Ανθρωπισμός της πράξης, του Franz J. Hinkelammert. Προδημοσίευση
Η πρόσληψη του Μαρξ από τον Αλτουσέρ αποκρύπτει το γεγονός ότι οι πρώιμες προσεγγίσεις του Μαρξ δείχνουν τον δρόμο για τη σωστή κοινωνική δράση.
Μετάφραση από τα γερμανικά: Άλεξ Κάντζιας - Ροντε
Πηγή: junge Welt, 6/8/2020
Αυτές τις μέρες ** κυκλοφορεί από τις εκδόσεις VSA του Αμβούργου το βιβλίο του Franz J. Hinkelammert «Die Dialektik und der Humanismus der Praxis. Mit Marx gegen den neoliberalen kollektiven Selbstmord» («Η διαλεκτική και ο ανθρωπισμός της πράξης. Με τον Μαρξ ενάντια στη νεοφιλελεύθερη συλλογική αυτοκτονία».). Από αυτό δημοσιεύουμε ένα συντομευμένο τμήμα του κεφαλαίου για τη μαρξική διαλεκτική, στο οποίο ο συγγραφέας εξετάζει κριτικά την πρόσληψη του Μαρξ από τον Αλτουσέρ. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον εκδότη και τον συγγραφέα για την άδεια αναδημοσίευσης.(jW)
Πρέπει να θέσουμε ξανά το ερώτημα για το ποιο είναι το σημείο εκκίνησης εντός της μαρξικής σκέψης. Για αυτό είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί πώς απάντησε ο ίδιος ο Μαρξ στην εποχή του σε αυτό το ερώτημα. Και αυτό όπως εκφραστηκε ο ίδιος ο Μαρξ, και όχι από την οπτική ενός κάπως «προμαρξικού» Μαρξ ή ενός υποτιθέμενα ανώριμου ακόμα Μαρξ, όπως έχει υποστηρίξει συχνά ο Λουί Αλτουσέρ (Γάλλος φιλόσοφος, 1918–1990· jW).
Πώς έβλεπε τον εαυτό του ο Μαρξ
Στον πρόλογο του βιβλίου του Κρτική της Πολιτικής Οικονομίας του 1859, ο Μαρξ αναφέρει για τις προηγούμενες σπουδές του: «Το κύριο αντικείμενο των σπουδών μου ήταν τα νομικά, τα οποία όμως ακολούθησα μόνο ως δευτερεύουσα κατεύθυνση δίπλα στην φιλοσοφία και την ιστορία. Το έτος 1842/43, όταν ήμουν εκδότης της «εφημερίδας του Ρήνου», ένιωσα πρώτη φορά την αμηχανία να πρέπει να συμμετέχω σε συζητήσεις γύρω από τα λεγόμενα υλικά συμφέροντα. […] Από την άλλη σε εκείνη την εποχή, όπου η καλή θέληση του «να πάμε παραπέρα» υπερκέραζε συχνά την γνώση των πραγμάτων, είχε ακουστεί στην «εφημερίδα του Ρήνου» ένας ελαφρώς φιλοσοφικά χρωματισμένος αντίλαλος του γαλλικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Ως εκ τούτου δήλωσα αντίθετος σε αυτήν την προχειρολογία, παραδεχόμενος όμως ταυτόχρονα χωρίς περιστροφές σε μια αντιπαράθεση με την Augsburger Allgemeine Zeitung, ότι οι μέχρι τότε σπουδές μου δεν μου επέτρεπαν να αποτολμήσω την οποιαδήποτε κρίση σχετική με το περιεχόμενο των γαλλικών τάσεων».1 Ο Μαρξ προσθέτει ότι αποσύρθηκε «από την δημόσια σκηνή στο σπουδαστήριο» διατυπώνοντας επιπλέον: «Η πρώτη εργασία, που την έκανα για να επιλύσω τις αμφιβολίες που με πολιορκούσαν, ήταν μια κριτική αναθεώρηση της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, μια εργασία της οποίας η εισαγωγή δημοσιεύτηκε στις «γερμανογαλλικές επετηρίδες» του 1844 στο Παρίσι».2
Ο Μαρξ ξεκινά έτσι από μια τομή με την προηγούμενη σκέψη του, την οποία εκφράζει το άρθρο του 1844 και την οποία παρουσιάζει το 1859 ως καθοριστικό βήμα της μετέπειτα σκέψης του. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε σε τι ακριβώς αναφέρεται. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για το ακόλουθο συμπέρασμα της ανάλυσης του από το 1844: «Η κριτική της θρησκείας τελειώνει με τη διδαχή ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή η κατηγορική προσταγή να ανατραπούν όλες οι σχέσεις στις οποίες ο άνθρωπος είναι ένα ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλειμμένο, περιφρονημένο ον».³
Το ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι το αναγκαίο κριτήριο. Και αυτό το κριτήριο ο Μαρξ το αποκαλεί την κατηγορική προσταγή του. Από αυτό προκύπτουν και οι συνέπειες: να ανατραπούν όλες οι σχέσεις στις οποίες ο άνθρωπος είναι ένα ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλελειμμένο, περιφρονημένο ον.
Πρόκειται για το κριτήριο της πράξης. Ο Μαρξ δεν περιγράφει κάποια συναισθήματα, αλλά έναν ορθολογισμό της οικονομικής και πολιτικής πράξης που έρχεται σε σαφή αντίθεση με τον ορθολογισμό της αγοράς. Ο Μαρξ ενδιαφέρεται για την ανθρωπιά του ανθρώπου. Βλέπει κανείς τότε, ότι ο Μαρξ θέτει την ανθρωπιά του ανθρώπου ως κριτήριο του ανθρώπου και άρα στοχεύει στη «χειραφέτηση του ανθρώπου». Και η κατηγορική προσταγή του περιγράφει τον δρόμο να φτάσει κανείς εκεί – η ανατροπή όλων των σχέσεων που τις στέκονται εμπόδιο.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι στις αναλυμένες από τον Μαρξ θέσεις της αστικής πολιτικής οικονομίας δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η αγορά (και το χρήμα, κεφάλαιο) το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο. Γι αυτό και το καθοριστικό ερώτημα για τον Μαρξ είναι το τι πρέπει να γίνει ώστε ο άνθρωπος να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί ως το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο. Σε αυτό το ερώτημα θα αφιερώσει την μετέπειτα σκέψη του.
Ο Μαρξ κλείνει το άρθρο του 1844 ως εξής: «Ας συνοψίσουμε το συμπέρασμα: Η μόνη πρακτικά δυνατή απελευθέρωση της Γερμανίας είναι η απελευθέρωση από τη σκοπιά της θεωρίας που δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο».4 Εδώ καταπιάνεται με γαλλικές θέσεις. Η Γαλλική Επανάσταση ανακήρυξε τη Θεά Λογική ως το υπέρτατο ον του ανθρώπου. Ο Μαρξ ανταπαντά: ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή η χειραφέτηση του ανθρώπου.
Στον πρόλογο της «Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» του 1859 σχεδιάζει τα επόμενα βήματα, εκκινώντας από το άρθρο του 1844: «Η έρευνα μου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι νομικές όσο και οι πολιτειακές μορφές δεν μπορούν να ερμηνευτούν ούτε από μόνες τους, ούτε από την λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος αλλά ότι έχουν πολύ περισσότερο τις ρίζες τους στις υλικές συνθήκες διαβίωσης, τις οποίες ο Χέγκελ, ακολουθώντας την μέθοδο των Άγγλων και των Γάλλων του 18ου αιώνα, συνοψίζει κάτω από τον όρο «αστική κοινωνία», όμως ότι η ανατομία της αστικής κοινωνίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία». 5 Η καθοριστική εδώ διαπίστωση είναι ότι «η ανατομία της αστικής κοινωνίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία».
Η θέση στο δοκίμιο του 1844 ότι «ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο» οδηγεί λοιπόν τον Μαρξ στη συνειδητοποίηση ότι «η ανατομία της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία», επομένως οι δύο θέσεις υπονοούν η μία την άλλη. Δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, η αστική κοινωνία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο εάν η ανατομία της αποκρυπτογραφηθεί στην πολιτική οικονομία. Δεν μπορείς να έχεις το ένα χωρίς το άλλο.
