Άσσιχτιρ Μουσταφά! Που τα Βάθη της Ψυσιής μου
Γράφει ο Σόλων Αντάρτης
Ολόκληρη η ζωή μου καθορίστηκε από την εισβολή του
Ιουλίου του 1974.
Μία από τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις είναι από την
παραλία της εισβολής. Κάτω από μία ομπρέλα ανάμεσα σε ενήλικες ατένιζα την
θάλασσα και το άπλετο καλοκαιρινό μεσογειακό φως. Οι Κερυνειώτες ανάμεσα μας
γνωρίζουν για την ποιότητα του φωτός για το οποίο μιλώ. Η φυσική ενσάρκωση του
μετά τα φυσικά γαλανόλευκου. Η γαλανή-γαλήνη με πλημμύριζε και το μοναδικό
πράγμα που διατάραζε αυτήν την αίσθηση πληρότητας ήταν η άμμος στα παιδικά μου
δάκτυλα. Ολόκληρη μου η ενήλικη ζωή είναι μία πορεία αναζήτησης εκείνης της
αίσθησης γαλήνης και πληρότητας που μου χάρισε μια παραλία δυτικά της
Κερύνειας. Είναι γι’ αυτό ίσως που λατρεύω τη θάλασσα. Στα νερά της αισθάνομαι
τα λόγια του Δαυίδ «πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι»
Στα τέσσερα μου βίωσα σε κάθε κύτταρο της ύπαρξης μου την
αίσθηση ενός πραγματικού υπαρξιακού τρόμου. Την αδυσώπητη γνώση του ότι κάθε
στιγμή που περνά μπορεί να είναι η τελευταία μου. Ανάμεσα σε καμένους κάμπους
και βυθίσεις πολεμικών αεροπλάνων η συνειδητότητα μου αποκολλήθηκε και η
πραγματικότητα βιώθηκε μαυρόασπρη και δισδιάστατη. Το κόμικ στο οποίο μετείχα
διεξήχθη νοτιοανατολικά του Γερόλακκου και δίπλα
από το παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Χρόνια μετά και με τη χρήση των ιερών βοτάνων των ιθαγενών μίας
άλλης ηπείρου οι αναμνήσεις μου ενώθηκαν με την αγωνία της μάνας στο τιμόνι του
μικρού Wolkswagen και την γιαγιά μου δίπλα να κρατά τον
αδελφό μου που έκλαιγε. Ολόκληρη η ενήλικη μου ζωή είναι μία πορεία αναζήτησης
της υπέρβασης εκείνου του υπαρξιακού τρόμου της 20ης Ιουλίου του 1974. Είναι
γι’ αυτό ίσως που αγαπώ τα βουνά του τόπου μας. Μέσα τους αισθάνομαι μία
πρωτόγονη αίσθηση προστασίας όπως τότε που στα χωριά πάνω τους οι ανθρώποι μας
φιλοξένησαν χιλιάδες σαν και μένα.
Έζησα συσσίτια, αντίσκηνα, παράγκες, ρούχα με δελτίο,
ψείρες, ξυρισμένα κεφάλια προτού κλείσω τα 12. Και ασκήσεις για βομβαρδισμούς.
Όταν τα διηγούμαι στους μαθητές μου σήμερα με κοιτάζουν σαν να βλέπουν
εξωγήινο.
Είδα τον τζύρην (πατέρα) μου να δουλεύει από το πρωίν ως
την νύχτα κάνοντας όλων των ειδών τις δουλειές. Τεχνικός στην CYTA νυν ΑΤΗΚ, εισπράκτορας,
πελεκάνος-ξυλουργός, χτίστης, οδηγός, πωλητής, εργάτης στο σπίτι βάζοντας
κουμπιά σε δέρματα. Μονίμως απών από το μεγάλωμα μου. Χρόνια μετά κατάλαβα…
Είδα την μάναν μου να δουλεύει που το πρωίν ως την νύχταν
και να μας μεγαλώνει. Νοικοτζυρά να σηκώνεται που το χάραμαν του φου, από το
λυκαυγές, να μαγειρέψει, να καθαρίσει να μας ετοιμάσει για το σχολείο. Είδα την
να δουλεύει καθαρίζοντας σπίτια, φροντίζοντας τα παιδιά άλλων, είδα την μάνα
μου «Φιλιππινέζα» να υπομένει αγόγγυστα τις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες
άλλων για να μας αναγιώσει. Είναι γι αυτό που σήμερα εξοργίζομαι με την ίδια
αντιμετώπιση των κοπέλων απο τις Φιλιππίνες και την Σρι-Λάνκα από τους ίδιους
ττοππουζοκυπραίους αστούς.
