Διαζύγιο αλά βυζαντινά



 Γράφει η Όλγα Μαύρου

Το διαζύγιο στο Βυζάντιο δεν ήταν απλή υπόθεση ούτε για τους άνδρες ούτε για τις γυναίκες, αλλά για εκείνες ήταν σαφώς δυσκολότερο. Η εκκλησία επισήμως θεωρούσε αμαρτία τον δεύτερο γάμο, και επειδή η πολιτεία δεν ήθελε συγκρούσεις με την ιεραρχία, το κράτος περιόριζε σημαντικά τη νόμιμη λύση του γάμου. Ένας απλός τρόπος για να χωρίζουν τότε οι άνθρωποι ήταν ή να δηλητηριάζουν τη γυναίκα ή τον άνδρα τους αντίστοιχα, ή να παριστάνουν τους τρελούς ή ακόμα συχνότερα απλά να δηλώσουν ότι αποφάσισαν να ασκητέψουν.

Αν μια γυναίκα δήλωνε ότι ήθελε να γίνει μοναχή, το διαζύγιο εκδιδόταν αμέσως και ο άνδρας απελευθερωνόταν. Ομως τότε τα μοναστήρια ήταν για τις γυναίκες σχεδόν δεσμωτήρια, καθώς γυναικεία κρατητήρια δεν υπήρχαν στην βυζαντινή αυτοκρατορία και όλες οι γυναίκες που υπέπιπταν σε αδικήματα, αντιμετώπιζαν τους αυστηρότατους κανόνες των γυναικείων μονών. Κατά συνέπεια οι Βυζαντινές δεν το θεωρούσαν λύση στο πρόβλημα του κακού γάμου τους. Πέραν τούτου, οι πιο πολλές είχαν και παιδιά, τα οποία δεν γίνονταν δεκτά στις μονές. Ελάχιστες αποφάσιζαν να πάνε σε μοναστήρι και να αφήσουν τα παιδιά τους στον κακότροπο ή τεμπέλη σύζυγο και πιθανόν στην μητριά που θα έπαιρνε σύντομα τη θέση τους.

Οι άνδρες από την άλλη, είχαν το δικαίωμα να ασκούν μοναστική ζωή και εκτός μονής. Στα σπίτια τους μάλιστα μπορούσαν να έχουν οικιακή βοηθό, οπότε ουσιαστικά σπίτωναν την ερωμένη τους. Σε αυτή την περίπτωση, αν η γυναίκα αποδείκνυε ότι ο πρώην άνδρας της δεν την χώρισε για να μονάσει, αλλά για να ζήσει με άλλη γυναίκα, η περιουσία του κατασχόταν από το κράτος. Αν όμως αυτός πρόσεχε και  αν η γυναίκα του ήταν οικονομικά ανίσχυρη και δεν ζητούσε διαζύγιο, μόλις αυτός κατάφερνε να γίνει επίσκοπος, η σύζυγος υποχρεωνόταν εκ του νόμου να γίνει επίσης μοναχή και την έκλειναν δια της βίας σε μοναστήρι.

Η γυναίκα τότε δεν μπορούσε να κάνει και πολλές δουλειές για να ζήσει μόνη της τον εαυτό της και τα παιδιά της. Ο γάμος ήταν η μόνη οικονομική διέξοδος και γι΄αυτό οι γυναίκες απέφευγαν το χωρισμό εκτός και αν είχαν έτοιμο τον επόμενο σύζυγο. Στο Βυζάντιο ο γάμος μπορούσε να λυθεί μόνον «λόγω θανάτου ή λόγω μοιχείας», καθώς και για μετρημένους ακόμη λόγους. Το διαζύγιο, που επί αιώνες ονομαζόταν “ρεπούδιον“, από το λατινική λέξη για την αποπομπή ή μέχρι το 579 “περίλυσις”, ήταν ή συναινετικό ή “κατά πρόφασιν άμεμπτον, ένεκα σοβαράς αφορμής”.

Διαζύγιο

Αυτές οι σοβαρές αφορμές εκτός της μοιχείας, ήταν να αποδείξει η γυναίκα ότι το ταίρι του ήταν τυμβωρύχος ή ιερόσυλος, ή ότι συνωμοτούσε κατά του βασιλιά, ή ησχολείτο με μαγγανείες, ή ήταν ληστής. Επίσης θεωρητικά η γυναίκα μπορούσε να χωρίσει αν αποδείκνυε ότι ο άντρας της την έδερνε, ότι ήθελε να τη σκοτώσει ή να τη δηλητηριάσει, ότι την εξέδιδε ως ιερόδουλη, ότι έβαζε στο σπίτι τους την ερωμένη του, ότι έπασχε αυτός από κάτι ανίατο ή ότι ήταν σεξουαλικά ανίκανος και δεν της έδινε τη δυνατότητα να κάνει παιδιά. Το γεγονός ότι θεωρείτο λόγος διαζυγίου το να βάλει στην οικογενειακή εστία ο άνδρας την ερωμένη του, σημαίνει προφανώς ότι το να έχει απλώς ερωμένη δεν μετρούσε ιδιαίτερα στα δικαστήρια ως λόγος έκδοσης διαζυγίου.

Ο άντρας με τη σειρά του μπορούσε να χωρίσει νόμιμα και για άλλους λόγους: αν για παράδειγμα η γυναίκα πήγαινε σε συμπόσιο και έτρωγε στο ίδιο τραπέζι με άνδρες, θεωρείτο αιτία διαζυγίου. Επίσης αιτία διαζυγίου ήταν το να πάει η γυναίκα χωρίς την άδεια του άνδρα της στον ιππόδρομο ή στο θέατρο ή σε κοινά λουτρά. Επίσης μπορούσε ο άνδρας να χωρίσει αν η γυναίκα του έμενε για μια νύχτα εκτός οικίας, ενώ ο ίδιος της ζητούσε να γυρίσει στο σπίτι τους.

Πολλοί άνδρες που ήθελαν διαζύγιο πήγαιναν στα δικαστήρια παριστάνοντας τους τρελούς ή τους δαιμονισμένους, ώστε να μπορέσουν να χωρίσουν και να παντρευτούν άλλη γυναίκα. Πολλοί κατέφευγαν και στο αντίθετο και υποστήριζαν ότι είχε τρελαθεί η γυναίκα τους. Οι πιο πολλοί όπως προαναφέρουμε κατέφευγαν στη λύση “θέλω να μονάσω”, όπως προκύπτει από τους τρεις τόμους επί των οικογενειακών θεμάτων του Φαίδωνα Κουκουλέ.

Αν η γυναίκα απατούσε τον άνδρα της ή τον εγκατέλειπε για κάποιον άλλον, τα πράγματα ήταν πολύ σκληρά στις αρχές της βυζαντινής περιόδου, καθώς ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να την σκοτώσει.  Ο Λέων ο Σοφός μετά το 900 μ.Χ. μαλάκωσε λίγο το νόμο και απαγόρευσε το φόνο, αντικαθιστώντας τον με την ποινή να κόβεται η μύτη της άπιστης γυναίκας (ρινοκόπημα), ώστε να μην μπορεί να κρύψει ποτέ πια στη ζωή της το γεγονός ότι δεν στάθηκα πιστή στον σύζυγο.

Το πρόβλημα του ξυλοδαρμού

Αν ο σύζυγος ήταν σκληρός και τις χτυπούσε, και αν βεβαίως οι γυναίκες μπορούσαν να το αποδείξουν, ο νόμος, θεωρητικά, της κάλυπτε, γιατί επέβαλε ο σύζυγος να καταβάλει στη σύζυγο το 1/3 της προίκας που του είχε δώσει ο πατέρας της όταν παντρεύτηκε. Ήταν όμως τόσο συνηθισμένο το πρόβλημα του ξυλοδαρμού, που στην γραπτή συμφωνία του γάμου ο γαμπρός υποσχόταν να «μην κακουχεί αυτήν μηδέ υβρίζειν εις σώμα μηδέ εις πρόσωπον». Αλλά και ότι η γυναίκα ήταν σαφώς υποδεέστερη, φαίνεται και από την φράση «η σύζυγος πρέπει να είναι υποχωρητική, αφού η ισοτιμία μάχην ποιεί».

Τα πράγματα με το διαζύγιο περιπλέκονταν σε περίπτωση αφάνειας. Χιλιάδες νέοι ή μεσόκοποι άνδρες σκοτώνονταν χωρίς να βρεθεί όμως ποτέ η σορός τους ή αιχμαλωτίζονταν. Η γυναίκα για να ξαναπαντρευτεί και ουσιαστικά για να επιβιώσει οικονομικά αυτή και τα παιδιά της, έπρεπε ο στρατιώτης άνδρας της να μην εμφανιστεί επί μια πενταετία ή να λάβει έγγραφη βεβαίωση από αξιωματικούς ότι τον είδαν να πεθαίνει.

Αν κάποιος όμως έδινε μια τέτοια ψευδή βεβαίωση και τον “τσάκωναν” έπρεπε να πληρώσει “δέκα λίτρας χρυσίου” και η γυναίκα διαπομπευόταν. Δεν ξέρουμε πόσο είναι σε σημερινά λεφτά το χρυσάφι αυτό, αλλά σίγουρα ήταν υπέρογκο ποσό. Στην δε περίπτωση που αίφνης ο αιχμάλωτος πρώτος σύζυγός επανεμφανιζόταν, η γυναίκα έπρεπε ακόμα κι αν είχε ξαναπαντρευτεί και είχε αποκτήσει παιδιά με τον δεύτερο σύζυγο, να τον εγκαταλείψει και να μείνει με τον πρώην αγνοούμενο στρατιώτη.

Διαφορετικά θεωρείτο μοιχαλίδα και ακολουθούσε σκληρή διαπόμπευση, όπου ανέβαζαν την γυναίκα σε έναν γάιδαρο και την περιέφεραν για να εισπράξει ύβρεις και συχνά χειροδικίες από τους χωριανούς της. Αυτό ήταν πρόβλημα συχνότερο από όσο θα περίμενε κανείς, γιατί υπήρχαν πολλοί άνδρες που ουσιαστικά λιποτακτούσαν ή έλεγαν ότι αιχμαλωτίσθηκαν, και απλώς ζούσαν για πέντε ή και δέκα χρόνια σε άλλα μέρη, δημιουργώντας συχνά και δεύτερη οικογένεια. Μετά γυρνούσαν στην ιδιαιτέρα πατρίδα τους λέγοντας ότι τους είχαν κρατήσει αιχμάλωτους οι εχθροί και επεδίωκαν να συνεχίσουν την ζωή τους από εκεί που την είχαν αφήσει.

Ξεπεσμός

Τα επαγγέλματα που τότε  επιτρεπόταν να ασκεί η σύζυγος ήταν πολύ κακοπληρωμένα και εν γένει θεωρείτο ξεπεσμός για τη γυναίκα να δουλεύει. Της επιτρεπόταν να υφαίνει λινά ή να φτιάχνει σχοινιά, να πουλάει μαλλί, φρούτα και λαχανικά, να διευθύνει γυναικεία λουτρά, να είναι κομμώτρια, ή να δουλεύει ως πωλήτρια στην αγορά. Επιτρεπόταν να έχει και ταβέρνα, αλλά αυτό θεωρείτο πορνεία. Ανήθικο θεωρείτο και το επάγγελμα της χορεύτριας και της ηθοποιού. Ο νόμος απαγόρευε στις γυναίκες να ασχολούνται με ανταλλακτήρια ή άλλο εμπόριο πλην των τροφίμων και να κατέχουν οιαδήποτε δημόσια θέση «επειδή αυτά τα λειτουργήματα δεν αρμόζουν στην αιδημοσύνη του φύλου της».

Η γυναίκα που δεν μπορούσε να συντηρηθεί από άνδρα, απλά πεινούσε. Μπορούσε όμως να γίνει υπηρέτρια και τα αφεντικά όφειλαν να της δίνουν φαγητό και ρούχα και μια μικρή πληρωμή σε χρήμα. Συχνά τα αφεντικά τους τις χρησιμοποιούσαν ως ερωμένες και προέκυπταν νέα κοινωνικά ζητήματα με την συντήρηση των εξώγαμων παιδιών. Παράλληλα η χωρισμένη, όπως και η νεαρή χήρα, αντιμετωπιζόταν από την κοινωνία πολύ αρνητικά. Πρόβλημα δισεπίλυτο για τη γυναίκα αποτελούσαν και τα οικονομικά. Όταν π.χ. η γυναίκα έμενε χήρα, οι συγγενείς της ή οι συγγενείς του άνδρα της εύκολα έβαζαν χέρι στην περιουσία της και με το νόμο. Το ίδιο και αν χώριζε χωρίς να ξαναπαντρευτεί.

Στο Βυζάντιο αρχικά τα κορίτσια επιτρεπόταν να παντρεύονται στα 12 και τα αγόρια στα 14. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ανέβασε την ηλικία γάμου των κοριτσιών στα 14 και του αγοριού στα 15. Το κορίτσι μετά τα 14 αποκαλείτο “κυρία”. Στα πρώτα χρόνια ο γάμος ήταν πολιτικός, όπως και το διαζύγιο. Μετά το 550 μ.Χ. είναι βέβαιο ότι μπορούσαν –οι της μεσαίας τάξης τουλάχιστον– να δηλώσουν το γάμο στον έκδικο, οπότε συντασσόταν το πρακτικό του γάμου. Μετά το 800 μ.Χ. απαιτείτο έκδικο, αλλά παράλληλα αν δεν τελείτο ο γάμος σε εκκλησία, θεωρείτο άκυρος.

Η Εκκλησία δεν πάτησε πόδι μόνον στο θέμα του γάμου ως τελετής, αλλά και στον αριθμό των γάμων. Στον δεύτερο γάμο δεν έπαιζαν όργανα, ούτε επιτρέπονταν χοροί, ενώ στον πρώτο το γλέντι κρατούσε μια εβδομάδα. Στον δε τρίτο γάμο η εκκλησία θεωρούσε πλέον τον πολίτη πολύγαμο και τον αφόριζε για  3-4 χρόνια. Γλίτωνε τον αφορισμό μόνον όποιος ήταν νεότερος των 40 ετών και ήταν άτεκνος από τους πρώτους δύο γάμους. Αυτά βεβαίως δεν ίσχυαν για τη γυναίκα που της επιτρέπονταν το πολύ δύο γάμοι. Ο τέταρτος γάμος απαγορευόταν και από το παλάτι για όλους.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.