Το 1848, στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα κάνουν λόγο για μια μελλοντική ένωση, στην οποία «η ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ατόμου είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».6 Αλλά αυτό δεν αλλάζει το περιεχόμενο της θέσης. Το να πούμε ότι «η ελεύθερη ανάπτυξη του κάθε ατόμου είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» είναι ακριβώς το ίδιο με το να πούμε ότι «ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο» και επομένως ότι η «ανατομία της αστικής κοινωνίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική οικονομία«.
Το υπέρτατο ον
Βλέπουμε λοιπόν ότι για τον Μαρξ το δοκίμιο του 1844 είναι η βάση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να γίνουν κατανοητές όλες οι μετέπειτα μελέτες και θεωρίες του. Το αναφέρει και ο ίδιος δεκαπέντε χρόνια μετά από την δημοσίευση του, έχοντας ήδη γράψει τα «Grundrisse» και το 1859 το βιβλίο, στον πρόλογο του οποίου θα εξηγήσει τη σημασία εκείνου του άρθρου από το 1844 – και τα δύο ως προπαρασκευαστικές εργασίες για την επεξεργασία του βασικού του έργου, του Κεφαλαίου. Για να το εκφράσουμε με τα λόγια του Αλτουσέρ, αυτό που ανέπτυξε ο Μαρξ στο άρθρο του 1844 είναι ακριβώς η «επιστημολογική του τομή», την οποία ο Αλτουσέρ όμως δεν αναφέρει ούτε μια φορά, και την οποία ίσως να μην είχε προσέξει καν. Ο Αλτουσέρ κάνει λόγο για μια επιστημολογική τομή στον Μαρξ η οποία υποτίθεται ότι προέκυψε πολύ αργότερα. Δοκίμια όπως αυτό του Μαρξ από το 1844 για τον άνθρωπο ως το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο τα θεωρεί ως προ- ή μη-μαρξιστικά. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλτουσέρ χαρακτηρίζει ως μη-μαρξιστικό ένα κομμάτι της σκέψης του Μαρξ, το οποίο ο ίδιος ο Μαρξ αναδεικνύει στον Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας του 1859 ως αφετηρία για όλες τις μεταγενέστερες θεωρίες του. Διότι σύμφωνα με αυτόν τον πρόλογο του 1859 ήταν το δοκίμιο του 1844 που οδήγησε στην αναγκαία «επιστημολογική τομή». Ο Αλτουσέρ θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε καταπιαστεί με αυτό, γιατί αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να κρίνει αν το δοκίμιο των αρχών του 1844 είναι πραγματικά «μαρξιστικό» ή όχι αυτός δεν είναι παρά ο ίδιος ο Μαρξ.
Ο Μαρξ είχε ονομάσει την ημέρα που περίμενε ως επακόλουθο της νέας αυτής προσέγγισης, η οποία διακηρύσσεται από το λάλημα του γαλλικού κόκορα, ως ημέρα της γερμανικής Ανάστασης. Αυτό το γράφει επίσης το 1844, στην καταληκτική πρόταση της εισαγωγής στην «Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ».7 Θα αναβιώσει αυτές τις θεμελιώδεις ιδέες το 1859 και θα συνεχίσει να τις εξελίσσει μέχρι και το τέλος της ζωής του, ακόμα και αν συχνά αλλάζει το γλωσσικό ύφος. Σε κάθε περίπτωση δεν θα υπερασπιστεί ποτέ θέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έρθουν σε αντίφαση με τις θέσεις του δοκιμίου του 1844, επειδή αυτές αποτελούσαν τον πυρήνα της σκέψης του: ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο - δηλαδή αυτό που το 1844 αποκαλεί την κατηγορική προσταγή του.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι με την εξτρεμιστική μορφή του καπιταλισμού, η οποία σε αυτή τη μορφή είναι πρωτόγνωρη στην ιστορία, το ακριβώς αντίθετο. Πηγαίνει χέρι-χέρι με την οπισθοχώρηση ή και την κατάργηση κάθε τι ανθρώπινου. Όταν η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ λέει «η δημοκρατία πρέπει να ανταποκρίνεται στην αγορά», δεν εκφράζει παρά αυτό. Γιατί αυτό που στην πραγματικότητα λέγεται είναι ότι δεν είναι ο άνθρωπος το υψηλότερο ον για τον άνθρωπο αλλά το υψηλότερο ον για τον άνθρωπο είναι η αγορά.
Είναι άρα κατανοητό ότι ειδικά σήμερα πρέπει να κατανοήσουμε ξανά τις αντίστοιχες μαρξικές διατυπώσεις σχετικά με την σύγχρονη κοινωνία: ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, ούτε η αγορά, ούτε το χρήμα ή το κεφάλαιο. Είναι αυτός ο άνθρωπος ως υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, που στον Μαρξ απολήγει στον ανθρωπισμό της πράξης και ο οποίος αποδέχεται τον άνθρωπο ως υπέρτατο ον για τον άνθρωπο μόνο όταν απολήγει σε αυτόν τον ανθρωπισμό της πράξης.
Οι Θέσεις του Αλτουσέρ
Αυτό που ο Μαρξ έγραψε το 1859 ακούγεται λες και είχε την ικανότητα να διαβάσει τον Αλτουσέρ ώστε να του απαντήσει. Γιατί με σοφή προνοητικότητα ήδη στον πρόλογο του 1859 ο Μαρξ είχε επιχειρηματολογήσει με τρόπο που να αποκλείει μια μετατροπή της σκέψης των κριτικών γραπτών του, όπως εκείνων του 1844, σε δόγμα και ότι τα μεταγενέστερα έργα του συνιστούν μια περαιτέρω ανάπτυξη των ιδεών εκείνης της εποχής, π.χ. ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο. Αργότερα – τουλάχιστον όπως τα παρουσιάζει ο φίλος του Φρίντριχ Ένγκελς σε μια επιστολή του προς τον γαμπρό του Μαρξ Πολ Λαφάργκ – έντυσε ειρωνικά αυτήν του τη στάση με τα λόγια: «το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν είμαι μαρξιστής». 8
Ο Λουί Αλτουσέρ εκπροσωπεί την αντίθετη άποψη, η οποία εξακολουθεί να είναι ευρέως διαδεδομένη. Για το λόγο αυτό θέλω να αναφερθώ σε κάποιες από τις θέσεις του Αλτουσέρ. Για την επιλογή τους στηρίχτηκα στην Marta Harnecker, μια εξαιρετική γνώστρια της αλτουσεριανής σκέψης, την οποία μετά τις σπουδές της στο Παρίσι εισήγαγε στην Λατινική Αμερική το 1969, με το γνωστό και ενδιαφέρον βιβλίο της Los Conceptos elementales del Materialismo historico (σμ. στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού»). Είχε καθοριστική συμβολή στην διάδοση της σκέψης του Αλτουσέρ στη Λατινική Αμερική, όχι μόνο κάνοντας γνωστές τις θέσεις του, αλλά και εκπροσωπώντας τες και η ίδια.
Η Μάρτα Χάρνεκερ είχε αναφέρει για την πρόσληψη της σχέσης του Μαρξ με τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ από τον Αλτουσέρ: «σε κάποια ορισμένη στιγμή ο Μαρξ υιοθέτησε τη θέσεις του Φόιερμπαχ. Μια κριτική ερμηνεία, όπως την έκανε ο Αλτουσέρ όταν εξέδωσε μια γαλλική μετάφραση ενός κειμένου του Φόιερμπαχ, δείχνει ότι πολλά από τα αποσπάσματα που αναπαράγουν πολλοί ανθρωπιστές μαρξιστές σαν να ήταν κείμενα του Μαρξ, δεν είναι παρά ήταν παρά αντιγραμμένα τμήματα του κειμένου, τα οποία ο Μαρξ είχε καταγράψει για προσωπική του χρήση. [..] Η πρωταρχική σκέψη του Μαρξ αναδύεται μόνο σε μια στιγμή της διανοητικής του εξέλιξης, όταν έρχεται σε ρήξη με την προβληματική του Χέγκελ και του Φόιερμπαχ, με την οποία προηγουμένως είχε ταυτιστεί και εντός της οποίας κινούνταν τα νεανικά του γραπτά». Διότι σύμφωνα με τον Αλτουσέρ ισχύει ότι: «μια νέα προβληματική συνεπάγεται πάντα νέες έννοιες, οι οποίες στην περίπτωση του Μαρξ είναι ο τρόπος συνεπάγεται παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις, οι σχέσεις παραγωγής, η υπεραξία κ.λπ.». 9
Δυστυχώς, η Marta Harnecker δεν παραθέτει κανένα παράδειγμα για αυτούς τους ισχυρισμούς. Θα δώσω άρα εγώ ο ίδιος παραδείγματα που, κατά τη γνώμη μου, δείχνουν ότι αυτός ο ισχυρισμός έτσι δεν ευσταθεί. Αρχικά θα παραθέσω ένα παράδειγμα στο οποίο ο Φόιερμπαχ όντως κάνει χρήση ορισμένων όρων τους οποίους αργότερα χρησιμοποιεί και ο Μαρξ: «αν η ουσία του ανθρώπου είναι η ανώτερη ουσία του ανθρώπου, τότε και πρακτικά ο υπέρτατος και πρώτος νόμος θα πρέπει να είναι η αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο».10 Η ομοιότητα αυτού του αποσπάσματος του Φόιερμπαχ με το απόφθεγμα του Μαρξ στο οποίο επίσης γίνεται λόγος για το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, γίνεται αμέσως αντιληπτή.
Και τα δύο αποσπάσματα αποτελούνται από μία μοναδική πρόταση που έχει δύο μέρη. Το πρώτο μέρος μιλάει για τον άνθρωπο ως το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο. Αυτό το πρώτο μέρος είναι πρακτικά το ίδιο και στα δύο αποσπάσματα. Η μαρξική εκφραστική μορφή είναι απλώς πιο άμεση από αυτή του Φόιερμπαχ. Το δεύτερο μέρος ωστόσο των δύο αποσπασμάτων διαφέρει ριζικά. Ενώ για τον Φόιερμπαχ η συνέπεια του πρώτου μέρους είναι ο πρώτος νόμος «η αγάπη του ανθρώπου για τον άνθρωπο», ο Μαρξ, ενώ συμμερίζεται πλήρως αυτή την άποψη, επιμένει ότι συνέπεια είναι η κατηγορική προσταγή «να ανατραπούν όλες οι σχέσεις στις οποίες ο άνθρωπος είναι ταπεινωμένο, καταπιεσμένο, εγκαταλειμμένο, καταφρονεμένο πλάσμα». Αυτή η αντικειμενοποίηση υπερβαίνει ξεκάθαρα αυτό που εκφράζει ο Φόιερμπαχ. Και οι δύο εκφράζουν το ίδιο πράγμα, αλλά σε πολύ διαφορετικά επίπεδα. Μόνο ο Μαρξ διατυπώνει έναν ανθρωπισμό της πράξης.
Ο Μαρξ μιλά για μια πρακτική της δράσης, για μια αλλαγή της σχέσης με τον κόσμο. Ο Φόιερμπαχ από την άλλη απευθύνεται στον συναισθηματικό κόσμο, χωρίς συγκεκριμένες δράσεις. Ο κόσμος του Φόιερμπαχ είναι ένας κόσμος σαν εκείνον στην «Ωδή στη Χαρά» του Σίλερ και στην 9η συμφωνία του Μπετόβεν - ένας ρομαντικός κόσμος που μόνο πολύ έμμεσα μπορεί να συνδεθεί με οποιαδήποτε πρακτική, αλλά άμεσα δεν εκφράζει καμία πρακτική. Πρόκειται για την περιγραφή ενός όμορφου κόσμου. Είναι το άνοιγμα της καρδιάς και η εσωτερική σύνδεση με τους ανθρώπους αυτής της γης και κατά συνέπεια η αντιμετώπιση όλων των ανθρώπων ως αδερφών. Ο Μαρξ από την άλλη λέει πολύ ξεκάθαρα ότι θέλει να πάει πέρα από αυτόν, σε έναν διαφορετικό, πιο ανθρώπινο κόσμο. Επομένως ορίζει μια πράξη. Στις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ», που έγραψε ένα χρόνο αργότερα (1845), το θέτει ως εξής: «Οι φιλόσοφοι έχουν απλά ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα είναι να τον αλλάξουμε» 11 Αυτός είναι ένας ανθρωπισμός της πράξης που δεν συμμερίζεται ο Φόιερμπαχ, και που για τον Μαρξ σημαίνει τη διατύπωση μιας άποψης που θα αναπτύξει περαιτέρω και που δεν πρόκειται να εγκαταλείψει.
Ο Αλτουσέρ αποτυγχάνει να αντιληφθεί αυτή τη οπτική, ταυτίζοντας εσφαλμένα τον Μαρξ με την θέση του Φόιερμπαχ. Το ότι ο Μαρξ πραγματοποιεί την τομή με την πρότερη σκέψη του ήδη το 1844 περνάει στη λήθη.
Μαρξ και Χέγκελ
Επειδή μια παρόμοια προκατάληψη εμφανίζεται και αναφορικά με τον υποτιθέμενο εγελιανισμό του Μαρξ θα ήθελα να κάνω μια εκτίμηση και αναφορικά με αυτό. Θα ξεκινήσω ξανά με ένα σχετικό σχόλιο της Marta Harnecker. Αναφέρει για μια συζήτηση που είχε με τον Αλτουσέρ ως φοιτήτρια: «μου συνέστησε να διαβάσω Μαρξ από το πρωτότυπ, ξεκινώντας μάλιστα με το Κεφάλαιο και όχι από τα κεφάλαια της αρχής αλλά από το κεφάλαιο για την υπεραξία, καθώς στα πρώτα κεφάλαια ο Μαρξ – όπως νόμιζε (ο Αλτουσέρ) – φλερτάρει με την εγελιανή διαλεκτική».¹²
Πρέπει να διευκρινιστεί το από πού ξεκινά ουσιαστικά ο Μαρξ με τη διαλεκτική του και το που συναντά την διαλεκτική του Χέγκελ. Άλλωστε από πολύ νωρίς λέει ότι ο Χέγκελ στέκεται στο κεφάλι του και ότι κατά συνέπεια πρέπει να τον στήσουμε στα πόδια του. Στη συνέχεια θα παραθέσω μερικά σημεία του Μαρξ, με την βοήθεια των οποίων μπορούμε να επισημάνουμε ποιος είναι στην πραγματικότητα ο πυρήνας της μαρξικής διαλεκτικής:
«Στους τελευταίους (τους παραγωγούς των εμπορευμάτων) οι κοινωνικές σχέσεις εμφανίζονται επομένως ως αυτό που είναι, δηλαδή όχι σαν άμεσα κοινωνικές σχέσεις των ατόμων στις ίδιες τους τις εργασίες, αλλά πολύ περισσότερο σαν εμπράγματες σχέσεις των ατόμων και σαν κοινωνικές σχέσεις των πραγμάτων»¹³. Υπό αυτήν την έννοια οι μεταξύ τους σχέσεις εμφανίζονται στους ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων ως «εμπράγματες σχέσεις των ατόμων και σαν κοινωνικές σχέσεις των πραγμάτων». Φαίνεται να είναι αυτό, και υπό αυτήν την έννοια είναι κιόλας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τρόπο θέασης του κοινωνικού κόσμου. Είναι ο τρόπος του παρατηρητή, που τις παρατηρεί, και ο οποίος αυτό που βλέπει το αντιλαμβάνεται ως αυτό που είναι.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, ωστόσο προκύπτει ένας διαφορετικός τρόπος παρατήρησης αυτών των εμπορευματικών σχέσεων, ο οποίος συνίσταται στο ότι κανείς δεν είναι μόνο παρατηρητής, αλλά ταυτόχρονα επίσης και ένα άτομο που ζει εντός αυτών των εμπορευματικών σχέσεων, που βιώνει αυτό που οι εμπορευματικές σχέσεις δεν είναι. Βιώνει αυτό που δεν είναι, δηλαδή «άμεσα κοινωνικές σχέσεις των ατόμων στις ίδιες τους τις εργασίες». Από εκεί προκύπτει και το μαρξικό σχήμα παρατήρησης της πραγματικότητας: Εκείνο το οποίο δεν είναι, είναι μέρος αυτής της πραγματικότητας, που βλέπει και βιώνει κανείς και η σχέση με την πραγματικότητα μπορεί να είναι μια πραγματική σχέση μόνο αν δείχνει ξανά και ξανά αυτό που δεν είναι.
Εκείνο το οποίο δεν είναι, είναι εκείνο που απουσιάζει. Αλλά αυτή η απουσία, η οποία διαπερνά εκείνο που για τον παρατηρητή φαίνεται ως το αποκλειστικά παρών, άρα και το μόνο πραγματικό, είναι σίγουρα μια παρουσία, αλλά μια παρουσία που είναι παρούσα ως απουσία. Μπορεί ακόμη και να ουρλιάξει, και ο άνθρωπος που υποφέρει αυτή την απουσία μπορεί να συμμετάσχει σε αυτό το ουρλιαχτό. Αυτός είναι ο πυρήνας αυτού που ο Μαρξ αναγνωρίζει ως ταξική κατάσταση: μια άρχουσα τάξη, η οποία αρνείται αυτήν την απουσία και νομιμοποιεί με αυτόν τον τρόπο την από τα πάνω ταξική της πάλη, και μια ηγεμονευόμενη και καταπιεζόμενη τάξη, που υφίσταται αυτήν την ταξική πάλη και που στη συνέχεια ορθώνεται εναντίον της με μια ταξική πάλη από τα κάτω στο όνομα εκείνου που δεν είναι και που σε έναν ορισμένο βαθμό είναι αυτό, το οποίο δεν είναι ακόμα.
* Ο Franz Josef Hinkelammert (γεν. 12 Ιανουαρίου 1931) είναι ένας γερμανικής καταγωγής θεολόγος και οικονομολόγος και ένας από διασημότερους θεωρητικούς της θεολογίας της απελευθέρωσης. Είναι επίσης (μαζί με τον Hugo Assmann και τον Pablo Richard) ένας εκ των συνιδρυτών του Departamento Ecuménico de Investigaciones, ένα λατινοαμερικανικό κέντρο ανάγνωσης και κριτικής ανάλυσης της κοινωνικοοικονομικής, πολιτικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής πραγματικότητας το οποίο εδρεύει στη Sabanilla της Κόστα Ρίκα και επιχειρεί να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός πολιτισμού και μιας πνευματικότητας της απελευθέρωσης. Μέχρι και το πραξικόπημα υπό τον στρατηγό Augusto Pinochet υπήρξε επίσης οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης του προέδρου Salvador Allende.
Παραπομπές
1 Marx: Zur Kritik der Politischen Ökonomie. στο: Karl Marx/Friedrich Engels: Werke (MEW), Band 13, S. 7 f.
2 Ebd., S. 8
3 Marx: Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. στο: MEW 1, S. 385
4 Ebd., S. 391
5 Marx: Kritik der Politischen Ökonomie. στο: MEW 13, S. 8
6 Marx/Engels: Manifest der Kommunistischen Partei. στο: MEW 4, S. 482
7 Vgl. Marx: Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie. στο: MEW 1, S. 391
8 Friedrich Engels an Paul Lafargue, Folkestone, 27.8.1890. στο: MEW 37, S. 450. Ο Engels φαίνεται να αναφέρεται στην δεκαετία του 1870.
9 Marta Harnecker: El legado de Louis Althusser al marxismo. 25.2.2016. Διαδικτυακά διαθέσιμο στο www.rebelion.org (τελευταία επίσκεψη στις 8.3.2020)
10 Ludwig Feuerbach: Gesammelte Werke, Band 5: Das Wesen des Christentums. Berlin 1956, S. 508
11 Karl Marx: Thesen über Feuerbach, MEW 3, S. 7
12 Harnecker: El legado de Louis Althusser al marxismo
13 Marx: Das Kapital, MEW 23, S. 87
από kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια: