Η αριθμητική του ανοίγματος



 Γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας

Αυστηρά πολιτική επιλογή η απόφαση άρσης του λοκντάουν.

Μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, παράλογη η επιλογή της κυβέρνησης να δρομολογήσει το άνοιγμα της αγοράς και των λοιπών δραστηριοτήτων, την ίδια στιγμή που τα επιδημιολογικά δεδομένα (κρούσματα, θάνατοι, εισαγωγές στα νοσοκομεία, εξάντληση των κλινών ΜΕΘ) φτάνουν «στο κόκκινο».

Με μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, η ειλημμένη κυβερνητική απόφαση για το άνοιγμα των πάντων, συμπεριλαμβανομένης και της εστίασης, πιθανότατα μέχρι το Πάσχα, τεκμηριώνεται απόλυτα στο πλαίσιο ενός πολιτικού κυνικού υπολογισμού που λογαριάζει το κόστος του θανάτου των ανθρώπων από τη μια και της οικονομίας από την άλλη.

Τελικά, σύμφωνα μ’ αυτόν τον υπολογισμό, οι θάνατοι των ανθρώπων είναι ένα διαχειρίσιμο πολιτικό κόστος, κατά πολύ ελαφρύτερο από τον θάνατο της οικονομίας.

Οι αριθμοί βοηθούν να δούμε την εικόνα η οποία διαμορφώνει και τις πολιτικές επιλογές. Ωστόσο, πριν από αυτό και για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι τακτικές και στρατηγικές που ακολουθεί η κυβέρνηση δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια παραλλαγή του μοτίβου που ακολουθεί η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών.

Επιδημιολογικός «όλεθρος»

Ας δούμε μια σύνοψη των τελευταίων επιβαρυμένων επιδημιολογικών δεδομένων, έχοντας πάντα κατά νου ότι η ιδέα για το άνοιγμα άρχισε να καλλιεργείται από την κυβέρνηση ακριβώς τη στιγμή της εμφάνισης της πιο ζοφερής εικόνας από την έναρξη της πανδημίας.

Στις 23 Μαρτίου καταγράφηκαν 3.586 νέα κρούσματα κορωνοϊού SARS-CoV-2 επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση των ειδικών ότι η πανδημία συνεχίζει την «επεκτατική» της πορεία. Ταυτόχρονα εκείνες τις μέρες καταγράφηκαν και τα επιπρόσθετα ανησυχητικά δεδομένα, δηλαδή η αύξηση των εισαγωγών ασθενών με Covid-19 στα νοσοκομεία, καθώς και η εξάντληση του αριθμού των κλινών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.

Μια βδομάδα αργότερα, στις 30 Μαρτίου, καταγράφηκε το «ρεκόρ» από την αρχή της πανδημίας με 4.340 κρούσματα. Το «ρεκόρ» αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί, συνδυάστηκε με «ρεκόρ» διενεργούμενων τεστ. Πράγματι πραγματοποιήθηκαν σχεδόν 76.000 τεστ. Η αναλογία κρουσμάτων – τεστ αγγίζει το 6% (5,7% για την ακρίβεια).

Κατά μια ενδεχομένως όχι δόκιμη, αλλά πάντως διόλου αυθαίρετη αναγωγή μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι στα 100.000 τεστ θα προκύψουν περί τα 6.000 κρούσματα ή 60.000 στο ένα εκατομμύριο τεστ ή 600.000 κρούσματα, αν θα μπορούσε να γίνει τεστ στο σύνολο του πληθυσμού.

Σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα, μέχρι την 30ή Μαρτίου ο συνολικός καταγεγραμμένος αριθμός κρουσμάτων στη χώρα ήταν 260.000 και οι θάνατοι από την αρχή της πανδημίας ξεπέρασαν τους 8.000 (8.017). Ολοκληρώνοντας την «αυθαίρετη» αναγωγή μας μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι στο σύνολο των 10 εκατομμυρίων του ελληνικού πληθυσμού με 600.000 κρούσματα (5,7% η θετικότητα των τεστ) αναλογούν σε βάθος χρόνου περί τους 20.000 νεκρούς.

Στους κυνικούς πολιτικούς υπολογισμούς οι 20.000 νεκροί από μια πανδημία δεν συνεπάγονται δυσβάσταχτο (πολιτικό) κόστος. Το κόστος μάλιστα ελαφραίνει ακόμη περισσότερο αν με βάση τη στατιστική «μετρήσουμε» και τα χαρακτηριστικά των νεκρών.

Οι «γέροι» πεθαίνουν…

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μακάβρια στατιστική των επίσημων στοιχείων, το 95,6% των 8.017 (μέχρι τις 30 Μαρτίου) νεκρών είχε υποκείμενο νόσημα ή/και ηλικία 70 ετών και άνω. Επίσης, σύμφωνα με τα στατιστικά των 741 διασωληνωμένων (ρεκόρ πανδημίας την 30ή Μαρτίου), ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι τα 68 έτη, ενώ το 83% απ’ αυτούς έχει να αντιμετωπίσει και κάποιο υποκείμενο νόσημα.

Απ’ αυτά τα στατιστικά ενδιαφέρον έχει ένας ακόμη αριθμός: 79 έτη είναι ο μέσος όρος της ηλικίας των θανόντων από Covid-19 τη βδομάδα 23-30 Μαρτίου. Η ηλικιακή κατανομή κρουσμάτων, νοσηλευόμενων στις MEΘ και ασθενών που απεβίωσαν από την αρχή της πανδημίας οδηγεί σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Είναι, από αυτά τα στοιχεία, φανερό ότι οι νεότεροι έχουν μια σαφέστατα μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης αν νοσήσουν από Covid-19 απ’ αυτή που έχουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.

● Τα ποσοστά θνητότητας των ηλικιών μεταξύ 0-39 ετών είναι απειροελάχιστα (0,7% το μέγιστο) όπως επίσης και η πιθανότητα ανάγκης νοσηλείας σε ΜΕΘ (2,2% το ανώτερο).

● Στις ηλικίες μεταξύ 40-64 η πιθανότητα θανάτου από Covid-19 ανεβαίνει στο 14,5%, πράγμα που (πολιτικά) μπορεί να θεωρηθεί διαχειρίσιμο, έστω κι αν σ’ αυτή την ηλικιακή ομάδα εμφανίζεται το 42,1% των κρουσμάτων, ενώ η ανάγκη νοσηλείας σε ΜΕΘ σ’ αυτές τις ηλικίες φτάνει στο 35,2%.

● Η κατάσταση ωστόσο γίνεται (αριθμητικά – στατιστικά) ζοφερή στις ηλικίες 65 και άνω, καθώς «συνεισφέρει» το 16,7% των κρουσμάτων, το 62,6% θα χρειαστεί κλίνη ΜΕΘ και το 84,7% όσων νοσήσουν δεν θα αποφύγουν το μοιραίο.

Οι εμβολιασμοί

Η πρόοδος του εμβολιαστικού προγράμματος στις ηλικίες 65+ καθώς και των ευπαθών ομάδων, με την προϋπόθεση ότι τα εμβόλια θα αποδειχτούν αποτελεσματικά στα ποσοστά που υπόσχονται, δικαιολογεί το ρίσκο των κυβερνήσεων (και της ελληνικής) να προχωρήσουν στην άρση των περιοριστικών μέτρων και να επιχειρήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Ταυτόχρονα η εν λόγω εμβολιαστική πρόοδος προσφέρει στις κυβερνήσεις και την οδό διαφυγής τους από την υποχρέωση της εξασφάλισης ενός άρτιου συστήματος Υγείας, ικανού να αντεπεξέλθει στις ανάγκες περίθαλψης του συνόλου του πληθυσμού.

Απ’ αυτήν την ευθύνη (και) η ελληνική κυβέρνηση προτιμά να «αποδράσει» ποντάροντας στο αισιόδοξο σενάριο: Οι νέοι αντέχουν τον κορωνοϊό, οι γέροι εμβολιάστηκαν (άρα η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε). Ο χρόνος και μόνο θα δείξει αν αυτό το αισιόδοξο σενάριο θα ανταποκριθεί στην πραγματικότητα…

από topontiki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.