Μπορεί η Ελλάδα να γίνει από εισαγωγέας, εξαγωγέας ενέργειας;
Γράφει ο Ηλίας Κονοφάγος
Επιτέλους, η κυβέρνηση, πραγματοποιώντας υπό την πίεση της ανάγκης μία στροφή 180 μοιρών, προσχώρησε όχι απλώς στο εθνικά συμφέρον, αλλά στο αυτονόητο. Θα επιταχύνει τη διαδικασία ερευνών με σκοπό την ταχύτερη αξιοποίηση των πιθανολογούμενων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Έτσι η Ελλάδα θα καταστεί από εισαγωγέας εξαγωγέας ενέργειας.
Και λέμε για αυτονόητο, επειδή –σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν– η Ελλάδα είχε την έβδομη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση στην “ΕΕ των 28” (93,6%) και την τρίτη υψηλότερη στη νοτιοανατολική Ευρώπη μετά την Κύπρο και την Τουρκία. Και είχε την εξάρτηση όταν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι διαθέτει πολύ μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου και μάλιστα και σε περιοχές που δεν διεκδικεί η Τουρκία.
Σε έκθεσή του το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιονατολικής Ευρώπης (2019) αναφέρει πως η μεγάλη εξάρτηση της χώρας μας από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και οι μη προβλέψιμες και κυρίως μη ελεγχόμενες μεταβολές στην τιμή τους, επιφέρουν ένα σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας στον σχεδιασμό ενεργειακών πολιτικών, αλλά και στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.
Επιπλέον, οι ενεργειακές υποδομές σε αρκετές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που θα εξασφάλιζαν την πορεία μετάβασης προς ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Κύπρος, από 91% εξάρτηση εισήλθε ήδη σε περίοδο μηδενικής ενεργειακής εξάρτησης. Την τελευταία δεκαετία η σταθερή πολιτική της Κύπρου για ανάδειξη του ορυκτού της πλούτου οδήγησε στην ανακάλυψη τεσσάρων σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου (Αφροδίτη, Καλυψώ, Γλαύκος και Ονισηφόρος πίνακας 2).
Σύμφωνα με τις έως τώρα αξιολογήσεις, τα αναμενόμενα απολήψιμα αποθέματα φυσικού αερίου εκτιμήθηκαν (50% πιθανότητες) ότι συνολικά είναι της τάξης των 410 δισ. m3 (κυβικά μέτρα). To μέγεθος αυτό εφ’ όσον επιβεβαιωθεί με τις γεωτρήσεις αντιπροσωπεύει τις ενεργειακές ανάγκες της Κύπρου για τουλάχιστον 300 χρόνια! Αυτό σημαίνει ότι η Κύπρος γίνεται εξαγωγέας ενέργειας. Να σημειωθεί ότι με βάση τη μέση τιμή εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ (όχι με βάση τις σημερινές πολύ υψηλές τιμές) η ακαθάριστη συνολική αξία των ανακαλυφθέντων ήδη κοιτασμάτων της Κύπρου ξεπερνά πιθανότατα σήμερα τα 120 δισ. ευρώ.
Με αυτόν το τρόπο, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα η Κύπρος εισήλθε σε περίοδο πλήρους ενεργειακής απεξάρτησης, αλλά και γίνεται εξαγωγέας ενέργειας με αποτέλεσμα η οικονομία της να αναβαθμίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Η πανδημία προκάλεσε, όπως σε όλες τις χώρες τις γνωστές παρενέργειες, αλλά με την επιστροφή στην κανονικότητα η άνοδος των τιμών ήταν εκρηκτική και ο πόλεμος στην Ουκρανία τις εκτόξευσε περαιτέρω με τα γνωστά επώδυνα αποτελέσματα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η θέση κατά της εξόρυξης είναι υπέρ των εισαγωγέων
Ας σημειωθεί ότι όλες οι οικολογικές οργανώσεις στην Κύπρο τοποθετήθηκαν υπέρ (με συγκεκριμένες περιβαλλοντολογικές προτάσεις) των εξορύξεων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ. Στην Ελλάδα, οι αντίστοιχες περιβαλλοντικές οργανώσεις, παρότι γνωρίζουν ότι τις επόμενες δεκαετίες το φυσικό αέριο θα αποτελέσει το κύριο στήριγμα των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), εν τούτοις απορρίπτουν συνολικά και συλλήβδην κάθε δυνατή εξόρυξη υδρογονανθράκων!
Η θέση εναντίον των εξορύξεων οδηγεί στη διατήρηση της εξάρτησης της Ελλάδας από τις εισαγωγές. Παράλληλα διευκολύνει τις τουρκικές θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η Κύπρος και η Κρήτη δεν διαθέτουν δικαιώματα εξόρυξης από κοιτάσματα φυσικού αερίου που βρίσκονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Κι αυτό, επειδή η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι τα νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα!
Στη Γαλλία, η επιβολή φόρου άνθρακα επί των προϊόντων πετρελαίου για τη χρηματοδότηση της “ενεργειακής μετάβασης” σε μηδενική εκπομπή αερίων διοξειδίου του άνθρακα το 2050, οδήγησε τελικά στην εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων, η οποία δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στη γαλλική οικονομία και βέβαια επηρέασε και το αποτέλεσμα του πρόσφατους πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών.
Η πραγματικότητα για τις ΑΠΕ
Η “ενεργειακή μετάβαση” απαιτεί τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, μέσω της μείωσης της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιγνίτη και άνθρακα). Βεβαίως και πρέπει να πάμε προς αυτήν την κατεύθυνση. Εξάλλου είναι δυνατόν να εισάγουμε ένα σημαντικό ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας στο μείγμα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Από πρακτική άποψη, όμως, η χρήση ΑΠΕ δεν είναι τόσο ελκυστική όσο φαίνεται. Η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύει μόνο το 28% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει να γίνει διάκριση του ενεργειακού μείγματος που αφορά όλες τις δραστηριότητες από το ενεργειακό μείγμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Για τις ανεμογεννήτριες, ο μέσος συντελεστής φορτίου (αναλογία μεταξύ της πραγματικά παραγόμενης ενέργειας από τη μέγιστη ισχύ που αναγράφεται) είναι 23%, ενώ είναι για τα φωτοβολταϊκά είναι μόλις 15%. Οπότε, για να επιτευχθεί η αναγκαία ποσότητα ενέργειας είναι απαραίτητο να υπάρξουν εγκατεστημένες ενεργειακές μονάδες με ονομαστική ισχύ πολλές φορές μεγαλύτερη.
Όσον αφορά το επίπεδο ισχύος, η κατάσταση είναι ακόμη δυσμενέστερη, δεδομένου ότι η εγγυημένη ισχύ μονάδος είναι της τάξεως του 20%ο της εγκατεστημένης ισχύος για τις ανεμογεννήτριες. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της παραγωγής αιολικής ενέργειας, που δείχνει ότι η διαθέσιμη ισχύς από όλες τις χερσαίες ανεμογεννήτριες που είναι τοποθετημένες σε ελληνικό έδαφος πέφτει συχνά πολύ χαμηλά, ίσως και στο 5% της εγκατεστημένης ισχύος.
Ενέργεια κατ’ απαίτηση
Έτσι, ένα σύνολο που μπορεί κατ’ αρχήν και ονομαστικά να παρέχει 10 GW για μία δύσκολη χρονική περίοδο να παράγει μόνο 0,5 GW. Αυτή η μεταβλητότητα των αιολικών και ηλιακών πηγών ενέργειας απαιτεί την ύπαρξη εναλλακτικών πηγών για να ξεπεραστεί. Δηλαδή, για να αντισταθμιστεί η πτώση της παραγωγής που οφείλεται στην απουσία ανέμου ή ήλιου. Λύση σε αυτά τα εποχιακά διαλείμματα ενεργειακής απόδοσης θα ήταν η μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας σε περιόδους όπου υπάρχει πλεόνασμα, ώστε να είναι διαθέσιμη σε στιγμές που θα χρειαζόταν.
Η κοινή λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που εγγυάται την κάλυψη της κατανάλωσης μιας χώρας απαιτεί τη διαθεσιμότητα ενέργειας κατ’ απαίτηση. Δηλαδή, εκείνης που δεν υποφέρει από διαλείμματα και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαρκή βάση. Έτσι, δεν υπάρχει χώρα, που μπορεί να ανταποκριθεί στη μεταβλητότητα της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Επίσης δεν υπάρχει χώρα που χρησιμοποιεί σε σημαντικό βαθμό ΑΠΕ, χωρίς να προσφεύγει στη χρήση άμεσα ελεγχόμενων και διαθέσιμων πηγών παραγωγής ενέργειας, όταν υπάρχει ανάγκη. Η καθαρότερη μορφή εξ αυτών είναι σήμερα οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο.
Από εισαγωγέας εξαγωγέας ενέργειας
Σύμφωνα με εκτιμήσεις που δημοσιεύτηκαν σε τεύχος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών, μία συστηματική έρευνα εγχώριων πετρελαιοπιθανών περιοχών θα μπορούσε, σε ορίζοντα 35-45 χρόνων, να αποδώσει στην χώρα μας (50% πιθανότητα) εκμεταλλεύσιμα αποθέματα κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της τάξης των 2,7 τρισ. m3 φυσικού αερίου. Να σημειώσουμε ότι αυτό το μέγεθος αντιπροσωπεύει τις σημερινές ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδος για περίπου 100 χρόνια, άρα η Ελλάδα από εισαγωγέας μπορεί να καταστεί εξαγωγέας ενέργειας.
Οι αναλογικές αυτές στατιστικές εκτιμήσεις μπορούν να θεωρηθούν συντηρητικές, δεδομένου ότι –λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων– δεν έλαβαν υπ’ όψη τους τις δυνατότητες παρουσίας υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υφαλογεννών ασβεστολίθων. Δηλαδή, υπεργιγαντιαίων στόχων κοιτασμάτων φυσικού αερίου (supergiant gas fields) “τύπου Zohr” που βρίσκονται εντός της ελληνικής ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας.
Οι παραπάνω δυνατότητες εκμετάλλευσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου μπορούν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε ορίζοντα 25ετίας σε πλήρη ενεργειακή απεξάρτηση, για την ακρίβεια να γίνει εξαγωγέας ενέργειας, με ευεργετικές συνέπειες για την εθνική οικονομία. Παράλληλα, θα μπορούσαν να στηρίξουν με “καθαρότερο τρόπο” (αντικατάσταση του εγχώριου λιγνίτη με φυσικό αέριο) την εσωτερική ενεργειακή αστάθεια των ΑΠΕ και την “ενεργειακή μετάβαση” της χώρας μας σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί μία συνεπής στρατηγική ανάδειξης του ελληνικού ενεργειακού ορυκτού πλούτου, σε βάρος της μέχρι τώρα ισχύουσας πολιτικής, η οποία δίνει προτεραιότητα σε εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από το εξωτερικό, γεγονός βέβαια που εξυπηρετεί τους εισαγωγείς.
Η εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε ορίζοντα 40ετίας θα μπορούσε να αποφέρει στο ελληνικό Δημόσιο (ταμείο αλληλεγγύης νέων γενεών) έσοδα της τάξης τουλάχιστον των 300 δισ. ευρώ. Με πρόταση μας στο SLpress.gr υποδείξαμε ότι θα μπορούσαμε σημαντικό μέρος του ποσού αυτού να το αφιερώσουμε στην στήριξη των αναγκαίων επενδύσεων “ενεργειακής μετάβασης” σε μία νέα εποχή διαμόρφωσης μηδενικών εκπομπών αερίου διοξειδίου του άνθρακα το συντομότερο δυνατόν.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: