Τρία γράμματα

 


Γράφει ο Δημήτρης Νανούρης

Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε στου Ζέφυρου το χάδι/ τ’ όμορφο τούτο το βράδυ./ Σπαρμένο χρυσολούλουδα, το πέλαγο λιβάδι/τ’ όμορφο τούτο το βράδυ. Ξεχειλίζουν λυρισμό οι άνωθι στίχοι, που σε συνδυασμό με την ταξιδιάρα μελωδία του Γιάννη Σπανού, συγκαταλέγονται στον αφρό του μεθυστικού Νέου Κύματος. Σημαντική μορφή των τεχνών και των γραμμάτων ο δημιουργός τους, μας έχει χαρίσει, μεταξύ άλλων, τρία εμβληματικά τραγούδια τα οποία χάραξαν βαθύ αποτύπωμα στον πολιτισμό μας.

Επρόκειτο να σημαδέψει προηγουμένως το θέατρο ο Βασίλης Ρώτας –διότι ασφαλώς περί του Ρώτα ο λόγος, που πέθανε τέτοιες μέρες του 1977–, ενσωματώνοντας στα αισθητικά ρεύματα της ταραγμένης εποχής του τη λαϊκή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, τον καραγκιόζη. Το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών, που ίδρυσε στο Παγκράτι το 1930, σφραγίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά. Στα χρόνια της Κατοχής διηύθυνε τον Θεατρικό Ομιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας, ο οποίος μετεξελίχθηκε στο θρυλικό Θέατρο του Βουνού.

Κατέλιπε ποιήματα, αφηγήσεις, κριτικές, δοκίμια και αξεπέραστες μεταφράσεις, προεξαρχόντων των απάντων του Σέξπιρ. Το 1962 ανεβαίνει στην Αθήνα από το Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά η πρωτοποριακή παράσταση «Ενας όμηρος» του Ιρλανδού ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και ακτιβιστή Μπρένταν Μπίαν σε απόδοση Ρώτα. Το «Γελαστό παιδί», ένα από τα άσματα του έργου σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, αναφέρεται στον επαναστάτη Μάικλ Κόλινς που δολοφονήθηκε στον ιρλανδικό εμφύλιο του 1922.

Απορρίφθηκε από τη λογοκρισία και δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο παρά το 1974, διαδόθηκε μολαταύτα από στόμα σε στόμα. Οι στίχοι ξεκαθαρίζουν εξαρχής πως «Ηταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή/ βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη/ βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαραχτικά θρηνεί/ σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί.// Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ/ το πηδηχτό του βήμα, το γέλιο το γλυκό./ Ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή/ σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί». Ταυτίστηκε αρχικά με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, κατόπιν με τον Σωτήρη Πέτρουλα και τέλος με τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, παρότι εκείνοι έπεσαν Μάη, Ιούλη και Νοέμβρη αντίστοιχα.

Λίγο νωρίτερα ο Σπανός μελοποίησε το «Χριστινάκι» του Ρώτα που η Καίτη Χωματά μετέτρεψε σε σήμα κατατεθέν του Νέου Κύματος: «Δώδεκα αγόρια του σχολειού κι η Χριστινιώ μια τάξη/ – μη βρέξει και μη στάξει./ Τ’ αγόρια τ’ ορκιστήκανε στην παλικαροσύνη/ να κλέψουν τη Χριστίνη./ Βαρκούλαν αρματώνουνε με σταυρωτό πανάκι/ Χριστίνα, Χριστινάκι./ Εμπα καλή στη βάρκα μας να πάμε και να ’ρθούμε/ τραγούδι που θα πούμε./ [...] Κι η βάρκα η ποθοπλάνταχτη πάει στων νερών τα βάθη/ με του έρωτα τα πάθη./ Δεν κλαίω τα δώδεκα παιδιά, τους νιους, τους μαθητάδες,/ τις δώδεκα μανάδες./

Μόν’ κλαίω τα μάτια τα γλαρά, το λυγερό κορμάκι,/ τ’ αγρίμι το ελαφάκι// που ήτανε δώδεκα χρονών παρθένα, Παναγιά μου, κι έλαμπε η γειτονιά μου.

Εμβληματικότερο όλων, το τρίτο τραγούδι του Ρώτα σηματοδοτεί τη γενιά της Κατοχής και της Αντίστασης και δεν είναι άλλο από τον «Υμνο του ΕΑΜ», που κούμπωσε πάνω στον ρώσικο ρυθμό της «Κατιούσας» του Μάτβεϊ Μπλάντερ. Ιδού:

«Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν την ελληνική μας την γενιά/ και μας δείχνουν φωτεινό τον δρόμο για να φέρουμε την λευτεριά./ Είναι του αγώνα μας τα φώτα κι ο λαός ακολουθεί πιστά/ νέοι, γέροι, όλοι μαζί φωνάζουν: ζήτω, ζήτω, ζήτω το ΕΑΜ...». Τ’ ακούω απ’ πρωί στο διαδίκτυο, αφού η λογοκρισία των λοιμωξιολόγων του Μαξίμου απαγορεύει τη μουσική στα μαγαζιά.

από efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.