Ξέμεινε στη μνήμη μου το χαμόγελό του…
Γράφει η Λίλη Μιχαηλίδου
«Η παιδική ηλικία είναι ο πραγματικός γενέθλιος τόπος μας.Από εκεί ερχόμαστε συνεχώς…»
στον παππού μου, Γιακουμή
Φορούσε κάλτσες μέχρι το γόνατο και φυσικά οι δερμάτινες ποδίνες, φτιαγμένες στο χέρι από τον παπά τσαγκάρη του χωριού, ενώ τις καθημερινές φορούσε ποδίνες σίριτζες(2). Έχει στα μάτια τη λάμψη από τα αναμμένα καντήλια. Ίσως γιατί τα κοίταζε προσηλωμένος την ώρα της λειτουργίας. Στα ρούχα του η μυρωδιά λιβανιού, γιατί ο παπάς, στην ίδια πάντα διαδρομή για «τα Άγια των Αγίων…», περνά από δίπλα του, σταματά και επαναλαμβάνει τις κινήσεις δίνοντας χρόνο στο θυμίαμα να καθίσει απαλά στα μαλλιά και στα ρούχα του.
Κάθεται στον ίδιο σκάμνον, στο χώρο των ανδρών, διάδρομος δεξιά, κάτω από την εικόνα που απεικονίζει την κόλαση. Αυτά τα ίδια ρούχα φοράει για χρόνια. Μια, το πολύ δυο αλλαξιές. Η μια για τις Κυριακές και ή άλλη για τις μεγάλες γιορτές. Χριστούγεννα, Φώτα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο. Τις Κυριακές έχει σχόλη. όπως και τα ζώα του. Δυο αγελάδες και δυο γαϊδούρια, ένα θηλυκό και ένα αρσενικό.
Τις καθημερινές φροντίζει τα χωράφια, που δεν είναι λίγα, σε διάφορα μέρη έξω από το χωριό, δίπλα στο ποτάμι, στο βουνό σε απότομες πλαγιές ανάμεσα σε πεύκα, κάτω στον κάμπο. Τα γαϊδούρια είναι τα μεταφορικά του μέσα και οι αγελάδες οι βοηθοί του στο όργωμα, στο αλώνισμα, ανιδιοτελείς, σιωπηλοί σύντροφοι σε όλη την πορεία της ζωής του. Η γιαγιά τον ακολουθεί από πίσω. Ποτέ μπροστά, ποτέ δίπλα του. Κάθονται μαζί μας στο κυριακάτικο τραπέζι. Το δικό του ποτηράκι είναι πάντα γεμάτο κρασί. Όχι της γιαγιάς, όχι τα δικά μας. Η σιωπηρή ευλογία. Όταν τελειώσουμε θα πάει να καθίσει στο καφενείο. Μόνο για άντρες.
Κοιτάζω τα χέρια του, χέρια καταπονημένα, γεμάτα κόκκινα σκασίματα από το χρόνο, που δεν χάιδεψαν με τόση φροντίδα παρά τα ζώα του και τη γη, που όργωνε τα μυστικά της μέρα και νύχτα. Κοιτάζω τα μάτια του, έχουν πάρει το θολό χρώμα του ουρανού, γεμάτα σβελτάδα και μνήμες. Μνήμες αγαπημένες που τον έδεναν διπλά με ό,τι έζησε.
Πάνω από εβδομήντα χρόνια, από τα έξι του χρόνια όταν πέθανε ο πατέρας του, υπηρετούσε τον κάμπο τόσο αφοσιωμένα, που τα έντονα γήινα χρώματα αποτυπώθηκαν στο σώμα και στα ρούχα του. Έσπερνε, θέριζε, ήξερε την κάθε πέτρα που οριοθετούσε τη γη του, τις αγρελιές(5), τις παλλούρες, τα θρουμπιά(6), τις αγριομοσφιλιές(7), ήξερε πότε τα φίδια θα βγουν στον ήλιο, πότε θα ξεμυτίσουν τα πρώτα χόρτα για μαγείρεμα, πότε θα επιστρέψουν τα πουλιά από τις νότιες χώρες.
Κοιμόταν και ξυπνούσε με την έγνοια, πότε θα βρέξει, αν θα πάει καλά η σπορά, πότε η γη χρειάζεται ανάπαυση. Μιλούσε με τη φύση που του έδινε δύναμη, μιλούσε με το Θεό που τον συντρόφευε. Ο κάμπος κατάφερνε να απαλύνει την ασχήμια του κόσμου, ο κάμπος ήταν το σπίτι του.
Τα βράδια του χειμώνα, μπροστά στη νηστιά(8) στο σπίτι του, ή δίπλα στη σόμπα με τα ξύλα στο δικό μας σπίτι, εξιστορούσε παλιές ιστορίες, διαδρομές με τα ζώα του μέσα στα χιόνια για να πουλήσει τα γεννήματά του σε άλλα χωριά, τους κόπους και τα βάσανά του, όπως μας έλεγε. Δεν ήταν απλά η αφήγηση αυτών που έζησε, αλλά μια έκφραση λαχτάρας, όπως όταν γεννιέται ένα ποίημα. Οι ιστορίες του ακολουθούσαν τις εναλλαγές των εποχών και είχαν πάντοτε τη γεύση της γης.
Με μισόκλειστα μάτια, κατακόκκινα μάγουλα από τη φωτιά, ανάσαινε συνεπαρμένος τη μυρωδιά των καμένων ξύλων, όπως όταν κάποιος μυρίζει ένα διπλό ματσικόρυδο(9). Σ’ όλη του τη ζωή ξεφύλλιζε πιστά την αφοσίωσή του στις απλές καθημερινές ασχολίες, σαν προσευχή. Δεν παραπονιόταν. Διάβαζα κάποτε πως «υπάρχει μια στιγμή, όταν ο ήλιος έχει μπει στον κριό και πριν περάσει τον λέοντα, όποιος την ζήσει αφήνει να περάσει η δόνηση μιας μουσικής μέσα του, που τον οδηγεί στην αιώνια πραότητα της ψυχής». Ήταν εμφανές πως την είχε ζήσει.
Το κάθε τι στο διάβα του, ακόμη και φευγαλέα πράγματα είχαν λόγο ύπαρξης και σημασία, τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο. η γέννηση των παιδιών, το ένα πίσω από το άλλο, οι βαφτίσεις τους, οι γάμοι και ο ερχομός των εγγονιών, οι γιορτές και οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, η ίδια για χρόνια ιερή ρουτίνα της Κυριακής, εκκλησία, καφενείο, οι απροσδόκητοι θάνατοι δικών και φίλων, οι επικήδειοι, οι αποχωρισμοί, οι συμβιβασμοί, ήταν μέρος της ζωής του.
Στη μνήμη μου ξέμεινε το χαμόγελό του
δροσερό σαν φθινόπωρο, ζεστό σαν καλοκαίρι
οι δερμάτινες ποδίνες του, η μαύρη βράκα, το κοντό ζιπούνι
τα ουράνια μάτια μιας εποχής που έσβησε με το θάνατό του.
Πότε ακριβώς έφυγε, δεν θυμάμαι.
Όταν φεύγεις ο χρόνος δεν έχει σημασία.
- μαντός: μαύρο χοντρό ρούχο που το φορούσαν οι άνδρες στο κεφάλι, ιδιαίτερα όταν εργάζονταν στα χωράφια ή στους κάμπους. Κάλυπταν το κεφάλι και το έδεναν χαμηλά στο σβέρκο.
- σίριτζες: ποδίνες από ακατέργαστο δέρμα, με βάση από ρίζες βαριές για να έχουν σταθερό πάτημα και βήμα.
- Ποαλέτρι (πόδι του αλετριού): η Πούλια, σειρά από εφτά αστέρια που όταν ανατέλλουν στον ουρανό σχηματίζουν ένα αλέτρι.
- το άστρο της πορνής (της αυγής): το πιο λαμπερό αστέρι, που ανατέλλει πολύ πριν ξημερώσει.
- αγρελιές: άγρια σπαράγγια.
- παλλούρες, θρουμπιά: θάμνοι που ευδοκιμούν στους κάμπους.
- αγριομοσφιλιές: Υπάρχουν 3 είδη μοσφιλιάς σε Κύπρο και Ελλάδα, τα δύο είναι άγρια και το τρίτο καλλωπιστικό. Είναι από τα φυτά που θεωρούνται θαύμα της φύσης για τις ευεργετικές ιδιότητες τους στον άνθρωπο. Οι Αρχαίοι Έλληνες το είχαν ως σύμβολο ευτυχίας και ευημερίας των νεονύμφων. Οι Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν σαν αντίδοτο για το κακό μάτι. Οι Ινδιάνοι της Αμερικής, στις περιπλανήσεις τους έτρωγαν παστό κρέας με καρπούς μοσφιλιάς. Οι Σταυροφόροι πρόσφεραν κλαδί μοσφιλιάς στις αγαπημένες τους για να συμβολίζει την Ελπίδα. Η καιόμενη θάμνος στην Παλαιά Διαθήκη ήταν συγγενικό της μοσφιλιάς.
- νηστιά: η εστία, το τζάκι, που δεν ήταν μόνο για ζέσταμα το χειμώνα, μα και για καθημερινό μαγείρεμα.
- ματσικόρυδο: ή αλλιώς Νάρκισσος ο ταζέττιος (Narcissus tazetta) φυτό της οικογένειας των Αμαρυλλίδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια: