύναμη ν’ αρνηθούν, συλλογικά,
την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τις εταιρείες αυτές, όταν επιλέγουν τους
επιχειρηματικούς εταίρους τους για οτιδήποτε, από την παροχή υπηρεσιών κινητής
τηλεφωνίας μέχρι την παραγωγή ποδοσφαιρικού εξοπλισμού. Ο στόχος παρόμοιων
“συμφωνιών επιλεκτικών αγορών”, όπως ονομάζεται αυτή η ηθική εμπορική πολιτική,
είναι διπλός. Πρώτον, οι συμφωνίες μπορούν να οδηγήσουν μεμονωμένες εταιρείες
στην απόφαση ότι τελικά οι επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό υπό
ανήθικες συνθήκες δεν είναι επικερδείς – για παράδειγμα θα τους κοστίσουν την
απώλεια συμβολαίων στον τόπο τους. Και δεύτερον, οι δραστηριότητες των τοπικών
Αρχών μπορούν ν’ ασκήσουν πίεση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να υιοθετήσει
θέσεις με αρχές στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της». (σελ. 496 – 497).
Με άλλα λόγια, η Πολιτεία της Μασαχουσέτης
χτύπησε τις εταιρείες ακριβώς εκεί που πονάνε: στα κέρδη τους. Κατά κάποιο
τρόπο μετέτρεψε την ηθική στον τρόπο παραγωγής σε χρηματικό – εμπορεύσιμο
μέγεθος. Η έλλειψη ηθικής κοστίζει συμβόλαια. Οι πολυεθνικές δεν έχουν παρά να
μετρήσουν κέρδη και ζημιές και να κάνουν τις επιλογές τους. Κι όσο το θέμα
παίρνει διαστάσεις, τόσο το κόστος διογκώνεται: «Από τότε που η Μασαχουσέτη
υιοθέτησε το Νόμο για τη Βιρμανία, τον Ιούνιο του 1996, πολλές πασίγνωστες
πολυεθνικές έχουν πραγματοποιήσει μαζική έξοδο από το δικτατορικό αυτό κράτος,
συμπεριλαμβανομένων των Eastman Kodak, Hewlett-Packard, Philips Electronics, Apple και Texaco». (σελ. 499).
Τελικά, δεν είναι τόσο δύσκολο να ασκήσει ο
νομοθέτης έλεγχο στη δράση των πολυεθνικών. Το θέμα είναι να το θέλει. Η
ασυδοσία των εταιριών οφείλεται πρωτίστως στη νομοθετική αδράνεια των κρατών
που τις το επιτρέπει: «Ακριβώς […] επειδή οι πρωτοβουλίες αυτής της εξωτερικής
πολιτικής των τοπικών Αρχών εξαναγκάζουν τις εταιρείες να κάνουν μια τόσο
ξεκάθαρη επιλογή, πολλοί άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι ως πρωτοβουλίες
αποτελούν το πλέον αποτελεσματικό πολιτικό εργαλείο για να ασκήσουν κάποιο
έλεγχο στις υπερεθνικές εταιρείες. “Οι επιλεκτικές αγορές που βασίζονται στο
πρότυπο των νόμων για τη Βιρμανία” λέει ο Ντάνι Κένεντι, συντονιστής της ομάδας
πίεσης στον τομέα των ορυχείων Υπόγειο Σχέδιο, “είναι η μεγαλύτερή μας
ελπίδα”». (σελ. 499 – 500).
καφές Bridgehead
Τέτοιες δηλώσεις όμως είναι επικίνδυνες.
Οτιδήποτε αναφέρεται σε «πολιτικά εργαλεία» που «ασκούν έλεγχο» στις
πολυεθνικές κρίνεται επιβλαβές, αφού αντιτίθεται στην ελευθερία των αγορών να
τροφοδοτεί χούντες και να εκμεταλλεύεται μικρά παιδιά σε εργοστάσια-κάτεργα.
Άσε που η αδράνεια μπορεί να δώσει κι άλλη έκταση στο γεγονός. Το οποίο
σημαίνει κι άλλα χαμένα λεφτά: «… αυτή ακριβώς είναι η δήλωση […] που έχει
εξαγριώσει την επιχειρηματική κοινότητα, η οποία, αφού πιάστηκε στον ύπνο από
την ξαφνική εμφάνιση των νόμων περί προμηθειών, είναι αποφασισμένη να μην
υποπέσει ποτέ ξανά στο ίδιο σφάλμα». (σελ. 500).
Με άλλα λόγια, έφτασε για τις εταιρείες η
ώρα της δράσης: «Μια σειρά από εταιρείες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται
βασικοί επενδυτές στη Βιρμανία, όπως η Unocal, κι επενδυτές στη Νιγηρία, όπως η Mobil, συνασπίστηκαν υπό την αιγίδα του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικού Εμπορίου,
με σκοπό να εξαπολύσουν ολομέτωπη επίθεση εναντίον των συμφωνιών επιλεκτικών
αγορών. Τον Απρίλιο του 1997 το Συμβούλιο συγκρότησε τη USA*Engage, ισχυριζόμενο ότι εκπροσωπεί περισσότερες από 670 εταιρείες κι εμπορικές
ενώσεις. Εκπεφρασμένος στόχος της είναι ο συλλογικός αγώνας εναντίον των
συμφωνιών επιλεκτικών αγορών, ο οποίος θα προστατέψει μεμονωμένες εταιρείες από
την έκθεση των πρακτικών τους στα πυρά των αντιπάλων. Ο Φρανκ Κίτρετζ, που
είναι πρόεδρος του Συμβουλίου και αντιπρόεδρος της USA*Engage ταυτόχρονα, εξηγεί ότι “πολλές εταιρείες θα προτιμούσαν να μη γίνονται
στόχος ως υποστηρικτές χωρών όπως το Ιράν ή η Βιρμανία. Κι ο τρόπος να το
αποφύγουν είναι να συνασπιστούν”». (σελ. 500).
Και βέβαια, οι πολυεθνικές επιτέθηκαν στις
δημοτικές Αρχές επικαλούμενες την προτεραιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης:
«Οι συνασπισμένες εταιρείες υποστηρίζουν ότι η εξωτερική πολιτική είναι θέμα
της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ότι οι δημοτικές και πολιτειακές Αρχές δεν
έχουν καμιά δουλειά να επεμβαίνουν». (σελ. 500).
Η προτίμηση των εταιρειών προς την
ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι φανερή. Προφανώς μ’ αυτή συνεννοούνται καλύτερα.
Κι όχι μόνο αυτό: «… η USA*Engage έχει επεξεργαστεί “έναν Κατάλογο
Παρακολούθησης Πολιτειακών και Τοπικών Κυρώσεων”, ο οποίος ελέγχει όλες τις
κωμοπόλεις, τις πόλεις και τις Πολιτείες που έχουν υιοθετήσει συμφωνίες
επιλεκτικών αγορών, καθώς και τις κοινότητες που προτίθενται να υιοθετήσουν παρόμοιες
συμφωνίες και κατά συνέπεια είναι ακόμα ευάλωτες σε εξωτερική πίεση». (σελ.
500).
Η Μιανμάρ (και πριν το 1989 Βιρμανία ή Μπούρμα) είναι μία μεγάλη χώρα της
νοτιοανατολικής Ασίας με έκταση 676.578 τ.χλμ. και πληθυσμό 51.486.253
κατοίκους
Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα: «Η επιθετική
πολιτική από μέρους των μελών της USA*Engage έχει ήδη πετύχει να ματαιώσει την
υιοθέτηση ενός νόμου για τη Νιγηρία, ο οποίος επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ από
την Πολιτεία του Μέριλαντ (το Μάρτιο του 1998), ενώ η Unocal (η οποία δεν κατάφερε να κρατήσει το όνομά της έξω από τη διαμάχη) πέτυχε
να πείσει το νομοθετικό σώμα της Καλιφόρνιας να μην υιοθετήσει ένα νόμο για τη
Βιρμανία παρόμοιο μ’ αυτόν της Μασαχουσέτης». (σελ. 500).
Οι εταιρείες γρήγορα βρήκαν κι άλλους
συμμάχους: «… η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αμφισβητήσει επίσημα το Νόμο της
Μασαχουσέτης για τη Βιρμανία ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου». (σελ.
500).
Όμως, οι σύμμαχοι των πολυεθνικών δε
σταματούν εδώ: «Υπό εξέταση βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι ο νόμος παραβιάζει κανονισμό
του ΠΟΕ ο οποίος απαγορεύει στις διάφορες κυβερνήσεις να πραγματοποιούν αγορές
με “πολιτικά” κίνητρα. Συζητείται ακόμη και η άσκηση δίωξης από την
ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ εναντίον των δημοτικών και των πολιτειακών Αρχών
της χώρας, με την κατηγορία ότι παραβιάζουν τον κανονισμό του ΠΟΕ. Παρόλο που
οι ομοσπονδιακοί νομοθέτες αρνούνται κατηγορηματικά ότι επιδιώκουν κάτι τέτοιο,
στις 5 Αυγούστου 1998 το Κογκρέσο απέτρεψε, έστω και με ισχνή πλειοψηφία, την
υιοθέτηση απόφασης η οποία θα εμπόδιζε την κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει δημόσιο
χρήμα σε μια τέτοια δικαστική διαμάχη». (σελ. 500 – 501).
Όλοι βρίσκονται στο πλευρό των πολυεθνικών.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μάλιστα είναι έτοιμη να «χρησιμοποιήσει και δημόσιο
χρήμα» για το δικαστήριο. Με απόφαση του Κογκρέσου. Το ίδιο ενοχλημένη και η
Ευρωπαϊκή Ένωση. (Το εμπάργκο που επέβαλε η Ευρώπη το 2007 στις εταιρείες της
Βιρμανίας, λόγω των τρομερών επεισοδίων που έγιναν εκεί, δεν αλλάζει και πολύ
την εικόνα). Όταν τίθεται θέμα πολυεθνικών συμφερόντων οι πάντες συνασπίζονται.
Κατόπιν αυτών η δράση των εταιρειών γίνεται
δυναμικότερη: «Τον Απρίλιο του 1998, το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικού Εμπορίου
έκανε αγωγή στο ομοσπονδιακό περιφερειακό δικαστήριο της Βοστόνης, με την οποία
χαρακτήρισε το Νόμο της Μασαχουσέτης για τη Βιρμανία αντισυνταγματικό. Το
Συμβούλιο υποστήριξε ότι “ο Νόμος της Μασαχουσέτης για τη Βιρμανία παραβιάζει
άμεσα την αποκλειστική εξουσία της εθνικής κυβέρνησης να προσδιορίσει την
εξωτερική πολιτική του κράτους, κάνει διακρίσεις ανάμεσα στις εταιρείες που
πραγματοποιούν εμπορικές δοσοληψίες στο εξωτερικό και συγκρούεται με τις
πολιτικές και τους στόχους του ομοσπονδιακού νόμου ο οποίος επιβάλλει κυρώσεις
στην Ένωση της Μιανμάρ”». (σελ. 501).
Η συνέχεια ήταν μάλλον αναμενόμενη: «Παρόλο
που το Συμβούλιο κατόρθωσε να πετύχει την έκδοση προστατευτικής εντολής που
απέκρυπτε την ταυτότητα των μεμονωμένων εταιρειών οι οποίες είχαν
χρηματοδοτήσει την αγωγή, στο δικαστήριο υποστήριξε ότι τριάντα από τα μέλη του
είχαν πληγεί από το νόμο. Και το Νοέμβριο του 1998, το Συμβούλιο νίκησε: Το
δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος της Μασαχουσέτης για τη Βιρμανία ήταν
αντισυνταγματικός, γιατί “παραβίαζε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο την εξουσία της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης ν’ ασκεί εξωτερική πολιτική”». (σελ. 501).
Το Συμβούλιο που εκπροσωπεί τις Πολυεθνικές
δεν έχει κανένα λόγο να κρύψει τις προθέσεις του: «Το Εθνικό Συμβούλιο
Εξωτερικού Εμπορίου παραδέχεται ανοιχτά ότι ο δικαστικός αγώνας συνιστά
απόπειρα να δημιουργηθεί προηγούμενο, προκειμένου να ακυρωθούν όλες οι
συμφωνίες επιλεκτικών αγορών των διαφόρων δήμων, καθώς και οι απαγορεύσεις που
έχουν επιβάλλει οι πανεπιστημιουπόλεις και τα σχολικά διοικητικά συμβούλια».
(σελ. 501).
Ο Άλβιν Τόφλερ
Και πέρα από το να ακυρωθούν οι ήδη
υπάρχουσες συμφωνίες, μια άλλη βασική μέριμνα (που δεν ειπώθηκε) είναι να μην
υπάρξουν ξανά τέτοια περιστατικά στο μέλλον. Το μήνυμα είναι σαφές: κανείς δεν
πρέπει να τα βάζει με τις πολυεθνικές.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας στο κείμενο «Τι
σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;» ξεκαθαρίζει ότι ο μεγάλος ιδεολογικός αγώνας
αφορά την απόρριψη της ηθικής ως κριτήριο στις δημόσιες υποθέσεις: «Αυτή η πάλη
για την από-ηθικοποίηση των δημόσιων συγκρούσεων βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σήμερα δεν
διεξάγεται πλέον υπό το πρίσμα μιας τεχνοκρατικής αυτοκατανόησης της πολιτικής και
της κοινωνίας: όταν η κοινωνική πολυπλοκότητα εμφανίζεται σαν μαύρο κουτί, μόνο
η ευκαιριακή συμπεριφορά σε σχέση με το σύστημα φαίνεται να προσφέρει
δυνατότητες προσανατολισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τα μεγάλα προβλήματα
που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες κοινωνίες δεν είναι τέτοιου είδους, ώστε να
μπορούν να λυθούν χωρίς μία κανονιστικά ευαισθητοποιημένη αντίληψη, χωρίς μια
ηθικοποίηση των δημόσιων θεμάτων». (σελ. 105).
