Υπερβαίνοντας το παρασιτικό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο

 


Του Γιώργου Καραμπελιά

Μετά την κρίση του 2009-2010 και τη δραματική κατάρρευση του αποκλειστικώς «εισαγωγικού» παρασιτικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, η ψαλίδα μεταξύ εισαγωγών-εξαγωγών, που είχε πλησιάσει στο ένα προς τρία, θα αρχίσει να κλείνει, τόσο εξ αιτίας της πτώσης των εισαγωγών όσο και της παράλληλης σταδιακής ανόδου των ελληνικών εξαγωγών. Έτσι, το 2019, οι εξαγωγές θα φθάσουν τα 33 δις € και οι εισαγωγές τα 55 δις.

Το παρόλα ταύτα σημαντικό έλλειμμα των 22 δις € των εμπορικών ανταλλαγών καλυπτόταν σχεδόν στο σύνολό του από τις «εξαγωγές» υπηρεσιών και κατ’ εξοχήν από τα ναυτιλιακά εμβάσματα και τον διεθνή τουρισμό που πραγματοποίησε ένα τεράστιο άλμα κατά το 2019. Παρότι λοιπόν μειώθηκε το εμπορικό έλλειμμα, διατηρήθηκε η υπερβολική εξάρτηση της χώρας από έναν επίσης εξωγενή παράγοντα, τον διεθνή τουρισμό, με συνέπεια, το 2019, οι «εξαγωγές» υπηρεσιών της Ελλάδας σε δολάρια (43.034 εκατομ.) να ξεπερνούν τις εξαγωγές εμπορευμάτων (39.478 εκατομ.)! Ένα τόσο υψηλό ποσοστό εξάρτησης από τις υπηρεσίες παρατηρείται μόνο σε πολύ μικρές νησιωτικές χώρες με μοντέλο τουριστικής μονοκαλλιέργειας.

Αξίζει εδώ να εγκύψουμε στον αγροτικό τομέα που, μέχρι το 2010, αποτελούσε το κατ’ εξοχήν (αντι)παράδειγμα της παρασιτικής καταναλωτικής υφής της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα, μια χώρα παραδοσιακά αγροτική με πλεονασματικό εξωτερικό εμπόριο, μεταβλήθηκε σε ελλειμματική με διαρκή άνοδο των εισαγωγών και αύξηση του ελλείμματος του αγροτο-διατροφικού τομέα. Αυτό το έλλειμμα εκτινάχθηκε στα 3,06 δις € το 2008 καθώς οι εξαγωγές του τομέα κάλυπταν μόλις το 57% των εισαγωγών που είχαν διευρυνθεί δραματικά στον τομέα του κρέατος και του γάλακτος. 

Όμως, στα χρόνια της κρίσης, η οικονομία και η κοινωνία στράφηκε αναγκαστικά προς τον αγροτικό τομέα, του οποίου όχι μόνο ανέβηκε το ποσοστό στο εθνικό εισόδημα, στο 4,4%, το 2019, από το 3,2% που είχε φθάσει το 2008 αλλά παράλληλα μειώθηκε και η ψαλίδα του ελλείμματος. Έτσι μέσα στο 2020, στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, το έλλειμμα μεταβλήθηκε σε ένα έστω μικρό πλεόνασμα και το ισοζύγιο του αγροτο-διατροφικού τομέα δείχνει να επιστρέφει εκεί που βρισκόταν στα 1984!

Προφανώς βέβαια, το μεγάλο στοίχημα της στροφής στην ενδογενή ανασυγκρότηση αποτελεί ο μεταποιητικός τομέας, όπου όχι μόνο ο διεθνής ανταγωνισμός είναι πολύ πιο απαιτητικός αλλά και η αποβιομηχάνιση είχε πλήξει πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες την ούτως ή άλλως υπανάπτυκτη βιομηχανικά Ελλάδα. Πάντως, και στη μεταποίηση έχουν αρχίσει να διαφαίνονται οι πρώτοι θετικοί μετασχηματισμοί καθώς, κατά την περίοδο 2013-2019, οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξάνονταν ετησίως κατά 6,7%, ενώ παράλληλα οι εισαγωγές παραμένουν μικρότερες από εκείνες του 2008, με συνέπεια να συρρικνώνεται το έλλειμμα.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί,ούτε πρόκειται να αποτελέσει στο προσεχές μέλλον, μεγάλη πύλη εισόδου για ξένες επενδύσεις, διότι βρίσκεται σε μια ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή, ενώ δεν διαθέτει μεγάλη εσωτερική αγορά, παρά τους ευσεβείς πόθους του Άδωνι. Επομένως είναι υποχρεωμένη να προσανατολιστεί πλέον στην ενδογενή παραγωγή και εξαγωγική παραγωγή και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και στην επενδυτική παραγωγική κινητοποίηση των δημοσίων επενδύσεων και των ευρωπαϊκών πόρων: ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, με όλες τις συνέπειές της, ανάντι και κατάντι του συνόλου των βιομηχανικών και ερευνητικών κλάδων και ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση των νέων τεχνολογιών και της ηλεκτρονικής· ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία με τη μερική τουλάχιστον εσωτερίκευση της ναυτιλιακής δραστηριότητας· ανανεώσιμες πηγές ενέργειας· επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, άμεσα επιτεύξιμες βελτιώσεις στον αγροτικό-διατροφικό τομέα· επενδύσεις στην εκπαίδευση και προσέλκυση ξένων φοιτητών.

Αποφασιστικής σημασίας μπορεί να αποβεί, τέλος, η οικοδόμηση μιας μεγάλης πολιτιστικής «βιομηχανίας», στηριγμένης στην πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά της χώρας – εμπνεόμενη από το παράδειγμα πολλών χωρών της Δυτικής Ευρώπης, όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας. Έχω αναφερθεί πολύ συχνά στην ανάγκη ενός κέντρου αριστοτελικών φιλοσοφικών σπουδών στα Στάγειρα ή πλατωνικών σπουδών στην Ακαδημία Πλάτωνος, μιας Ιατρικής Ακαδημίας στην Κω, μιας Ορθόδοξης Ακαδημίας στη Χαλκιδική ή τη Θεσσαλονίκη, ενός διεθνούς Πανεπιστημίου ελληνικών σπουδών κ.λπ. κ.λπ. Άραγε δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα πολιτιστικό χωριό στην Ολυμπία ή στη Βεργίνα το οποίο, χρησιμοποιώντας και τις νέες τεχνολογίες και την εικονική πραγματικότητα, θα εισήγε εκατομμύρια επισκεπτών και κατ’ εξοχήν τα παιδιά στον κόσμο της αρχαίας Ελλάδας, με τεράστιο οικονομικό και πολιτιστικό αποτύπωμα; Ή κάτι ανάλογο για το Βυζάντιο στον Μυστρά; Και γιατί να μην αναδειχθεί η Επίδαυρος σε ένα παγκόσμιο Κέντρο Αρχαίου Θεάτρου, με εκπαιδευτικά παραρτήματα μελέτης του αρχαίου θεάτρου και χώρους για την οργάνωση διεθνών συνεδρίων;

Διαβάζουμε πως αντιμετώπιζε ο Καποδίστριας το δυσχερές ζήτημα της δημιουργίας ενός βιώσιμου ελληνικού κράτους ήδη από το 1814:

… Η Ελλάς πρέπει κατά τον Καποδίστριαν να κηρυχθή ομοφώνως υφ’ όλων των Δυνάμεων χώρα αφιερωμένη αποκλειστικώς και μόνον εις τας επιστήμας και την διαφώτισιν του ανθρωπίνου γένους, το έδαφός της να κηρυχθή εκ των έξω απρόσβλητον, εσωτερικώς δε να κρατηθή μακράν πάσης ξένης αναμίξεως. Κειμένη μεταξύ Ασίας και Ευρώπης ευκόλως θα κατανοή η Ελλάς το νόημα της μυστικοπαθούς ζωής της Ανατολής, ενώ από την άλλην πλευράν θα δέχεται το εκλεπτυσμένον πνεύμα των Ευρωπαίων, δημιουργούσα κατ’ αυτόν τον τρόπον μίαν δι’ ολόκληρον την ανθρωπότητα σωτήριον ισορροπίαν (Ενεπεκίδης, Ρήγας-Υψηλάντης).

Σε μια τέτοια κατεύθυνση, ακόμα και ο διεθνής τουρισμός, που εν τέλει στηρίζεται σε ένα «εγχώριο προϊόν», μπορεί και πρέπει προχωρήσει στην εμβάθυνσή του, να μετακινηθεί σταδιακά από το μοντέλο sun, sea and clubbing προς ένα τουριστικό προϊόν με «ονομασία προέλευσης». Και όχι απλώς ως προς την ελληνοποίηση της διατροφής, που εν μέρει έχει αρχίσει να γίνεται πράξη, αλλά κατ’ εξοχήν με τη σύνδεσή του με την πολιτιστική και ιστορική παράδοση του ελληνικού πολιτισμού στη διαχρονία του.

Αυτός ο δειλός, αλλά πραγματικός, μετασχηματισμός της δομής της οικονομίας στη διάρκεια των μνημονίων επιταχύνθηκε άλλωστε και από τις οικονομικές εξελίξεις κατά την περίοδο της πανδημίας της περιόδου 2020-2021. Η κρίση του COVID-19, παράλληλα με την κατάρρευση των τουριστικών εισροών, προκάλεσε μείωση του εμπορευματικού ελλείμματος, οι δε εξαγωγές παρουσίασαν μια μικρή άνοδο παρά το έντονα αρνητικό εθνικό και διεθνές περιβάλλον.

Τα σκληρά διδάγματα σειράς αλλεπάλληλων αδιεξόδων και κρίσεων κατατείνουν στο συμπέρασμα πως το μοντέλο της παρασιτικής ενσωμάτωσης στη διεθνή οικονομία, που οδήγησε στον υπέρμετρο δανεισμό και την αποκλειστική σχεδόν στήριξη στον τουρισμό, αποτελούν ένα μη βιώσιμο μοντέλοΘα πρέπει αντίθετα να αντικατασταθεί από ένα μοντέλο ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενίσχυσης του κρατικού προγραμματισμού και της κατευθυντικότητας.

Το ελληνικό παραγωγικό σύστημα είναι υποχρεωμένο να στραφεί προς μια «ενδογενή εξωστρέφεια»– δηλαδή σε μια ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγής τόσο για υποκατάσταση εισαγωγών όσο και   σε εξαγωγική κατεύθυνση σε αντίθεση με την παρασιτική και εισαγωγική εξωστρέφεια που κυριαρχούσε μέχρι το 2009 και την οποία οι παρασιτικές ελίτ  την βάφτιζαν ως «εξωστρέφεια».  Η πτώση του ΑΕΠ της χώρας κατά 35% περίπου (μνημόνια και πανδημία) δεν επιτρέπει πλέον άλλη διέξοδο. Πρόκειται στην ουσία για μονόδρομο. Δύσβατο ωστόσο μονόδρομο, καθώς, εξαιτίας του μνημονιακού στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας οι επενδύσεις είχαν συρρικνωθεί στο 10,1% του ΑΕΠ το 2019, ποσοστό που δεν αρκεί ούτε για την ανανέωση του υπάρχοντος κεφαλαιακού αποθέματος – μακράν το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη που το ίδιο έτος αφιέρωνε κατά μέσο όρο το 22,2% του ΑΕΠ στις επενδύσεις. Ίσως το ευρωπαϊκό πακέτο ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας –Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ και τακτικός προϋπολογισμός της ΕΕ, που θα ξεπεράσουν τα 70 δις €– θα αποτελούσε μια ευκαιρία αν δεν κατευθυνθεί στην κατανάλωση.

Έχει άραγε τις δυνάμεις να το πράξει η ελληνική κοινωνία και οι ελίτ που την διαφεντεύουν; Άλλωστε αποφασιστικής σημασίας για την πιθανότητα να έχει οποιοδήποτε μέλλον το ίδιο το ελληνικό έθνος συνιστά το δημογραφικό ζήτημα καθώς η οποιαδήποτε ανάταξη του ελληνισμού κινδυνεύει δραματικά από τη δημογραφική συρρίκνωση. Συνεπώς η ενδογενής ανασυγκρότηση προϋποθέτει και εμπεριέχει και την ενδογενή δημογραφική ανάκαμψη ως πρωταρχικό μέλημα και μέριμνα της ελληνικής πολιτείας.

από την Ρήξη που κυκλοφορεί (Ιούλιος 2021)

από ardin-rixi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.