Πολιτικές ευθύνες για τη “Μήδεια” που βύθισε το Τέξας στο σκοτάδι και το κρύο

 


Γράφει ο Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Λίγο ο καλός καιρός, λίγο η δημοσιογραφική ατζέντα, ήταν αρκετά για να εξοβελιστεί η “Μήδεια” από τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, στο Τέξας, με την καταιγίδα που έπληξε την περιοχή σχεδόν την ίδια περίοδο, και η οποία έφερε μπλακάουτ και κατάψυξη για τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια νοικοκυριά. Και τώρα, οι Τεξανοί δικαίως ζητούν να αποδοθούν ευθύνες.

Ας θυμίσουμε συνοπτικά όμως τι συνέβη: δύο κύματα κακοκαιρίας, στις 10 και μετά τις 13 Φεβρουαρίου έφεραν πολικές δίνες και δυσθεώρητα χαμηλές θερμοκρασίες, όχι μόνο στο Τέξας, αλλά και σε άλλες αμερικανικές πολιτείες, καθώς και στο Μεξικό. Τα δύο τρίτα της αμερικανικής επικράτειας καλύφθηκαν από χιόνι. Το αποτέλεσμα ήταν εκτεταμένες διακοπές ρεύματος και νερού για αρκετές μέρες, ενώ η αδυναμία τροφοδοσίας προκάλεσε ακόμα και ελλείψεις σε τρόφιμα, στη δεύτερη μεγαλύτερη πολιτεία των ΗΠΑ, των 30 εκατομμυρίων κατοίκων.

Τουλάχιστον 58 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους για διάφορους λόγους, είτε από αναθυμιάσεις εγκλωβισμένοι στα αυτοκίνητά τους, είτε από τροχαία ατυχήματα λόγω πάγου, είτε από πυρκαγιές στην προσπάθειά τους να ζεστάνουν το σπίτι τους, είτε από το ίδιο το κρύο. Το δίκτυο ηλεκτροδότησης δεν άντεξε τις θερμοκρασίες (-15 και -20 βαθμοί υπό το μηδέν), σε μεγάλο βαθμό λόγω της ελλιπούς προετοιμασίας για διαχείμαση, ένα πρόβλημα γνωστό εδώ και χρόνια.

Πίσω, όμως, από το επιχείρημα της “φυσικής καταστροφής”, υπάρχουν κεκαλυμμένες πολιτικές ευθύνες για την αντοχή –τη μη αντοχή, εν προκειμένω– του δικτύου ηλεκτροδότησης. Στο Τέξας, για πολλές δεκαετίες, το δίκτυο είναι αυτονομημένο από την υπόλοιπη χώρα, τόσο πρακτικά όσο και εποπτικά. Όταν λοιπόν, τη δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου, οι Τεξανοί αναγκάστηκαν να ανάψουν μαζικά θερμάστρες, σόμπες και άλλες συσκευές θέρμανσης, τα εργοστάσια ηλεκτρικού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν.

Απελευθερωμένη αγορά ενέργειας

Χιόνι και πάγος εξουδετέρωσε την ηλεκτροπαραγωγή στο Τέξας, η μισή από την οποία βασίζεται στο φυσικό αέριο. Πολλοί συμπιεστές τροφοδοσίας φυσικού αερίου πάγωσαν, με αποτέλεσμα τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής να μην έχουν αέριο για καύση. Επίσης πάγωσαν και οι ανεμογεννήτριες, το ίδιο και το ψυκτικό υγρό σε ορισμένα πυρηνικά εργοστάσια. Συνολικά, χάθηκαν περίπου 4 γιγαβάτ από ΑΠΕ και 30 γιγαβάτ από συμβατική ηλεκτροπαραγωγή.

Δεκάδες πόλεις βυθίστηκαν στο σκοτάδι και το κρύο, από το Όστιν στο Αμαρίλο από δύο ως και τέσσερις μέρες. Η ERCOT, που αποτελεί έναν από τους πρώτους αυτόνομους οργανισμούς διαχείρισης ενέργειας στις ΗΠΑ, δηλαδή μη κρατικός, αποφάσισε να εφαρμόσει κυλιόμενες διακοπές ώστε να μην προκληθεί ζημιά στο δίκτυο από την κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης για ενέργεια. Σημειωτέον, η τελευταία έφτασε τα 70 γιγαβάτ, σχεδόν το διπλάσιο από όσο μπορούσε να δώσει το δίκτυο.

Κι επειδή η αγορά ενέργειας στο Τέξας είναι πλήρως απελευθερωμένη, οι πελάτες που είχαν συμβόλαια κυμαινόμενων χρεώσεων βρέθηκαν αντιμέτωποι με λογαριασμούς άνω των 5.000 δολαρίων για πέντε μόλις μέρες κατανάλωσης. Οι τιμές χονδρικής είχαν εκτοξευθεί σε πάνω από 9.000 δολάρια ανά μεγαβατώρα, από το σύνηθες των 50 δολαρίων, και θα έφταναν ακόμη παραπάνω αν δεν υπήρχε “κόφτης” προβλεπόμενος από την ERCOT.

Η τελευταία έχει γίνει ήδη στόχος αγωγών, κατηγορούμενη ότι αγνόησε επανειλημμένες προειδοποιήσεις για τις αδυναμίες του δικτύου και την ανάγκη προετοιμασίας του για έντονους χειμώνες. Αγωγές έχουν επίσης κατατεθεί εναντίον ιδιωτικών παρόχων ενέργειας όπως η Griddy, για τις υπέρογκες χρεώσεις σε ορισμένους καταναλωτές, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας της κακοκαιρίας.

Αναζητώντας ευθύνες

Κορυφαίος πολιτικός υπεύθυνος για την καταστροφή στο Τέξας θεωρείται, όπως ήταν αναμενόμενο, ο κυβερνήτης (από το 2015) της πολιτείας, Γκρεγκ Άμποτ, του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ήταν ο ίδιος που διόρισε τα τρία μέλη της Επιτροπής Δημοσίων Υπηρεσιών του Τέξας, αρμόδιας για το ρυθμιστικό πλαίσιο του δικτύου ηλεκτροδότησης.

Η Επιτροπή αυτή όφειλε από το 2011, οπότε και είχε πλήξει την πολιτεία άλλη καταιγίδα, να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές και να προνοήσει για μην υπάρξει ξανά μπλακάουτ.  Για την ακρίβεια, μετά τα φαινόμενα του 1989 και του 2011, έκθεση πραγματογνωμοσύνης προειδοποιούσε ξεκάθαρα ότι ήταν απόλυτα αναγκαία τέτοιου είδους προετοιμασία.

Ωστόσο το εγχείρημα θεωρήθηκε πολύ ακριβό από τους ιδιωτικούς παρόχους, οι οποίοι αγνόησαν τις υποδείξεις, με το επιχείρημα ότι στο Τέξας σπάνια πέφτει τόσο χαμηλά η θερμοκρασία.

Ο Άμποτ έσπευσε, κατόπιν εορτής, να εξαγγείλει χρηματοδότηση για τη βελτίωση των υποδομών ηλεκτροδότησης, όμως δεν έγινε ούτε λόγος για τους ιδιώτες παρόχους. Κι αυτό γιατί η κουλτούρα της τεξανικής επιχειρηματικής και πολιτικής ελίτ υπαγορεύει τη μηδενική κρατική παρέμβαση. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρώην κυβερνήτης, Ρικ Πέρι, «Οι Τεξανοί θα προτιμούσαν να μείνουν χωρίς ρεύμα για περισσότερες από τρεις μέρες, από το να αφήσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να παρέμβει στις επιχειρήσεις τους».

Την ίδια στιγμή, αναλυτές του κλάδου εκτιμούν ότι τα έργα διαχείμασης για το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας είναι πολύ φθηνότερα από όσο ισχυρίζονται οι πάροχοι. Για παράδειγμα, για κάθε πηγάδι φυσικού αερίου, που κοστίζει από πέντε ως εννιά εκατομμύρια δολάρια να κατασκευαστεί, το πρόσθετο κόστος δεν ξεπερνά τις 50.000 δολάρια. Παρομοίως, η προσαρμογή των ελίκων στις ανεμογεννήτριες, για παράδειγμα με ειδική επίστρωση με προστασία από το κρύο, θα αύξανε το κόστος της γεννήτριας το πολύ 10%. 

Και μπορεί η καταιγίδα να πέρασε, αλλά οι πολίτες του Τέξας εξακολουθούν να βρίσκονται σε κακά χάλια. Πέραν των απωλειών σε ζωές και των τραυματισμών, έχουν να επισκευάσουν τα σπίτια τους και τα καταστήματά τους που υπέστησαν ένα σωρό ζημιές. Συνολικά αυτές υπολογίζεται να ξεπεράσουν τα 19 δισεκατομμύρια δολάρια, που ήταν το κόστος που προκάλεσε ο τυφώνας Χάρβεϊ το 2017, ενώ η αποκατάσταση θα διαρκέσει μήνες.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.