Τετάρτη, Απρίλιος 9 2025

Ο Herbert Marcuse και η αισθητική επανάσταση στη σφαίρα της Τεχνικής

 


Από Νίκος Νικολέτος

Μονοδιάστατος πολιτισμός και ο θάνατος του επαναστατικού υποκειμένου.

Από την εποχή του Αισχύλου, η τεχνική έχει απασχολήσει ελάχιστα τη σκέψη. Ίσως, η περίφημη φράση πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως, να αποτελεί ένα γενεαλογικό άλλοθι για την θεωρησιακή αυτή απαξίωση. Όπως υποστηρίζει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «οι μεγάλοι και οι πιο ριζοσπαστικοί στοχαστές του παρελθόντος δεν δίστασαν μπροστά στην ανατροπή της παραδοσιακής οικογένειας και της εκπαίδευσης. Ένα μόνο δεδομένο αφήνουν όλοι αυτοί άθικτο, την ίδια την τεχνολογία»[1].

Το γεγονός ότι η τεχνολογία είναι μια διακριτική παρουσία, σχεδόν αθόρυβη, ένα μη διακοπτόμενο continuum, μες στην αργόσυρτη πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι, την καθιστά μία οντότητα για την οποία σιωπούμε. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε οτι αποτελεί κάτι το δεδομένο, το θεμελιωδώς δοσμένο, για τον άνθρωπο που στοχάζεται. Το δεδομένο της ύπαρξής της απορρέει από την ιδιότητά της ως πρόδηλης, ως προφανούς. Αυτό ακριβώς είναι που ο Andrew Feenberg ονομάζει παράδοξο του προφανούς. «Ό,τι είναι πιο προφανές είναι, ταυτόχρονα, και το πιο δυσδιάκριτο»[2]. Ο Feenberg παρομοιάζει την κατάσταση του ψαριού μες στο νερό με την παρουσία του ανθρώπου εκτός νερού, καταλήγοντας στο ότι η συνήθεια του αυτοαναφορικού προφανούς δεν μας επιτρέπει να στοχαστούμε γύρω από αυτό. Με δυο λόγια, είμαστε χαϊντεγγεριανώς ερριμένοι σε έναν κόσμο για τον οποίο σιωπούμε.

Εξαίρεση από τους κλασσικούς στοχαστές της νεωτερικότητας που ασχολήθηκε με διορατικότητα και αυστηρό επιστημονισμό με την τεχνολογία του καιρού του, αποτελεί, φυσικά, ο  Karl Marx. Όλες οι σοβαρές και συστηματικές ενασχολήσεις με το πεδίο της τεχνολογίας αντιμετωπίζουν το μαρξικό έργο σαν ένα σύμπαν γνώσης δίχως τέλος. Ο Herbert Marcuse, ιδιαίτερα, είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τη μαρξική θεωρία, παρά το γεγονός ότι απέρριψε ορισμένες πλευρές της. Ταυτόχρονα, όντας μαθητής του Heidegger, ο Marcuse είναι διαποτισμένος από τη χαϊντεγγεριανή φαινομενολογία, χαρακτηριστικό διαπιστώσιμο μέσα στα έργα του, και δη στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, έργο που θα μας καθοδηγήσει στο παρόν κείμενο.

Εκκινώντας από μαρξιστικές και φαινομενολογικές αφετηρίες, το έργο του Herbert Marcuse θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η γενέθλια πράξη της φιλοσοφίας της τεχνολογίας στον 20ο αιώνα. Ενώ ο δάσκαλός του έβλεπε την τεχνική της νεωτερικότητας ως μορφή αποκάλυψης και μετασχηματισμού του ανθρώπινου και μη-ανθρώπινου Είναι σε bestand, ο Marcuse αναζητά την εσώτερη και κρυμμένη πολιτική διάσταση αυτής της εξωκοινωνικής, για τον Heidegger, δύναμης. Υπό αυτή την έννοια, για τον Marcuse, η διαρκώς αυξανόμενη και εντεινόμενη τεχνικοεπιστημονική πρόοδος αποτελεί, εν τοις πράγμασι, θεραπαινίδα του οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου. Η τεχνοδομή του συστήματος έχει αλλάξει ριζικά, με ανάλογες αλλάγες στην υπερδομή ή εποικοδόμημα, σύμφωνα με τη μαρξιστική κοινωνιολογία. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η πρώτη σημαντική τομή του φιλοσόφου, σύμφωνα με τον οποίο η μηχανή είναι το «αποτελεσματικότερο πολιτικό μέσο»[3], ένα μέσο που είναι ικανό να επιτρέψει την επίτευξη της συνοχής των κοινωνικών δυνάμεων, με την αναγκαία ενσωμάτωση όλων των αντίρροπων τάσεων εντός της κοινωνίας.

Ο όρος «ενσωμάτωση» είναι κεντρικής σημασίας στην κοινωνική φιλοσοφία του Marcuse. Όπως γράφει, «ο προλετάριος των περασμένων εποχών ήταν πραγματικά το ζώο που κάλυπτε με τη δουλειά του κορμιού του τις ανάγκες και τις πολυτέλειες της ζωής, ενώ αυτός ζούσε μες στην ταπεινωσύνη και τη φτώχεια. Ήταν έτσι μια ζωντανή άρνηση της κοινωνίας του».[4] Στη σημερινή εποχή της λεγόμενης «κοινωνίας της υπερ-αφθονίας», η εργατική τάξη των δυτικών κοινωνιών είναι μέτοχος αυτού που ονομάζουμε, υπερ-κέρδους του μητροπολιτικού κεφαλαίου. Το βιοτικό επίπεδο έχει ανέβει σημαντικά, η εργασία ολοένα αυτοματοποιείται και συνεπώς, καθίσταται λιγότερο κοπιώδης, ο πρωτογενής τομέας  της παραγωγής μεταφέρεται συστηματικά στην περιφέρεια του καπιταλισμού, με μισθούς-πείνας[5], οι αντιθέσεις δείχνουν να μειώνονται και ο υπάλληλος μιας εταιρίας ή ένας νέγρος των slams οδηγούν το ίδιο αυτοκίνητο με τον αστό, βλέπουν το ίδιο τηλεπαιχνίδι, ίσως και να συναντώνται στα χαώδη super-markets. Αυτή η γλαφυρή περιγραφή σηματοδοτεί για τον Marcuse μια βαθύτατη ψυχολογική αλλαγή για τον χθεσινό απόκληρο του συστήματος. Ο κοινωνικός πλούτος της κοινωνίας δεν είναι πλέον ερμητικά κλειστός, αντιθέτως, παρέχει κάθε κομφόρ, και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο καταφέρνει την διαιώνιση της εμπορευματικής κοινωνίας και την ομαλή συνοχή στο εσωτερικό της. Ο άνθρωπος αυτής της κοινωνίας δεν νιώθει την ανάγκη για μια ποιοτική αλλαγή, η αφαίρεση των πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων φαντάζει θεμιτό αντάλλαγμα για την είσοδό του στον παράδεισο των εμπορευματικών αγαθών. Συνεπώς, υποστηρίζει ο Marcuse, το να λέμε ότι ο άνθρωπος, και συγκεκριμένα, η δυνάμει επαναστατική εργατική τάξη της Δύσης «έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες της, ειναι μια χυδαία έκφραση, αλλά είναι, επίσης, σωστή».[6]

Διαβάστε την συνέχεια στο anixneuseis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.