Η κουλτούρα του τζάμπα, τα ΜΜΕ και ο “Μεγάλος Αδελφός”



 Γράφει η Αλεξάνδρα Κοροξενίδη

Το κοινό μπορεί δικαίως να μην εμπιστεύεται πολλά από τα ΜΜΕ, αλλά γι’ αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι δημοσιογράφοι. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν και οι αναγνώστες στην Ελλάδα, που θέλουν την ενημέρωση τζάμπα. Σύμφωνα με παγκόσμια μελέτη του 2020 από το Ινστιτούτο για την Δημοσιογραφία του Reuters, μόνο 11% του αναγνωστικού κοινού στην Ελλάδα είναι συνδρομητές των ΜΜΕ. Την ίδια στιγμή για τη Guardian αποτελεί βασικό έσοδο.

Πρόκειται για φαύλο κύκλο αφού λιγότερα έσοδα σημαίνει και χαμηλότερη ποιότητα χωρίς βέβαια να ισχύει και το αντίστροφο. Αισιόδοξη ένδειξη είναι ότι, όπως φαίνεται από την πρόσφατη έκθεση Digital News Report του Ινστιτούτου Reuters για το 2020, η προθυμία του κοινού να πληρώσει για την διαδικτυακή ενημέρωσή του αυξάνεται διεθνώς σε ΜΜΕ, όπως οι Financial Times, Washington Post κλπ. Σχεδόν το 50% των πολιτών διεθνώς, όμως, αρνείται να πληρώσει για την ενημέρωσή του.

Η συνδρομή θα σήμαινε και λιγότερη εξάρτηση από τις μεγάλες πλατφόρμες (google, facebook, you tube) που έχουν γίνει οι κυρίαρχοι της ενημέρωσης μέσα από την μηχανή αναζήτησης, η μεγαλύτερη εκ των οποίων είναι η google με την youtube να έπεται με διαφορά. Oι πλατφόρμες λειτουργούν και ως συναθροιστές ειδήσεων (aggregators), δηλαδή παίρνουν ειδησεογραφικό περιεχόμενο από τα παραδοσιακά ΜΜΕ χωρίς να τους καταβάλουν το 5% ως ψηφιακό φόρο που συζητείται ως διεθνές μέτρο.

Ο αντίλογος είναι ότι οι πλατφόρμες διευκολύνουν την προσέλκυση διαφήμισης (δηλαδή εσόδων) από τα ΜΜΕ. Κάποια ανοίγουν διαφημιστικές θέσεις στην google, δηλαδή “ενοικιάζουν” πελάτες από την google που λειτουργεί ως μεσίτης διαδικτυακών διαφημίσεων. Αποκτούν έτσι πελάτες που δεν θα είχαν εύκολα, αφού ένα μεγάλο μερίδιο της διαφημιστικής αγοράς απευθύνεται πλέον στην πλατφόρμα.

Από μέρους της, η google κρατά ένα υψηλό ποσοστό του κόστους της διαφήμισης ενώ μέσω των αλγόριθμών της αποκτά πρόσβαση στο προφίλ (όχι την ταυτοποίηση) των χρηστών ώστε να γίνεται ακόμα πιο στοχευμένα η διαφήμιση. Πρόκειται για ένα διαρκές δούναι και λαβείν με υπέρ και κατά. Βεβαίως, η αδιαμεσολάβητη σχέση διαφημιζόμενου και συγκεκριμένου ΜΜΕ υπάρχει ακόμα. Έχει όμως μειωθεί.

Η πανίσχυρη Google

Από την άλλη, η αποθέωση των αμιγώς ΜΜΕ και η δαιμονοποίηση των πλατφορμών είναι μονομέρεια και δεν λαμβάνει υπόψιν του ότι, σε ένα αλληλεπιδραστικό περιβάλλον, είναι πλέον δύσκολο να μιλήσει κανείς για απόλυτα αυτόνομα πεδία ακόμα και αν είναι η πληροφορία από την μία και η διαφήμιση από την άλλη. Οι διαφημίσεις μπορεί να εμφανιστούν την ώρα που ο χρήστης βρίσκεται είτε στην μηχανή αναζήτησης είτε σε ιστότοπο εφημερίδας ή ιστολόγιο.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, το διάστημα 2006-2016 η Google κυριαρχούσε στη μεσιτεία διαδικτυακών διαφημίσεων στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), με μερίδιο αγοράς άνω του 70%. «Το 2016 κατείχε επίσης μερίδια αγοράς που σε γενικές γραμμές υπερέβαιναν το 90% στις εθνικές αγορές γενικής αναζήτησης και το 75% στις περισσότερες εθνικές αγορές διαδικτυακής διαφήμισης αναζήτησης» όπου δραστηριοποιείται με τη δική της μηχανή αναζήτησης. Μέτρο κατά της αντιμονοπωλιακής αυτής πολιτικής ήταν η επιβολή προστίμου 1,49 δισ. ευρώ για την καταχρηστική χρήση στην διαδικτυακή διαφήμιση.

Γνωστή επίσης είναι η περίπτωση της Γαλλίας που πιέζει την google σε εθνικό και όχι μόνο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να καταβάλει εισφορά στους εκδότες για την ανάρτηση δημοσιογραφικού περιεχομένου και συγκεκριμένα ειδήσεων. Όμως, η πλατφόρμα αντιτάσσει ότι εφόσον πουλά διαφήμιση και όχι ειδήσεις δεν μπορεί και να τις πληρώνει. Ενώ συμβαίνουν αυτά, η Google ανακοίνωσε ότι προτίθεται να δώσει σε εύρος τριών χρόνων ένα δισ. δολ. σε εκδότες παγκοσμίως για το περιεχόμενό τους σε μια νέα ειδησεογραφική πλατφόρμα, το Google News Showcase.

Σύμφωνα όμως με την δημοσιογράφο και διδάσκουσα στο ΕΚΠΑ Σόνια Χαϊμαντά, μόνο οι εφημερίδες είναι μια αγορά της τάξης των 94 δισ. δολαρίων παγκοσμίως και τα έσοδα της Goοgle ανέρχονται συνολικά σε 632 δισ. για τρία χρόνια. Έτσι, γίνεται φανερό, όπως επισημαίνει το ίδρυμα Nieman Lab, πως το ένα δισ. που δίνει Google ισοδυναμεί με το 0,15% των κερδών της!

Γαλλία εναντίον Google

Σημειώνεται ότι ο ψηφιακός κολοσσός έχει επεκταθεί και σε άλλες υπηρεσίες εκτός της διαφήμισης. Άλλη πηγή αναφέρει ότι τα συνολικά έσοδα της Google το 2019 ήταν περίπου 160 δισ. δολάρια). Επιπλέον, η συνεργασία κρίνεται προβληματική αφού θεωρείται ως μία κίνηση που ναι μεν δεν αποσκοπεί σε αύξηση κερδών της Google, αφού δεν θα περιέχει διαφήμιση ούτε θα στοχεύει σε ένα ευρύ κοινό αλλά γίνεται προκειμένου να αμβλύνει την πίεση για μόνιμη καταβολή “φόρου” στους εκδότες.

Η Γαλλία μήνυσε τον περασμένο Δεκέμβριο την Google για καταπάτηση του κανονισμού συγκατάθεσης του χρήστη για την εγκατάσταση διαφημιστικών cookies. Δηλαδή τα αρχεία δεδομένων που στέλνει ένας ιστότοπος στο πρόγραμμα περιήγησης με συνέπεια ο ιστότοπος να απομνημονεύσει τις πληροφορίες της επίσκεψης του χρήστη και να παρουσιάζει πιο εξατομικευμένο περιεχόμενο κατά την επόμενη επίσκεψη του χρήστη.

Βέβαια κυρίαρχα ΜΜΕ υπήρχαν ανέκαθεν, είτε αναλογικά είτε ψηφιακά που δεν λειτουργούσαν μόνο προς όφελος της “αντικειμενικής” πληροφόρησης. Τώρα όμως τα κυρίαρχα ΜΜΕ έχουν πολυεθνικό χαρακτήρα, παγκόσμια εμβέλεια στον έλεγχο και διάδοση της πληροφορίας, τείνουν προς το μονοπώλιο και έχουν το πρόσχημα της ανοιχτής ελεύθερης πληροφόρησης (σ.σ. γεγονός που ισχύει σε μεγάλο βαθμό αλλά προϋποθέτει ένα κριτικό και επιδέξιο κοινό). Ταυτόχρονα είναι πιο κοντά στην “διαχείριση”, ακόμα και στην εργαλειακή χρήση της δημοσιογραφίας, αφού δεν είναι πρωτογενείς παραγωγοί πληροφορίας.

Σε αναζήτηση επιτυχούς μοντέλου

Σε αυτό το σκηνικό, τα αυθεντικά ΜΜΕ παλεύουν να αυτονομηθούν οικονομικά με χορηγίες, συνεταιριστικό μοντέλο (π.χ. Η Εφημερίδα των Συντακτών), συνδρομή, ή και κρατικές επιχορηγήσεις όπως το γαλλικό μοντέλο (π.χ. πρόταση για κρατική επιχορήγηση προς τους πολίτες, ώστε να έχουν πρόσβαση στο ΜΜΕ πού τους ενδιαφέρει). Πιο πρόσφατα πάλι στην Γαλλία, με μερική φοροαπαλλαγή για κάθε νέο συνδρομητή. Την ίδια στιγμή εκφράζονται ισχυρισμοί ότι παρά τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, η κρατική γαλλική πολιτική δεν ευνοεί ένα πλουραλιστικό μιντιακό περιβάλλον.

Στη Γερμανία, εκτιμάται ότι οι αναγνώστες καλούνται να πληρώσουν για 60-70% των ειδησεογραφικών ιστοσελίδων με την εκτίμηση ότι σε τρία χρόνια δεν θα υπάρχει δωρεάν ενημερωτικός ιστότοπος. Η ψηφιακή και όχι η έντυπη δημοσιογραφία είναι βέβαια το όπλο των δημοσιογραφικών οργανισμών. Ο Σύνδεσμος των Γερμανικών Εκδοτών εκτιμούσε στις αρχές του περασμένου χρόνου ότι σε τέσσερα χρόνια από σήμερα τα έσοδα των ψηφιακών εκδόσεων θα έχουν εξισορροπήσει τις απώλειες από τις πωλήσεις των εφημερίδων.

Ανεξαρτήτως κάποιων ενδείξεων αισιοδοξίας για τον Τύπο, σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει βρεθεί ακόμη, σύμφωνα με την Σόνια Χαϊμαντά, το επιτυχές επιχειρηματικό μοντέλο άντλησης εσόδων. Η χρηματοδότηση είναι ωστόσο, όπως πάντα, καθοριστικό ζήτημα ως προς τον δρόμο που παίρνει η δημοσιογραφία, ως προς την ανεξαρτησία της, η οποία ναι μεν δεν είναι από μόνη της επαρκής συνθήκη για αμερόληπτη δημοσιογραφία, αλλά πάντως αποτελεί καίριο παράγοντα.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.