Ο Άλβιν Τόφλερ στο βιβλίο του «Το Κραχ»
παραθέτει: «Ένας απ’ τους βασικούς πολιτικούς αγώνες των χρόνων που θα
επακολουθήσουν θα ‘ναι ο αγώνας σχετικά με την ακριβή μορφή αυτού του
μηχανισμού σταθεροποίησης και για το βαθμό που θα επωφελείται απ’ αυτόν το
κοινό και όχι μόνο τα “ατομικά” συμφέροντα των επιχειρήσεων». (σελ. 123).
Κι αν κάποιος αναρωτιέται γιατί έχει
πολιτική σημασία ο αγώνας για να τοποθετηθεί το κοινωνικό συμφέρον πάνω από το
συμφέρον των εταιρειών, ο Τόφλερ θα προσθέσει: «Γιατί, στο σύνολό της, η
ανάπτυξη μιας παγκόσμιας επιχειρηματικής δραστηριότητας θα σημαίνει μια
σημαντική απώλεια δημοκρατικότητας μέσα στις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις.
Καθώς όλο και περισσότερες οικονομικές αποφάσεις επηρεάζουν τον έλεγχο του
κράτους, επηρεάζουν επίσης και τη δημοκρατική συνείδηση. Η βάση της δημοκρατίας
έγκειται στο ότι οι πολίτες μιας χώρας μπορούν και ελέγχουν την οικονομική τους
ζωή. Όταν αυτό παύει να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο, οι δημοκρατίες
μετατρέπονται σε αποικίες». (σελ. 123 –124).
Η νομοθεσία των κρατών παγκοσμίως (σε κεντρικό επίπεδο) δε φάνηκε να
ενοχλείται από τη δράση των πολυεθνικών.
Για να συμπληρώσει: «Σήμερα χρειάζεται να
δραστηριοποιηθούμε για να σταματήσουμε τη μετατροπή σε αποικίες των
πλουσιότερων και ισχυρότερων κρατών, όπως και των φτωχότερων». (σελ. 124).
Ο Τζόελ Μπάκαν στο βιβλίο the Corporation αναρωτιέται: «Ποια είναι η θεραπεία για την ασθένεια των ανώνυμων
εταιρειών; Στο παρελθόν, τουλάχιστον τον προηγούμενο αιώνα, ο κόσμος στρεφόταν
στις κυβερνήσεις όταν έχανε την πίστη του στις εταιρείες. Σήμερα, όμως, πολλοί
επιχειρηματίες επιμένουν ότι η κρατική παρέμβαση δεν αποτελεί πλέον επιλογή για
τον περιορισμό των ζημιών των εταιρειών. Υπερασπίζουν με σθένος την άποψη ότι η
αγορά είναι ο πιο ικανός και κατάλληλος ρυθμιστής της εταιρικής συμπεριφοράς».
(σελ. 132).
Με άλλα λόγια, είναι η ίδια η αγορά που θα
επιβάλλει στις εταιρείες την πάταξη της ασυδοσίας. Όχι ο νόμος. Οι εταιρείες
δεν έχουν κανέναν άλλο κριτή από τους μετόχους και σε δεύτερο επίπεδο τους
καταναλωτές.
Στην ουσία, οι εταιρείες δεν ενδιαφέρονται
απλώς να είναι υπεράνω των νόμων. Θέλουν οι νόμοι να εξυπηρετούν τα δικά τους
συμφέροντα αδιαφορώντας για το συμφέρον της κοινωνίας. Θέλουν δηλαδή μια
νομοθεσία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους. Χωρίς τη νομοθεσία δε θα
μπορούσαν να επιβληθούν, όπως έχουν επιβληθεί. Η κοινωνία θα τις έβαζε στη θέση
τους, όπως στη Μασαχουσέτη.
Ο Μπάκαν σημειώνει: «Οι πολιτικοί πιέζονται
και επηρεάζονται υπερβολικά από το χρήμα των εταιρειών και ολοένα και
περισσότερο χάνουν την εξουσία λήψης σοβαρών αποφάσεων, καθώς η απορρύθμιση και
η ιδιωτικοποίηση αποδυναμώνουν την κυριαρχία της κυβέρνησης. Η λαϊκή σφαίρα
επιρροής συρρικνώνεται και η κοινωνική ανισότητα είναι πλέον αχαλίνωτη». (σελ.
140).
Οι κατάσταση αυτή όμως δεν πρέπει να
δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι το κράτος δεν είναι η κυρίαρχη δύναμη, που, αν
πράγματι θέλει, μπορεί ανά πάσα στιγμή να βάλει τις εταιρείες στη θέση τους:
«Το κράτος είναι ο μοναδικός θεσμός στον κόσμο που μπορεί να δώσει ζωή σε μια
εταιρεία. Αυτό παραχωρεί στις εταιρείες τα δικαιώματά τους, όπως η νομική
προσωπικότητα και η περιορισμένη ευθύνη, και τους υποχρεώνει να λειτουργούν
έχοντας πάντα ως πρώτο κριτήριο το κέρδος. Αυξάνει τις δυνάμεις της αστυνομίας
και το στρατό και χτίζει δικαστήρια και φυλακές (όλα υποχρεωτικά πληρωμένα από
τους πολίτες) ώστε να ενισχύσει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ανώνυμων
εταιρειών – δικαιώματα που επίσης παραχωρεί το κράτος. Και μόνο το κράτος, μαζί
με άλλα κράτη, υπογράφει διεθνείς εμπορικές συμφωνίες και ιδρύει παγκόσμιους
θεσμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, οι οποίοι, σε απάντηση,
περιορίζουν τη δυνατότητα του να ρυθμίζει τις ανώνυμες εταιρείες και τα
ιδιοκτησιακά δικαιώματα που αυτό έχει δημιουργήσει. Χωρίς το κράτος, οι
ανώνυμες εταιρείες είναι ένα τίποτα. Κυριολεκτικά». (σελ. 141).
Ο Μπάκαν είναι πλήρως διαφωτιστικός: «…
είναι λάθος να θεωρούμε ότι, επειδή οι πολυεθνικές εταιρείες είναι σήμερα πολύ
ισχυρές, το κράτος έχει εξασθενίσει. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η
απορρύθμιση έχουν ελαττώσει την ικανότητα του κράτους να προστατεύει το δημόσιο
συμφέρον (μέσω, για παράδειγμα, εργατικών νόμων, περιβαλλοντικών νόμων και
νόμων προστασίας του καταναλωτή) και έχουν ενισχύσει τη δύναμή του να προωθεί
τα συμφέροντα των εταιρειών και να διευκολύνει τους κερδοσκοπικούς τους σκοπούς
(μέσω, για παράδειγμα, νόμων για τις εταιρείες, νόμων για την ιδιοκτησία και
νόμων για το διεθνές εμπόριο). Συνολικά, ωστόσο, η εξουσία του κράτους δεν έχει
μειωθεί. Έχει επανακατανεμηθεί και είναι περισσότερο συνδεδεμένη με τις ανάγκες
και τα συμφέροντα των εταιρειών και, ταυτόχρονα, λιγότερο με το δημόσιο
συμφέρον. (σελ. 142).
Το συμπέρασμα του Μπάκαν είναι απολύτως
προφανές: «Το ζήτημα δεν είναι αν το κράτος ρυθμίζει τις επιχειρήσεις – πάντα
συμβαίνει αυτό – αλλά πώς και στη βάση ποιων συμφερόντων το κάνει».
(σελ. 142). Κι αυτό είναι θέμα πολιτικής βούλησης…
Naomi Klein: «NO LOGO», Εκδοτικός Οργανισμός Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα 2005.
Τζόελ
Μπάκαν: «the Corporation, το παθολογικό κυνήγι των εταιρειών για κέρδος και
εξουσία», εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007.
Το
κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας «Τι σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;» συγκαταλέγεται
μέσα στον τόμο που φέρει τον ευρύτερο τίτλο «Η Επόμενη Ημέρα… μετά την πτώση
του “υπαρκτού σοσιαλισμού”», εκδόσεις «παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1992.
Άλβιν
Τόφλερ: «Το Κραχ», εκδόσεις «ΚΑΚΤΟΣ», Αθήνα 1987.
ΠΗΓΗ: eranistis
Δεν υπάρχουν σχόλια: