Που το πάει ο Μπάιντεν με Ρωσία και Κίνα
Γράφει ο Ζαχαρίας Μίχας
Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας βρίσκονται ήδη σε περίοδο επικίνδυνης για την παγκόσμια ασφάλεια όξυνσης. Παρότι η Ουάσιγκτον επέλεξε την οδό της διπλωματίας με τους Κινέζους, τα αποτελέσματα της συνάντησης στο Άνκορατζ της Αλάσκας είναι απογοητευτικά. Το ψυχροπολεμικό κλίμα περίσσεψε εκατέρωθεν. Στη συνάντηση διαφώνησαν παντού, ενώ παρατηρητές υποστηρίζουν ότι τόσο η ατζέντα όσο και ο τρόπος που την έθεσαν οι Αμερικανοί συνιστούν προσβολή στην κινεζική κουλτούρα. Εξ ου και η έντονη αντίδραση.
Ποια είναι τελικά η νέα στρατηγική των ΗΠΑ; Όλα δείχνουν ότι η νέα κυβέρνηση έχει αποφασίσει να αντιμετωπίσει με σκληρότητα αμφότερους τους γεωπολιτικούς της ανταγωνιστές. Οι αναφορές αναλυτών εστιάζουν στο ότι η τακτική αυτή θα φέρει πιο κοντά τη Μόσχα με το Πεκίνο. Το ενδεχόμενο αυτό είναι υπερτιμημένο. Η σχέση Ρωσίας-Κίνας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και όσα τους διαιρούν καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη τη συμπόρευση κι όπου αυτό συμβεί, θα απέχει από το να θεωρηθεί “άξονας”.
Η στρατηγική των ΗΠΑ είναι μεγάλου ρίσκου. Ουδείς αμφιβάλλει ότι η Ουάσιγκτον έχει το οικονομικό όπλο στα χέρια της σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιονδήποτε άλλο, τουλάχιστον όσο το δολάριο παραμένει παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Έχει και σαφές τεχνολογικό προβάδισμα στη συντριπτική πλειοψηφία των τομέων κι αυτό θα το χρησιμοποιήσει απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα.
Τελευταίες εξελίξεις όπως η νέα μέθοδος ταχείας και ασφαλούς σχεδίασης υπερσύγχρονων μαχητικών, ενώ στο παρελθόν απαιτούσε δύο και πλέον δεκαετίες, δημιουργεί προϋποθέσεις διεύρυνσης του προβαδίσματος και ραγδαίας αποκλιμάκωσης του κόστους ανάπτυξης και αξιοποίησης. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά τις δυνητικές επιπτώσεις της χρήσης αυτού του προβαδίσματος στην παγκόσμια ασφάλεια. Η ανησυχία είναι ότι θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά και θα αφυπνίσει “θουκυδίδεια αντανακλαστικά” σε στρατιωτικούς-στρατηγικούς κύκλους στη Μόσχα και το Πεκίνο.
Οπλικά συστήματα αποτροπής
Εάν το προβάδισμα δημιουργήσει συνθήκες κυριαρχίας ή προκληθεί σοβαρή οικονομική αποσταθεροποίηση, ο πειρασμός στρατιωτικής αποτροπής της ανατροπής κρίσιμων ισορροπιών θα είναι ισχυρός και στρατηγικά λογικός. Ήδη, η έμφαση στις ρωσικές και κινεζικές ένοπλες δυνάμεις δίδεται σε οπλικά συστήματα που μπορούν να δημιουργήσουν συνθήκες αποτροπής. Δηλαδή να ακυρώσουν τη δυνατότητα του τεχνολογικού προβαδίσματος του αντιπάλου, απειλώντας να κρίνουν μια στρατιωτική αναμέτρηση. Κι αυτά είναι όπλα τεράστιας καταστρεπτικής ισχύος.
Για παράδειγμα, οι Ρώσοι φέρονται να έχουν πραγματοποιήσει άλματα στην τεχνολογία του ηλεκτρονικού πολέμου. Πρόκειται για έναν τομέα που μπορεί να προσφέρει πολλαπλά πλεονεκτήματα, τακτικά κυρίως, αλλά και στρατηγικά και να έχει δυσανάλογα μεγάλες επιπτώσεις στην εξέλιξη μιας σύγκρουσης. Πρόκειται δε για μια τεχνολογία που μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο σε περιφερειακά θέατρα διενέξεων.
Άλλος τομέας είναι η τεχνολογία των πολυηχητικών όπλων (hypersonic weapons). Φαίνεται πως ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα έχουν πραγματοποιήσει άλματα. Ρώσοι και Κινέζοι διακρίνονται για τη χρήση της προόδου που έχει συντελεστεί για την επίτευξη επικοινωνιακών στόχων. Την ενίσχυση δηλαδή της πεποίθησης στην αμερικανική κοινωνία και στη Δύση γενικότερα, ότι η πρόοδος σε τεχνολογίες μαζικής καταστροφής είναι συνεχής σε Ρωσία και Κίνα.
Οι Αμερικανοί αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά φειδωλοί στην αποδέσμευση πληροφοριών. Ωστόσο, δεδομένης της ιστορίας και μόνο η διαρροή ότι το Skunk Works της Lockheed Martin έχει προχωρήσει σε χρόνο-ρεκόρ στην ετοιμασία μαχητικού αεροσκάφους έκτης γενιάς, αρκεί για να δημιουργήσει τις επιθυμητές εντυπώσεις, τη στιγμή που οι αντίπαλοι υστερούν ακόμα και στα μαχητικά πέμπτης γενιάς.
Στρατιωτικές ισορροπίες
Το επιχείρημα είναι ότι η στρατιωτική κλιμάκωση που θα μπορούσε να προκληθεί ως αποτέλεσμα της τροπής που λαμβάνουν οι σχέσεις συνολικά, είναι η πλέον αρνητική και απευκταία εξέλιξη. Ο αντίλογος θα μπορούσε να είναι ότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί ένα δυναμικό “μπάσιμο” της νέας κυβέρνησης στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής για να στείλει μηνύματα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και αναλόγως των εξελίξεων θα προβεί σε αναπροσαρμογή της τακτικής και της ρητορικής της.
Τα επιχειρήματα υπέρ της ανάγκης σταδιακής αναδίπλωσης των ΗΠΑ είναι ισχυρά. Το βασικότερο προαναφέρθηκε και αφορά τον κίνδυνο να φέρει πολύ κοντά Ρωσία και Κίνα. Το πιο σημαντικό όμως θα μπορούσε να περιγραφεί από την αντίστροφη πλευρά. Δηλαδή, ότι η Ουάσιγκτον αποστερεί από τη στρατηγική της την αξιοποίηση των πολλών και εξαιρετικά σοβαρών θεμάτων που χωρίζουν τη Μόσχα και το Πεκίνο.
Πόσο θετικό για τα αμερικανικά συμφέροντα είναι το να ξεχάσει η Μόσχα την αμφισβήτηση του Βλαδιβοστόκ από τους Κινέζους που είχε προκαλέσει οργή για τον εντελώς άκομψο τρόπο προβολής του μέσω των κοινωνικών δικτύων; Πόσο θετικό για τα αμερικανικά συμφέροντα θα ήταν η υποβάθμιση του ανταγωνισμού Ρώσων και Κινέζων για την επιρροή στην Κεντρική Ασία εξαιτίας της ανάγκης συσπείρωσης για την αντιμετώπιση του εξαιρετικά επικίνδυνου και ισχυρού κοινού εχθρού;
Τα επιχειρήματα του είδους δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτά τα δύο. Η στυγνή στρατηγική λογική θα υπαγόρευε την αποφυγή ανοίγματος ταυτοχρόνως δύο μετώπων, συν την προοπτική και ενός τρίτου με την ΕΕ, όπου ο διχασμός για το θέμα του Nord Stream 2 είναι ήδη μεγάλος. Το πρόβλημα είναι ότι οι ΗΠΑ δείχνουν αποφασισμένες να μπλοκάρουν με κάθε τρόπο τον αγωγό, που θέλει τόσο πολύ η Γερμανία, επιβάλλοντας σκληρές κυρώσεις.
Ανατολική Μεσόγειο
Την ίδια στιγμή, όμως, εξακολουθούν να “επιτρέπουν” στην Τουρκία να μπλοκάρει την εναλλακτική τροφοδοσία από την Ανατολική Μεσόγειο. Το επιτρέπουν διά της απροθυμίας να ξεφύγουν από το πεδίο της απλής ρητορικής καταδίκης των τουρκικών αυθαιρεσιών, ασχέτως του πόσο ισχυρή φρασεολογία επιλέγεται διπλωματικά. Εάν οι ΗΠΑ του Μπάιντεν επιθυμούν να ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, μπορούν να πράξουν τα εξής δύο: Πρώτον, να επικυρώσουν τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Δεύτερον, να δηλώσουν πως θα εμπλακούν ενεργά στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου.
Η πρώτη κίνηση θα απονομιμοποιήσει κάθε προσπάθεια βραχυκυκλώματος των ερευνών από την Τουρκία. Θα είναι μία έμμεση δήλωση ότι δεν θα επιτραπεί σε κανέναν να κρατά όμηρο την ενεργειακή ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου. Με τον τρόπο αυτόν θα όριζαν ένα πλαίσιο, εντός του οποίου πρέπει να επιλυθούν οι όποιες διαφορές. Πιο αποτελεσματικοί θα ήταν εάν διακήρυσσαν ότι σε συνεργασία με τους τοπικούς συμμάχους τους, που συμμερίζονται τις ίδιες αρχές, οι ΗΠΑ θα περιφρουρήσουν τη νομιμότητα.
Το πρόβλημα είναι ότι η αμερικανική επίθεση είναι προσωποκεντρική. Το πρόβλημα εστιάζεται στον Πούτιν, στον Ερντογάν, στον πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (σ.σ. η κινεζική ηγεσία, παρά τον καταλυτικό ρόλο του Σι Τζινπίνγκ, είναι πιο συλλογική) και όχι στις στρατηγικές επιδιώξεις και τη λογική τους. Αυτή η λογική οδηγεί σε αδιέξοδα και λάθη. Μπορεί η αχανής εδαφικά και αδύναμη δημογραφικά Ρωσία να διατηρηθεί ενωμένη με κυβέρνηση δυτικού τύπου; Εάν όχι, τότε η ηγεσία του Πούτιν θα πρέπει να αναλυθεί σε περισσότερα επίπεδα από την εστίαση σε θέματα καθεστωτικής διαφθοράς και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή απλά προσωπικής αντιπάθειας. Εκτός κι αν στρατηγικός στόχος είναι ο περαιτέρω ακρωτηριασμός της Ρωσίας.
Ασαφή στρατηγική
Το ίδιο ισχύει και με τον Ερντογάν. Στην Ουάσιγκτον επικρατεί η πεποίθηση ότι θα επέλθουν δραστικές πολιτικές αλλαγές εάν εκλείψει από το πολιτικό προσκήνιο ο σημερινός πρόεδρος. Κάποιος πρέπει να τους επισημάνει ότι περισσότερο από 50% των Τούρκων δεν ενδιαφέρονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θέλουν το Ισλάμ κι όχι απλά ως θρησκεία.
Εάν υποθετικά ο Ερντογάν απομακρύνει τους S-400 από την Τουρκία και συνταχθεί με τη Δύση, θα σταματήσει να είναι αυτός που είναι; Θα αποκτήσει αίφνης αξιοπιστία ή μήπως η πολιτική του θα αποκτήσει τα “συναισθηματικά χαρακτηριστικά” που στερείται ο Πούτιν κατά τον Μπάιντεν; Κάτι παρόμοιο ισχύει και στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας. Η κακή αρχή με τον πρίγκιπα-διάδοχο μπορεί να “κλείνει το μάτι” στο Ιράν για να το επαναφέρει στην πυρηνική συμφωνία.
Όμως, αγνοεί τόσο ότι η συμφωνία δεν θα σβήσει το κίνητρο πυρηνικοποίησης του Ιράν, όσο κι ότι ο εκσυγχρονισμός της Σαουδικής Αραβίας που επιχειρείται θέλει χρόνο. Συμπερασματικά, η διαφαινόμενη νέα στρατηγική των ΗΠΑ είναι τουλάχιστον ασαφής. Ο χρόνος θα μας δείξει περισσότερα, αλλά τα πρώτα δείγματα προκαλούν μάλλον ανησυχία σ’ όλους μας κι όχι μόνο σε Μόσχα και Πεκίνο.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: