Μ΄ ΕΝΑ ΤΣΙΤΑΚΙ



 Της Όλγας Μοσχοχωρίτου

Ευτυχώς που’χε ειδοποιήσει το κορίτσι, τη Μαρίνα, να καθαρίσει το σπίτι.

Δεν  θ’ άντεχε τη σκόνη των κλειστών μηνών και μάλιστα με τους 36 βαθμούς Κελσίου συν την υγρασία της Πάτρας.

Σκληρός μήνας ο Αύγουστος, άνυδρος. Και τα κακά όταν συμβαίνουν, νιώθονται πιο ξερά, πιο τελειωτικά…Κάπως…

Είχε ξεκινήσει ξημερώματα από την Αθήνα, να προλάβει το 40ήμερο μνημόσυνο ενός θείου που εγκατέλειψε τα εγκόσμια πλήρης ημερών, μιας και δεν είχε παραβρεθεί στην κηδεία και εν πάση περιπτώσει, κάποιος έπρεπε να εκπροσωπήσει και την Οικογένεια που είχε σταδιακά  αδειάσει επικίνδυνα από τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη της.

Ήταν ευκαιρία να ρυθμιστούν και κάποια ζητήματα του οικογενειακού τάφου, της τελευταίας κατοικίας των νεκρών, άκου εκεί έκφραση, «τελευταία κατοικία»,  βαρύγδουπη, μιας και μετά από χρόνια , ένα απλό, μικρό κασελάκι χωρούσε όλα τα υπολείμματα αυτών που κάποτε υπήρξαν, πατέρας, μητέρα, θείοι, παππούδες…

Κανείς δεν κατοικούσε εκεί μέσα. Ούτε η μάνα της ούτε κανένας. Όμως τον διεκδικούσαν οι εναπομείναντες ζωντανοί. Μια τελευταία ματαιοδοξία βρε αδερφέ, συγχωρούνταν.

Οικογενειακός  ο τάφος στο Πρώτο των Πατρών, με θέα τη θάλασσα και δροσιά κάτω από τα κυπαρίσσια , που πάντως ήταν ανοικονόμητα και γέμιζαν κυπαρισσόμηλα και βελόνες τα μάρμαρα. Μια συνεχής φροντίδα.

Έτσι λοιπόν κι αυτή, έπρεπε να ρυθμίσει αυτό που καθυστερούσε για χρόνια. Να μαζέψουν και τη μάνα τους σ’ ένα κασελάκι, ν’ αφήσει χώρο για τους υπόλοιπους συγγενείς. Και εί δυνατόν να μεταφερθούν τα οστά στο απέναντι τμήμα, στων Καθολικών, όπως ήταν η κρυφή της επιθυμία.

Να την λειτουργάει ο δικός της παπάς, με τα δικά τους λόγια. Να την ευλογάει τη Μεγάλη Παρασκευή και να της ψέλνουν τα δικά τους τροπάρια. Δεν είχε τολμήσει να το δηλώσει ευθαρσώς, ούτε στον πατέρα τους, ούτε στους συγγενείς του. Μόνο στα κορίτσια μουρμούραγε την τελευταία της βούληση ποντάροντας στις ενοχές τους. Τον αδερφό τους τον προστάτευε από τα δύσκολα…Αχ μανάδες…

Δεν το αποφάσισε ούτε και άντεχε να το πραγματοποιήσει  μόνη της. Να χωρίσει το ζευγάρι, ο Ορθόδοξος πατέρας από τη μια και η Καθολική μητέρα απ’ την άλλη. Ας το συζητούσαν όλα τ’ αδέρφια γι’ άλλη μια φορά και βλέπανε.

Βρε άστους εκεί, μαζί, είπε κι η ξαδέρφη. Σιγά τώρα μην πηγαινοερχόμαστε από τάφο σε τάφο.

Όσο να πεις πάντως είχαν μιαν αγριάδα όλα τούτα κι αυτή ήθελε να πετάξει από πάνω της τις μακάβριες μυρωδιές και τις εικόνες της σήψης.

Ηθελε , αν είναι δυνατόν, να τις αντικαταστήσει με τις παλιές, γνώριμες μαλακές εικόνες , άλλων καλοκαιριών, που σχηματίζονταν από την πλάτη μιας μητέρας μπροστά στο νεροχύτη!!!

Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα.

Δεν άντεχε την ησυχία του μεσημεριού και την έλλειψη μιας κάποιας παρουσίας.

Ανοιξε το ραδιόφωνο στο Δεύτερο και την τηλεόραση στην ΕΡΤ2. Θα πρόβαλε σίγουρα εκείνη την ώρα κάποια ελληνική ταινία.

Κι  εσύ μου λες να ξεχαστώ

Τον Αύγουστο να σβήσω από τους μήνες

Μα κι αν τις μνήμες πολεμώ

Στον Αύγουστο με πάνε πάλι εκείνες…

Η φωνή της Ελλης Παπασπαλά τραγουδούσε για κάποιον καλοκαιρινό έρωτα που τέλειωσε, ή έναν έρωτα που τέλειωσε Αύγουστο μήνα, (τί γκαντεμιά αλήθεια) μέσα από τα λόγια της Ζιώγα και τη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.

Το ρεφραίν επαναλαμβανόταν διαρκώς κι εκείνη παρασύρθηκε, δυνάμωσε τη μουσική και τραγουδούσε μαζί, πετώντας τα ρούχα από πάνω της κι αφήνοντας το χλιαρό νερό να χαϊδέψει όσο γινόταν τις γρατσουνιές  που ο χρόνος αναπόφευκτα χάραζε στο σώμα. Μέσα κι έξω.

Κι  εσύ μου λες να ξεχαστώ

Τον Αύγουστο να σβήσω από τους μήνες…

Το τραγούδι κάποια στιγμή τέλειωσε, αυτή είχε βγει στάζοντας από το μπάνιο και προς στιγμή την πήρε από κάτω εκείνη η απελπισμένη χαρά του Θανάση Βέγγου, από τη μεσημεριανή ταινιοθήκη της κρατικής τηλεόρασης. Του Βέγγου που άλλαζε δουλειές, έτρεχε να προλάβει το τίποτα ή το οτιδήποτε, και στο τέλος φόραγε καπέλο στο κεφάλι ενός κακομαθημένου παιδιού, τη μακαρονάδα που δεν έτρωγε, του παιδιού μιας καινούργιας μικρομεσαίας αστικής τάξης που μπορούσε πια να τρώει σε ταβέρνες, οικογενειακώς.

Ετσι ονόμαζε το κλίμα των κωμωδιών του 50-60 . «Κλίμα απελπισμένης χαράς». Τα αστεία με τα παθήματα των λαϊκών ανθρώπων , των μειονεκτικών, των φτωχών, των άνεργων, των διαφορετικών, των χοντρών , των ομοφυλόφιλων, των γεροντοκόρων και των γεροντοπαλλήκαρων , των άσχημων, των ασουλούπωτων, των υπηρετριών από την Ανδρο, όλων αυτών των χωρίς ελπίδα, της προκαλούσαν μια απέραντη θλίψη. Κι όχι για τίποτα λόγους κάποιας πολιτικής ορθότητας, που κυριαρχούσε στο δικό της ώριμο καιρό, αλλά γιατί της φαινόταν πως οι άνθρωποι μέσα τους σπάραζαν ακόμα.

Η απελπισία για χαρά των επιζώντων του εμφυλίου!!!

Μερικές φορές ένιωθε πως σ’ αυτή τη χώρα ζούσανε όλοι, διαρκώς, τη μέρα της μαρμότας. Στριφογυρίζανε διαρκώς στο ίδιο σημείο,  γλύφοντας την πληγή. Γιατί ποτέ δεν πένθησαν αληθινά, πραγματικά, βαθιά, τις χαμένες ελπίδες και τις χαμένες άλλες εκδοχές ζωής που είχαν αχνοφανεί κάποια στιγμή , μέσα από τις φωτιές του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου.

Είμαστε όλοι, εδώ και 70 χρόνια  επιβιώσαντες του εμφυλίου. Ενθεν, κακείθεν, σκέφτηκε, κάπως τελεσίδικα.

Είχε φροντίσει να ψωνίσει μικρές λιγδοπούλες* , λίγα ζαρζαβατικά και τυρί, φρέσκο ψωμί και μια μπουκάλα ούζο τοπικής παραγωγής . «Αγουρίδη» προτιμούσε, όχι «Χάχαλη».

Δεν ήθελε να παραγγείλει έτοιμο φαγητό, παρότι με το άνοιγμα της πόρτας της μικρής μονοκατοικίας του ’60, την υποδέχθηκαν δεκάδες διαφημιστικά φυλλάδια για delivery που εκείνο το ευλογημένο κορίτσι που ήρθε και καθάρισε, θεώρησε καλό, αντί να τα στείλει στην ανακύκλωση, να  τ΄ αφήσει πάνω στο τραπέζι, μαζί με τους ληγμένους λογαριασμούς.

Ήθελε ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι Κυριακής κανονικό βρε αδερφέ, μετά από μπάνιο, με πεταμένα τα μπανιερά στην αυλή, με το λάστιχο να τα μουσκεύει όλα,  τον πατέρα της να ετοιμάζει τη ντοματοσαλάτα και να κόβει τη φέτα μετρημένα.  Μεζεδάκια για το ούζο, με συντροφιά κάποιους τυχαίους μακρινούς συγγενείς ή φίλους, που βρέθηκαν μαζί στο μικρό λιμανάκι πού είχε πάει για ψάρεμα και πέρασαν για ένα «ουζάκι στα όρθια κυρά – Μαρία, μην κάνεις τώρα φασαρία, ξένοι είμαστε; Αλλωστε περιμένει κι η κυρά στο σπίτι για φαγητό»…

«Μια λεκάνη σπαράκια μου’ φερε πάλι. Αντε να τα καθαρίσεις. Τί να φας από δαύτα. Ισα η φασαρία τους», μουρμούραγε η πλάτη στο νεροχύτη, «αλλά αμαρτία είναι, να τα πετάξω»;

 Εκείνη η πλάτη η ντυμένη με τα αιώνια φτηνά, ελαφρά τσιτάκια, τα λουλουδιαστά, τ’ αγορασμένα από τον έμπορα που πέρναγε συχνά – πυκνά έξω από την πόρτα της.

«Μ’ ένα τσιτάκι τα μεγάλωσα. Με μισή παντόφλα τα σπούδασα».

Η αγαπημένη της έκφραση. Την εκσφενδόνιζε σαν υπενθύμιση της υπέρτατης  θυσίας στο βωμό της αιώνιας Οικογένειας.

Την ενοχλούσε πάντα.

Χαμογελούσε όμως στους απρόσκλητους μουσαφίρηδες, αλεύρωνε, τηγάνιζε και έδινε στον πατέρα τα γεμάτα πιάτα.

«Προσέχετε, έχουν κόκκαλα, μην πνιγείτε»…

Είχαν μια γενναιοδωρία εκείνα τα κυριακάτικα μεσημέρια…

Ναι, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη για κείνη την εποχή. Λαϊκή γενναιοδωρία. Αρχοντιά του τραπεζιού. Αγιο πράγμα. Ιερό.

Με τον γλυκάνισο να αρωματίζει τη ζεστή, υγρή ατμόσφαιρα.

Όχι. Εκείνα τα καλοκαίρια δεν ήταν στεγνά.

Είχε πάρει τη θέση της στο νεροχύτη. Οι λιγδοπούλες ήταν ήδη καθαρισμένες από τον ψαρά, αλλά έκανε όλα τα υπόλοιπα. Σχεδόν με τις ίδιες κινήσεις. Τις ίδιες σκέψεις.

Δε φορούσε τσιτάκι. Παρά ένα μαύρο μακό , μακρύ μπλουζάκι. Ηταν σύγχρονη της εποχής της.

Έψαχνε  όμως  εκείνη τη γενναιοδωρία που τη μεγάλωσε. Την είχε ανάγκη στους καινούργιους καιρούς με τις περίεργες νέες δυσκολίες.

Άκουγε πίσω από την πλάτη της  συζητήσεις και φωνές γνώριμες.

Της μάνας της, του πατέρα της, της γιαγιάς, του παππού, των αδερφών της, κάποιων φίλων. Ίσως και κάποιου παλιού εραστή που εμφανιζόταν στο σπίτι σαν φίλος δήθεν.

Κι αυτή η ορθολογίστρια της ψηφιακής εποχής παρασύρθηκε και γύρισε να τους απαντήσει σε κάτι.

Αλλά δεν υπήρχε κανένας..

 

Σσ..Λιγδοπούλες: Μικρές μεσολογγίτικες τσιπουρίτσες.

από kommon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.