Το πολιτικό όνειρο της πανούκλας



 Ιδού, σύμφωνα με ένα κανονισμό στα τέλη του 17ου αιώνα, τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν σε περίπτωση που εκδηλωθεί πανούκλα σε μια πόλη.

Κατ’ αρχάς, ένας αυστηρός διατετραγωνισμός του χώρου: κλείσιμο, ασφαλώς, της πόλης και του “εδάφους”, απαγόρευση εξόδου που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου, θανάτωση όλων των αδέσποτων ζώων· διαίρεση της πόλεις σε συνοικίες, όπου διορίζεται από ένας επόπτης.

Κάθε δρόμος τίθεται υπό την εξουσία ενός συνδίκου· τον επιτηρεί, και αν τον εγκαταλείψει τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Σε μια καθορισμένη μέρα διατάσσονται όλοι να κλειστούν στα σπίτια τους· όποιος βγαίνει, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Ο σύνδικος κλείνει απ’ έξω την πόρτα κάθε σπιτιού· παίρνει το κλειδί και το παραδίδει στον επόπτη της συνοικίας· εκείνος το κρατά μέχρι να λήξει η απομόνωση. Κάθε οικογένεια πρέπει να έχει κάνει τις προμήθειές της· αλλά για το κρασί και το ψωμί είχαν φτιαχτεί στους δρόμους και στα σπίτια ξύλινα κανάλια που επέτρεπαν να διανέμεται το μερίδιο του καθενός χωρίς να υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στους προμηθευτές και τους κατοίκους· για το κρέας, το ψάρι και τα χορταρικά, χρησιμοποιούνται τροχαλίες και καλάθια. Αν υπάρξει απόλυτη ανάγκη να βγουν κάποιοι από τα σπίτια τους, βγαίνουν εκ περιτροπής και χωρίς να πραγματοποιείται καμμία συνάντηση. Θα κυκλοφορούν μόνο οι επόπτες, οι σύνδικοι, οι στρατιώτες της φρουράς και επίσης, ανάμεσα στα μολυσμένα σπίτια, από το ένα πτώμα στο άλλο, τα “κοράκια”, που είναι αδιάφορο αν τελικώς πεθάνουν: είναι “τιποτένια πλάσματα που μεταφέρουν ασθενείς, θάβουν τους νεκρούς, καθαρίζουν και προσφέρουν διάφορες ταπεινές και χαμερπείς υπηρεσίες”. Χώρος διαιρεμένος, ακίνητος, παγωμένος. Καθένας οδηγείται στην θέση του. Κι αν κινηθεί, τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του, λόγω μόλυνσης ή τιμωρίας.

Η επιτήρηση λειτουργεί ασταμάτητα. Το βλέμμα βρίσκεται παντού σε επαγρύπνηση: υπάρχει “μια σημαντική δύναμη πολιτοφυλακής, η οποία διευθύνεται από καλούς αξιωματικούς και ενάρετους ανθρώπους”, υπάρχουν φρουρές στις πύλες της πόλης και στο δημαρχείο, και σε όλες τις συνοικίες, για να είναι ταχύτερη η υπακοή του λαού και περισσότερο απόλυτη η εξουσία των δημοτικών αρχόντων, “αλλά και για να προλαβαίνουν όλες τις ταραχές, τις κλοπές και τις λεηλασίες”. Στις πύλες υπάρχουν θέσεις επιτήρησης· στην άκρη κάθε δρόμου φρουροί. Καθημερινά, ο επόπτης επισκέπτεται τη συνοικία που έχει αναλάβει, πληροφορείται αν οι σύνδικοι εκτελούν τα καθήκοντά τους ή αν έχουν παράπονα οι κάτοικοι· “επιτηρούν τις πράξεις τους”. Καθημερινά επίσης ο σύνδικος διασχίζει τον δρόμο που έχει υπό την ευθύνη του, σταματά μπροστά από κάθε σπίτι, ζητά από τους κατοίκους να παρουσιαστούν στα παράθυρα (όποιος μένει σε δωμάτιο που βλέπει στην αυλή έχει στην διάθεσή του ένα παράθυρο που βλέπει στον δρόμο όπου παρουσιάζεται μόνον αυτός), καλεί καθένα με το όνομά του, πληροφορείται για την κατάσταση όλων, διαδοχικά – “αν οι κάτοικοι δεν πουν την αλήθεια τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου”. Αν κάποιος δεν παρουσιαστεί στο παράθυρο, ο σύνδικος ζητά να μάθει τον λόγο: “Δεν θα δυσκολευτεί τότε να ανακαλύψει αν κρύβουν στο σπίτι νεκρούς ή αρρώστους”. Καθένας, κλεισμένος στο κλουβί του, στο παράθυρό του, αποκρίνεται στο άκουσμα του ονόματός του και παρουσιάζεται όποτε του ζητείται: ιδού η μεγάλη επιτήρηση των ζωντανών και των νεκρών.

Η επιτήρηση αυτή βασίζεται σε ένα σύστημα συνεχούς καταγραφής: αναφορές των συνδίκων στους επόπτες, και των τελευταίων στους δημοτικούς αξιωματούχους ή τον δήμαρχο. Κατά την πρώτη φάση της “σύσφιξης”, ορίζονται διαδοχικά οι ρόλοι όλων των κατοίκων που είναι παρόντες στην πόλη· αναφέρονται “το όνομα, η ηλικία, το φύλο, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης”: ένα αντίγραφο για τον επόπτη της συνοικίας, ένα δεύτερο για τα γραφεία του δημαρχείου, ένα τρίτο για να μπορεί ο σύνδικος να απευθύνει το καθημερινό προσκλητήριο. Οτιδήποτε παρατηρείται κατά την διάρκεια των επισκέψεων – θάνατοι, αρρώστιες, παράπονα, παρατυπίες – σημειώνεται και αναφέρεται στους επόπτες και τους δημοτικούς άρχοντες. Οι τελευταίοι έχουν το πάνω χέρι στην ιατρική περίθαλψη, καθώς έχουν διορίσει έναν υπεύθυνο γιατρό· κανείς άλλος θεραπευτής δεν μπορεί να αναμειχθεί, κανένας φαρμακοποιός δεν μπορεί να παρασκευάσει φάρμακα και κανένας εξομολογητής δεν μπορεί να επισκευθεί έναν ασθενή, αν δεν έχει λάβει από αυτόν ένα γραπτό σημείωμα, “για να μην υπάρχει συγκάλυψη και για να μην περιθάλψει, εν αγνοία των αρχών, ασθενείς με μολυσματικά νοσήματα”. Η καταγραφή του παθολογικού πρέπει να είναι σταθερή και να συγκεντροποιείται. Η σχέση του καθενός με την ασθένειά του και με τον θάνατό του περνά από τις βαθμίδες της εξουσίας, από την καταγραφή στην οποία προβαίνουν, από τις αποφάσεις που λαμβάνουν.

Πέντε ή έξι μέρες μετά την έναρξη της απομόνωσης καθαρίζονται όλα τα σπίτια, το ένα μετά το άλλο. Βγαίνουν έξω οι κάτοικοι. Σε κάθε δωμάτιο σηκώνουν ή κρεμούν “τα έπιπλα και τα εμπορεύματα”. Ρίχνουν ένα αρωματικό υγρό και μετά το καίνε, αφού έχουν πρώτα σφραγίσει τα παράθυρα, τις πόρτες, ακόμη και τις κλειδαρότρυπες, που τις έχουν κλείσει με κερί. Στο τέλος κλείνουν ολόκληρο το σπίτι για όση ώρα καίγεται το υγρό. Γίνεται έρευνα στους απολυμαντές κατά την έξοδό τους, όπως και κατά την είσοδό τους, “παρουσία των κατοίκων του σπιτιού, για να διαπιστωθεί αν έχουν κάτι που δεν το είχαν όταν ήρθαν”. Μετά από τέσσερις ώρες, οι κάτοικοι μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

Αυτός περίκλειστος και τεμαχισμένος χώρος, ο οποίος επιτηρείται απ’ άκρου εις άκρον, όπου τα άτομα τοποθετούνται σε μια καθορισμένη θέση, όπου και οι παραμικρές κινήσεις ελέγχονται, όπου όλα τα συμβάντα καταγράφονται, όπου μια αδιάκοπη εργασία γραφής συνδέει το κέντρο με την περιφέρεια, όπου η εξουσία ασκείται αδιαμοίραστη, σύμφωνα με μια συνεχή ιεραρχική μορφή, όπου κάθε άτομο εντοπίζεται μονίμως, εξετάζεται και κατανέμεται ανάμεσα στους ζωντανούς, τους αρρώστους και τους νεκρούς – όλα αυτά αποτελούν ένα περιεκτικό πρότυπο του πειθαρχικού μηχανισμού. Στην πανούκλα απαντά η τάξη· αναλαμβάνει να ξεδιαλύνει όλες τις συγχύσεις: τη σύγχυση της ασθένειας, που μεταδίδεται όταν τα σώματα ανακατεύονται, την σύγχυση του κακού, που πολλαπλασιάζεται όταν ο φόβος και ο θάνατος εξαλείφουν τις απαγορεύσεις. Η τάξη καθορίζει για τον καθένα τη θέση του, το σώμα του, την ασθένεια και τον θάνατό του, τα αγαθά του, ως επακόλουθο μιας εξουσίας που βρίσκεται παντού και γνωρίζει τα πάντα, που υποδιαιρείται αυτή η ίδια με τρόπο εύτακτο και αδιάκοπο, μέχρι τον τελικό προσδιορισμό του ατόμου, αυτού που το χαρακτηρίζει, αυτού που του ανήκει, αυτού που του συμβαίνει. Ενάντια στην πανούκλα που είναι ανάμειξη, η πειθαρχία προτάσσει την εξουσία της, που έχει μορφή ανάλυσης. Υπήρξε γύρω από την πανούκλα μια ολόκληρη λογοτεχνική μυθοπλασία της εορτής: οι νόμοι καταργούνται, οι απαγορεύσεις αίρονται, ο χρόνος τρέχει φρενήρης, τα σώματα αναμειγνύονται χωρίς σεβασμό, τα άτομα ξεσκεπάζονται, εγκαταλείπουν την επίσημη ταυτότητά τους και τη μορφή υπό την οποία τα αναγνώριζαν, αφήνοντας να διαφανεί μια τελείως διαφορετική αλήθεια. Αλλά υπήρξε επίσης ένα πολιτικό όνειρο της πανούκλας, που ήταν το επακριβώς αντίθετο: όχι η συλλογική γιορτή αλλά οι αυστηροί διαχωρισμοί· όχι οι νόμοι που παραβιάζονται αλλά η διείσδυση του κανονισμού μέχρι τις έσχατες λεπτομέρειες της ύπαρξης και μέσω μιας ολοκληρωμένης ιεραρχίας που διασφαλίζει την τριχοειδή λειτουργία της εξουσίας· όχι τα προσωπεία που φοριούνται και βγαίνουν, αλλά η απόδοση στον καθένα του “αληθινού” του ονόματος· της “αληθινής” του θέσης, του “αληθινού” του σώματος και της “αληθινής” του ασθένειας. Η πανούκλα ως μορφή της αταξίας, ταυτοχρόνως πραγματική και φαντασιακή, έχει ως ιατρικό και πολιτικό σύστοιχο την πειθαρχία. Πίσω από τους πειθαρχικούς μηχανισμούς διαφαίνεται η εμμονή των “μολύνσεων”, της πανούκλας, των εξεγέρσεων, των εγκλημάτων, της αλητείας, της λιποταξίας, των ανθρώπων που εμφανίζονται και εξαφανίζονται, που ζουν και πεθαίνουν σε συνθήκες αταξίας.

Έτσι ξεκινάει το κεφάλαιο “Πανοπτισμός” στο “Επιτήρηση και Τιμωρία” του Φουκώ. Τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν στο ενδεχόμενο πανούκλας σε μια πόλη του 17ου αιώνα δεν έχουν πολλά κοινά με τα μετρά που λήφθηκαν εν έτει 2020. Αν κάποιος βρίσκει ομοιότητες, αυτές έχουν να κάνουν με την προσπάθεια της εξουσίας να πειθαρχήσει τα άτομα, κατασκευάζοντάς τα ως τέτοια μέσω της κατα-γραφής, της επίτηρης και της τιμωρίας. Οι διαδικασίες όμως είναι διαφορετικές. Η απολύμανση δεν γίνεται από επιθεωρητές του κράτους με αρώματα και φωτιές, αλλά με αντισηπτικά και ψεκαστικά. Η διανομή του φαγητού δεν γίνεται με τροχαλίες και καλάθια, αλλά από εργάτες με μηχανάκια. Το σπάσιμο της καραντίνας δεν τιμωρείται με θάνατο (οκ, εξαιρούνται οι φιλιππίνες), αλλά με πρόστιμο. Οι μεταφορείς των ασθενών και των νεκρών δεν θεωρούνται τιποτένια πλάσματα αλλά ήρωες πολέμου. Το χαρτί εξόδου δεν το διαθέτει ο αρμόδιος γιατρός, αλλά η γενική γραμματεία πολιτικής προστασίας. Η καταμέτρηση και ο έλεγχος της υγείας δεν γίνεται με καντάδες κάτω από τα παράθυρα, αλλά με τεστ σε διαγνωστικά κέντρα και “έξυπνες” εφαρμογές. Και αυτό έχει σημασία.

Η αναγωγή κάθε δυστοπικού παρόντος στις χούντες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του παρελθόντος, είναι άχρηστη για την διατήρηση της μνήμης και της ιστορικής συνέχειας, αν παράλληλα δεν γίνεται ο εντοπισμός και η ανάδειξη των κάθε φορά αλλαγών, ώστε η κριτική να μπορεί να είναι ανταγωνιστική στο τώρα. Διαφορετικά, ο κίνδυνος του ξεπεσμού στην ιδεολογία είναι μια ματαιοδοξία μακριά.

Διαβάστε την συνέχεια στο sarajevomag

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.