Γυμνός θάνατος: χορεύοντας στους ρυθμούς του κρατικού Danse Macabre



 Ο θάνατος στον εικοστό αιώνα έχει γίνει ένα ταμπού…

έχει αντικαταστήσει το σεξ ως το κατ’ εξοχήν απαγορευμένο θέμα.

Philippe Ariès

Η εικόνα του θανάτου μοιάζει να είναι πανταχού παρούσα στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Από τη λογοτεχνία του φανταστικού, κληρονόμου της γοτθικής λογοτεχνίας του 18ου και του 19ου αιώνα, μέχρι τις απειράριθμες ταινίες και σειρές τρόμου που παράγονται σωρηδόν πλέον, δεν αφήνει κανένα τόπο του συλλογικού φαντασιακού ανέγγιχτο.

Ολόκληρα είδη μουσικής (dark ambient, industrial, noise καθώς και διάφορες ποικιλόχρωμες παραλλαγές του metal) έχουν αναπτυχθεί πάνω στη βάση μιας μονομανιακής σχέσης με τη θεματική του θανάτου και την αντίστοιχη «σκοτεινή» εικονοποιία - ο Lustmord, οι S.P.K., οι Throbbing Gristle και οι My Dying Bride, για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα πιο γνωστά ονόματα, κάνουν τη «γοτθική» μουσική των Joy Division να μοιάζει με παιδικό νανούρισμα, κατάλληλη μόνο για στιγμές χαλάρωσης. Κάθε μεσοαστός έφηβος με «υπαρξιακές ανησυχίες» και φαντασιώσεις «παρεκκλίνουσας» συμπεριφοράς μπορεί να έχει πλέον τον αγαπημένο του παρανοϊκό δολοφόνο· φανταστικό ή ακόμα και πραγματικό, εφόσον η βιομηχανία της μαζικής ενημέρωσης δεν άργησε να ακολουθήσει αυτή της μαζικής κουλτούρας, μετατρέποντας την πραγματική βία και τον πραγματικό θάνατο σε ένα εξίσου προσοδοφόρο θέαμα[1].

Ωστόσο, η παντοκρατορία αυτή του θανάτου είναι εικονική· πρόκειται για την εικόνα του θανάτου, ως μέρος του θεάματος, που καταναλώνεται λαίμαργα· όχι για τον ίδιο το θάνατο όπως βιώνεται στην καθημερινότητα: τον «φυσικό» θάνατο από γηρατειά, τον θάνατο λόγω δυστυχήματος, τον θάνατο μετά από ασθένεια, τον αναμενόμενο θάνατο μετά από μια πλήρη ζωή, τον αναπάντεχο και «άδικο» θάνατο, τον θάνατο που σε κάθε περίπτωση ανατρέπει βίαια ή και πιο ανεπαίσθητα μια καθημερινότητα, που διαρρηγνύει το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων και που αφήνει ένα μόνιμο αποτύπωμα σε όσους «μένουν πίσω» λειψοί και συναισθηματικά ακρωτηριασμένοι. Μπροστά σε αυτόν τον «τετριμμένο» θάνατο, η δυτική φλυαρία πέφτει σε τοίχο. Το ταμπού της σιωπής είναι τόσο ισχυρό που ακόμα και οι λέξεις εξορίζονται. Ο θάνατος σημαίνεται πλέον περιφραστικά, ειδικά στον δημόσιο λόγο. Αντί του «πέθανε ο τάδε», προτιμάται συχνά το «έφυγε από τη ζωή ο τάδε», το «μας άφησε», το «έχασε τη μάχη», κ.ο.κ. Ακόμα και ο θρήνος πρέπει να εκφράζεται λελογισμένα, χωρίς υπερβολές και συναισθηματικά ξεσπάσματα· συμπεριφορές που μπορεί να επιτρέπονται μόνο όταν κανείς μένει μόνος του (σχεδόν όπως στον αυνανισμό, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Philippe Ariès). Τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται έναντι του πραγματικού θανάτου και των ενήλικων αντιδράσεων απέναντι σε αυτόν, σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά να φτάνουν στην ενηλικίωση χωρίς καν να έχουν δει ποτέ στη ζωή τους κάποιον νεκρό, ούτε ακόμα και σε κηδείες.  

Η ενασχόληση με τον θάνατο επομένως, τόσο συγχωρητέα στη μαζική κουλτούρα όταν ανακυκλώνει την εικόνα του, μοιάζει με μακάβρια, παθολογική εμμονή όταν αφορά στο πραγματικό, βιωμένο γεγονός μιας ζωής που τελειώνει. Ή ίσως με μια ύποπτη (τουλάχιστον για όσους έχουν μια μαρξιανή καταγωγή) ροπή προς τη μεταφυσική. Όσο δικαιολογημένη κι αν ήταν όμως η καχυποψία του Διαφωτισμού απέναντι στην ενασχόληση με τον θάνατο και ειδικά απέναντι στα κηρύγματα μιας εκκλησίας που φόρτιζε το θάνατο με ένα φόβο για τις φωτιές της κόλασης και του καθαρτηρίου, πίσω από τη σημερινή σιωπή δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς μια πεφωτισμένη στάση. Αντίθετα, μάλλον υποδεικνύει την ύπαρξη νέων φόβων που τροφοδοτούν στάσεις διόλου λιγότερο μεταφυσικές.

Δύσκολα θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Για τον ίδιο το θάνατο δεν μπορεί να ειπωθεί το παραμικρό. Η συνείδηση του θανάτου όμως αποτελεί την πηγή από την οποία αρδεύεται ένα τεράστιο φάσμα κοινωνικών στάσεων απέναντί του. Μια σωστή ανάγνωσή τους μπορεί να παρέχει κλειδιά για την κατανόηση της ίδιας της ζωής των κοινωνιών, ακριβώς επειδή μόνο η μελανή οπή του θανάτου επιτρέπει τέτοιας τεράστιας κλίμακας συλλογικές πράξεις «μεταβίβασης». Αν υπάρχει μία συμπεριφορά στο ζωικό βασίλειο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαζόντως ανθρώπινη, η συνείδηση του θανάτου θα ήταν μάλλον ο καλύτερος υποψήφιος. Ούτε η τεχνική και η χρήση εργαλείων (πολλά είδη επιδεικνύουν υψηλή κατασκευαστική δεινότητα, όπως ακόμα και τα ταπεινά μυρμήγκια), ούτε η τέχνη (η ικανότητα στο τραγούδι δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινη), ούτε πιθανώς ακόμα και η ίδια η γλώσσα (η επικοινωνία ανάμεσα στα ζώα είναι αναμφισβήτητα υπαρκτή, αν και μάλλον όχι συμβολική, χωρίς και αυτό να είναι απολύτως βέβαιο) είναι στοιχεία που απαντώνται αποκλειστικά στο ανθρώπινο είδος. Η φροντίδα για τους νεκρούς όμως, ασφαλές δείγμα ανάπτυξης μιας συνείδησης του θανάτου, αποτελεί μια μοναδικά ανθρώπινη συμπεριφορά. Με μια δόση υπερβολής, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι χωρίς συνείδηση του θανάτου θα ήταν αδύνατη και η ίδια η πολιτική. Αν πίσω από τις περίφημες αναλύσεις του Χέγκελ για τη διαλεκτική κυρίου – δούλου υπάρχει πάντα στο υπόβαθρο μια σύγκρουση δύο συνειδήσεων, θα έπρεπε να προστεθεί η επισήμανση ότι αυτές οι συνειδήσεις, αν μη τι άλλο, πρέπει τουλάχιστον να είναι συνειδήσεις του θανάτου. Η υποχώρηση της μίας εξ αυτών νοείται ως δυνατή ακριβώς επειδή αναδύεται μέσα της το φάσμα και η πιθανότητα του θανάτου της. Η σύγκρουση που καταλήγει στο θάνατο, χωρίς να διαμεσολαβείται από τη συνείδηση του θανάτου, ανήκει μάλλον στην τάξη του απλά φυσικού, βιολογικού και ζωικού, αλλά πάντως όχι σε αυτή του κοινωνικού και πολιτικού.
Όσο κι αν τα παραπάνω μοιάζουν αφηρημένα και φιλοσοφικά, ωστόσο αποτελούν κτήμα κάθε εξουσίας. Κάθε εξουσία γνωρίζει, έστω κι ενστικτωδώς, τη δύναμη του θανάτου και των αναπαραστάσεων του καθώς και την ανάγκη διαχείρισής τους. Μια διαχείριση που μπορεί να μην είναι πάντα άμεσα προφανής, περιοριζόμενη σε μια χαμηλής έντασης καλλιέργεια διαφόρων ειδών μικρο-φοβιών, αλλά, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, γίνεται όχι απλά προφανής, αλλά εξόφθαλμα ολοκληρωτική. Μια τέτοια περίπτωση απροκάλυπτης χρησιμοποίησης της απειλής του θανάτου για εμφανώς πολιτικούς λόγους ήταν ασφαλώς και η διαχείριση του κορωνοϊού - μόνο οι διανοητικά τυφλοί έχουν την πολυτέλεια να πιστεύουν ακόμα ότι η διαχείρισή του ήταν ζήτημα αποκλειστικά ή έστω καρά κύριο λόγο ιατρικό (ανάμεσα στους οποίους είναι και πάμπολλοι σωτήρες των καταπιεσμένων και της εργατικής τάξης που (καθόλου) «ξαφνικά» βρέθηκαν σε σύμπνοια με τους συνήθεις υπόπτους σωτήρες του έθνους). Για να γίνει κατανοητό όμως το κρατικά οργανωμένο Danse Macabre που παρελαύνει εδώ και μήνες στις οθόνες τηλεοράσεων και υπολογιστών, θα πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητό το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήθηκε, οι περί θανάτου κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις πάνω στις οποίες πάτησε, οι φοβίες τις οποίες εκμεταλλεύτηκε. Και για αυτή την εργασία χρειάζεται ιστορικό μάτι[2].

Cyborg #19

[...]

...η συνέχεια στο έντυπο τεύχος του Cyborg.
σημεία διακίνησης ]

Separatrix

Cyborg #19

Σημειώσεις

1 - Ειρωνεία της ιστορίας: οι S.P.K., διαβόητοι για τον επιθετικό τους ήχο και τις προκλητικά μακάβριες εμφανίσεις τους, είχαν δηλώσει κάποτε ότι έχουν υιοθετήσει αυτή τη συγκεκριμένη στάση επί τούτου, ώστε, μέσω της ακραίας πρόκλησης, να αποφύγουν την απορρόφησή τους από το εμπορευματικό κύκλωμα. Τους ήταν δύσκολο να συλλάβουν ότι ακόμα και η πρόκληση η ίδια μπορεί να μετατραπεί σε εμπόρευμα και σε ένα ακόμα lifestyle. Μία βόλτα στα «σκοτεινά» νυχτομάγαζα μιας οποιασδήποτε δυτικής μητρόπολης μπορεί να πείσει τον οποιοδήποτε για του λόγου το αληθές.
επιστροφή]

2 - Οι εργασίες του Philippe Ariès είναι οι πιο γνωστές σχετικά την ιστορία των δυτικών αντιλήψεων και πρακτικών γύρω από το θάνατο. Βλ. το έργο του Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου, εκδ. Εστία, μτφρ. Θ. Νικολαΐδης. Λιγότερο γνωστό αλλά επίσης σημαντικό είναι και το έργο του M. Vovelle, Ο θάνατος και η Δύση από το 1300 ως τις μέρες μας, εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, επιμ. Γ. Λυκιαρδόπουλος.
επιστροφή]

από sarajevomag

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.