Αγαπώ την μάναν τζιαι τον τζύρην μου. Με δίδαξαν τι σημαίνει
θυσία πολύ πριν συναντήσω την ίδια τη λέξη στη ζωή μου. Δεν τους θυμούμαι ποτέ
να έχουν χρόνο για τους δυο τους. Ποτέ να έχουν μία έξοδο για διασκέδαση.
Φύλαγαν κάθε μπακκίραν, κάθε σεντ, κάθε λεπτό για να μας μεγαλώσουν, να μας
σπουδάσουν να μας δουν Ανθρώπους. Κάθε δυσκολία ανάμεσα μας κάθε αίσθημα οδύνης
έχει σβηστεί μέσα μου. Για όλα μου τα παράπονα ως παιδί, ως έφηβος, ως νέος
τους συν-χωρώ. Μαζί τους εντός, εκτός και επί τα αυτά τους πορεύομαι. Είναι
μέρος μου και είμαι μέρος τους. Φυσικά, συναισθηματικά και μετά τα φυσικά. Τα
βότανα μου το έμαθαν και αυτό.
Μεγαλώνοντας έζησα την αντοχή και την επιμονή τους να
αρχίσουν ξανά από το μηδέν. Άρχοντες νοικοκύρηδες ξεριζωμένοι πεταμένοι στην
προσφυγιά με μηδαμινή βοήθεια από το κράτος.
Είδα τους θείους και τις θείες μου να περνούν τα ίδια και
να ξενιτεύονται. Άλλος στα πλοία σαν ήρωας του Καββαδία, άλλος στις ερήμους της
Αραβίας, άλλη στις χιονισμένες πεδιάδες του Καναδά. Ήρωες Ντοστογιεσφκικοί που
κουβαλούσαν όποτε έρχονταν ιστορίες μαγικές. Είδα τους γάμους τους να
κλονίζονται, έζησα χωρισμούς, αρρώστιες, θανάτους. Και όμως οι άνθρωποι μου
είναι οι ηρωίδες και οι ήρωες μου. Αλύγιστες και αλύγιστοι μέσα στα χρόνια.
Ακόμη και στα πρόθυρα του θανάτου.
Όλοι τους με μεγάλωσαν με τις ιστορίες τους. Με τις
πανάρχαιες ελιές του Καπουθκιού, του χωριού της μάνας μου, τον ποταμόν της
Πέτρας στην κοίτη του οποίου κρύφτηκε ο πατέρας μου για να μην πάει σχολείο,
τις εκκλησιές τον σκελετόν των οποίων έστησεν ο παππούς μου ο συνάδελφος του
Ιησού, το σινεμά στην Λεύκα, τις κονναρκές στους κάμπους, τον γάδαρον με τον
οποίον τούμπαρεν ο πατέρας μου, την αίγιαν που ετσίλλησεν με το αυτοκίνητον ο
θείος μου μέσα στην νύχτα και η οποία εκατέληξεν σε εξαίσιο τσιμπούσιν
ομηρικόν. Την ανάβαση στον Πενταδάκτυλον με το σαραβαλάκι των νεαρών
αρραβωνιασμένων, το παναΰριν στον απόστολον Ανδρέα στο οποίο απέκτησα το σημάδι
στο μέτωπο μου πάνω στα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια.
Και την Πόλην. Την πιο ελληνικήν πόλην του τόπου. Οι
γονείς μου δεν είναι Κερυνειώτες. Όπως πολλοί άλλοι όμως αγάπησαν την Πόλην.
Μου μετάδωσαν αυτήν την αγάπη με τις διηγήσεις τους και με τα συναισθήματα τους
που πλέκονταν ανάμεσα στις λέξεις σαν λευκαρίτικο κέντημα. Δεν ξέρω αν είναι
αλήθεια αλλά αισθάνομαι ότι οι γονείς μου άφησαν πίσω την προσωπική τους ευτυχία
στην θάλασσα του Μάρε Μόντε και τις ταβέρνες της δικής μας Πόλης. Χρόνια μετά
γνώρισα τους πρώτους μου Κερυνειώτες. Ο Αλέκος Ιακωβίδης και ο Νίκος Λιβέρδος
καθηγητές μου στην Παιδαγωγική Ακαδημία μου χάρισαν το ευ ζην! Και τις δικές
τους αναμνήσεις της Πόλεως. Ο Ερμής Χριστοδούλου που σύναεν τα παιδιά και τα
συνόδευεν στην θάλασσα, το μπάσκετ που έγινε θρησκεία σε μια επαρχιακή κωμόπολη
της Κύπρου πολύ πριν μπει στα σαλόνια της μπουρζουαζίας, οι χαρές, οι πίκρες, ο
χορός. Ο πρώην πεθερός μου ο Κώστας Πασιάς που τα μάτια του αλλάζουν κάθε φορά
που μιλά για το Καζάφανι, ο κύριος Κύρος Πιστός που μας εξιστόρησε στο σχολείο
πώς κάποια «πελλοκοπελλούθκια» επιτέθηκαν στο απρόσβλητο φρουραρχείο της
Κερύνειας και πώς τα πολυβόλα των αποικιοκρατών θέρισαν τα δέντρα σε όλη την
Κερύνεια.
Εκατοντάδες άνθρωποι του τόπου μου με τίμησαν με τις
ιστορίες τους για τον τόπο μας. Οι ιστορίες τους είναι και δικές μου. Μετέχω
μίας παράδοσης ζωντανής που πάει λίγο πιο ανατολικά σε μια αμμουδερή παραλία
που ονομάζεται «Αχαιών ακτή». Το συναισθηματικό και πολιτιστικό μου DNAδιαμόρφωσε μέσα μου έναν
ακατάλυτο συναισθηματικό δεσμό με τον τόπο της μάνας τζιαι του τζύρη μου, της
γιαγιάς τζιαι του παππού μου, του Αλέκου, του Νίκου, της Γιούλας, του Πέτρου,
του Λάρη, της Άντρης, του Κώστα, της Μαρίας, του Νίκου, της Σαββούλας του
Μιχάλη, της Αρετής, του Γιάννη, του Άγγελου, η δική μου Ελλάδα που
αντιστέκεται, η δική μου Ελλάδα που επιμένει, κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν
ξέρει που πατά και που πηγαίνει…
Διαβάζω τώρα και για πρώτη φορά επίσημα ότι ο Αττιλάρχης
στις διαπραγματεύσεις επικαλείται το δίκαιο του εισβολέα, του φονιά, του
κλέφτη, του βιαστή, του σφετεριστή, του εποίκου, πάνω από τον δικό μου
συναισθηματικό δεσμό με τον τόπο των προγόνων μου. Καθορίζει μάλιστα τα δέκα
χρόνια ως τον χρόνο κάτω από τον οποίο δεν δικαιολογείται ένας τέτοιος
συναισθηματικός δεσμός. Ο εγκάθετος της Κατοχής συνεπικουρείται από διάφορους
ανάμεσα μας που μου ζητούν να ξεχάσω και να υποταχτώ κι εγώ και όλοι σαν και
μένα. Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι ακόμη και αν ήθελα δεν θα μπορούσα.
Κουβαλώ μιαν απόκοσμην γαλανήν θάλασσαν μέσα μου. Κουβαλώ την που τα τέσσερα
μου χρόνια. Και κάθε φοράν που πάω τζιαι προσκυνώ την μου τα θυμίζει όλα και
μου τα εξιστορεί.
Που τα βάθη της ψυσιής μου λοιπόν Μουσταφά: «Άσσιχτιρ!»
Άσσιχτιρ σε σένα τζιαι στην συναπαρτζιάν σου!
Σόλων Αντάρτης πρόσφυγας, ετών τεσσάρων κατά το σωτήριον
έτος της «ειρηνευτικής επιχειρήσεως της Αϊσιέ» ~ solon_antartis@yahoo.com
By solon antartis, submitted on Tue, 01/10/2017 - 15:20
ΠΗΓΗ: Δημήτρης Κυπριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια: