Δύο ερωτήματα και μια απάντηση για το νομοσχέδιο Λιβάνιου
Γράφει ο Νίκος Φωτόπουλος
Ο χώρος της τέχνης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως. Οι καλλιτέχνες, οι μουσικοί, οι ηθοποιοί, οι δημιουργοί και τόσοι άλλοι που υπηρετούν επαγγελματικά τη δημιουργική και αισθητική έκφραση πλήττονται βάναυσα εδώ και μήνες χωρίς ουσιαστική βοήθεια και υποστήριξη από την επίσημη πολιτεία.
Την ίδια στιγμή, λόγω της πανδημικής κρίσης, εκτός από κοινό άγχος της επόμενης μέρας, αγωνίζονται να επιβιώσουν σε μια πραγματικότητα πού τούς στερεί το οξυγόνο της άμεσης επικοινωνίας με τον κόσμο, που τούς έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς τέχνη και τέχνη χωρίς κοινωνία.Δυστυχώς μια σκοπίμως προβεβλημένη άποψη συνδέει τους χιλιάδες λειτουργούς της τέχνης με τους λίγους επώνυμους και προφανώς οικονομικά ευκατάστατους καλλιτέχνες με συνέπεια να συσκοτίζεται η πραγματική εικόνα του χώρου ο οποίος υποφέρει από την ανεργία, τον επιβεβλημένο εγκλεισμό, τη σιωπή, την εγκατάλειψη και την απόγνωση. Ο κόσμος της τέχνης όμως δεν είναι μόνο οι celebrities και οι φίρμες των media, ούτε βέβαια οι θιασώτες της σεξουαλικής ή όποιας άλλης μορφής βίας που προφανώς πρέπει να καταγγελθούν, να απομονωθούν και να τιμωρηθούν από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας.
Ο πραγματικός κόσμος της τέχνης στην πλειοψηφία του, είναι όλοι εκείνοι που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθούν το πεπρωμένο τους στη δημιουργία, όλοι εκείνοι που βιώνουν την ανεξήγητη μοίρα μιας δημόσιας έκθεσης στο φως της καλλιτεχνικής τους αλήθειας, όλοι εκείνοι που κοπιάζουν αθόρυβα με εντιμότητα και αξιοπρέπεια υπηρετώντας με το ταλέντο και τις σπουδές τους μια αρχέγονη παράδοση που άρχισε με τα πρώτα ίχνη του ανθρώπου πάνω στη γη.
Πώς άλλωστε από την “πρωτεϊκή βαρβαρότητα” προχωρήσαμε στην ανάπτυξη του πολιτισμού μας; Πώς αναπτύξαμε τις αισθήσεις και το συναισθηματικό μας κεφάλαιο ως είδος; Πώς διαμορφώσαμε τα αξιακό και πολιτισμικό μας σύμπαν και πώς όλα αυτά επέδρασσαν στα μεγάλα αφηγήματα, στις ιδέες και στους αγώνες για να γίνει ο κόσμος μας καλύτερος, πιο ανθρώπινος και πιο δίκαιος;
Ας αναλογιστούμε λοιπόν, χωρίς υποσημειώσεις και περιστροφές την προσφορά της τέχνης στην κοινωνία και ας μεριμνήσει πρώτη από όλους η Πολιτεία, άμεσα, για το πως θα υποστηριχθούν έμπρακτα οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί που λόγω της πανδημίας δεν δύνανται να προσφέρουν την τέχνη τους ως δημόσιοι λειτουργοί. Ας θεραπεύσει την πληγωμένη τους ζωή από την ανεργία, την ψυχολογική πίεση και τις απώλειες που προκάλεσε η πανδημία στο έργο τους και ας μην συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν ή σαν μην έχουν ανάγκες ως καθημερινοί άνθρωποι. Ας μην κλείνει τα μάτια της απέναντι στο έργο και την προσφορά τους και ας πάψει πια να τους αντιμετωπίζει ως αόρατους, περιττούς και χωρίς ισχύ στο πεδίο της πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Η πολιτική ηγεσία του τόπου, όμως, αντί να απαλύνει το τραύμα που προκάλεσε η πανδημία (και) στους ανθρώπους της τέχνης, ως επιστέγασμα της ψυχρής πολιτικής που ακολουθείται εις βάρος τους, έφερε προς ψήφιση στο πλαίσιο νομοσχεδίου για τα ΜΜΕ το περίφημο άρθρο 8 (νομοσχέδιο/Λιβάνιου). Μέσω του νομοσχεδίου αυτού –όπως υποστηρίζουν και συλλογικότητες από το χώρο της τέχνης– εμπεριέχεται και εμπλουτίζεται ο ευρωπαϊκός αντιτρομοκρατικός νόμος που κυρώθηκε και στην Ελληνική βουλή το 2019 και αφορά τα άρθρα 187α & 187β.
Κατά το εν λόγω άρθρο και την αρχική του διατύπωση οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει:
- α) να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού,
- β) να εμπεριέχουν δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος (άρθρο 187Α ΠΚ).
Είναι εμφανές πως η σύνδεση της κοινοτικής οδηγίας με τον αντιτρομοκρατικό νόμο αφήνει χώρο και πολλά περιθώρια για περαιτέρω περιορισμούς στην καλλιτεχνική έκφραση και στο βάθος κυρώσεις. Κι αυτό γιατί οι ερμηνείες ενός καλλιτεχνικού έργου είναι πολλαπλές, διφορούμενες, οριακές, αμφίσημες κ.α γεγονός που σημαίνει πώς ανάλογα με το πώς η εκάστοτε πολιτική εξουσία κάθε φορά θα κρίνει, θα υποδαυλίζεται η ενθάρρυνση παρεμβάσεων, περιορισμών και στο βάθος το “κυνήγι μαγισσών”.
Η πολιτική πρόθεση δεν παραγράφεται
Όπως διαβάζουμε, υπό το βάρος των αντιδράσεων, ο αρμόδιος υπουργός προχώρησε σε δηλώσεις τροποποίησης και αποσύνδεσης της διάταξης από τον αντιτρομοκρατικό νόμο καθώς και την απαλλαγή των δημιουργών από τις ποινές και τις κυρώσεις. Ακόμα και αν τελικά, λόγω των μεγάλων αντιδράσεων από ενώσεις, οργανώσεις και συλλογικότητες καλλιτεχνών η κυβέρνηση προχωρήσει σε τροποποιήσεις και αναδιπλώσεις (όπως ήδη ανακοινώθηκε), η πολιτική πρόθεση από μέρους της δεν παραγράφεται αφού με την κίνηση αυτή επιβεβαίωσε την ενδόμυχη πολιτική της επιθυμία για λιγότερη καλλιτεχνική ελευθερία, συρρικνωμένη καλλιτεχνική αυτονομία, αλήθεια στον τρόπο έκφρασης των ανθρώπων της τέχνης.
Δύο ερωτήματα και μια απάντηση: Έχει ανάγκη η τέχνη από φύλακες, προστάτες, κριτές τιμητές και τιμωρούς ιδίως μάλιστα όταν δεν ευθυγραμμίζεται με τις κυρίαρχες και κραταιές απόψεις; Είναι ανεκτή η λογοκρισία στην τέχνη και στην καλλιτεχνική δημιουργία ακόμα και όταν η εκάστοτε εξουσία επικαλείται γενικές και αφηρημένες αρχές ή άλλα ρητορικά σχήματα που φαινομενικά ικανοποιούν το “κοινό αίσθημα”; Επειδή οι έχοντες ιστορική μνήμη μπορούν πολλά να μάς θυμίσουν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ευθέως όχι.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: