Τι αλλαγές φέρνει στην ενημέρωση η υβριδική δημοσιογραφία
Γράφει η Αλεξάνδρα Κοροξενίδη
Οι κυριακάτικες εφημερίδες έχουν χάσει πάνω από 70% της κυκλοφορίας τους, (πηγή ΕΙΗΕΑ), ενώ σύμφωνα με σχετική μελέτη αλλά και πρόσφατη έρευνα της Bari Focus το 92% των ερωτηθέντων ενημερώνεται διαδικτυακά. Οι τηλεθεατές στράφηκαν σε υπηρεσίες streaming (ροής δεδομένων, όπως το Netflix, YouTube, Vimeo) ενώ οι παραδοσιακές εταιρείες ΜΜΕ δεν στράφηκαν γρήγορα στην WebTV, ή στις ψηφιακές δυνατότητες.
Οι ραγδαίες και διαρκείς εξελίξεις στην τεχνολογία εμφάνισαν και μία τρίτη πρόκληση, αυτή της ψηφιακής μετάβασης, στην οποία τα παραδοσιακά ΜΜΕ δεν προσαρμόστηκαν εγκαίρως και αποτελεσματικά. Ακόμα και όταν το έκαναν ήταν στο πλαίσιο των μητρικών εταιρειών, ώστε οι υπόλοιπες ζημίες να βαραίνουν τις νέες επενδύσεις. Έτσι, οι “καθαρά ψηφιακοί νέοι επενδυτές” αναδείχθηκαν ως μία νέα δύναμη.
Τα παραδοσιακά ΜΜΕ βρήκαν έτσι μεγάλο ανταγωνισμό από τα αμιγώς ψηφιακά ΜΜΕ, την ευρύτερη “δημοσιογραφία” στο διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις ψηφιακές πλατφόρμες και εφαρμογές στα έξυπνα κινητά. Μάλιστα, στην Ελλάδα, έχει σημειωθεί μία εντυπωσιακή αύξηση της προσβασιμότητας στην ενημέρωση μέσα από τα κινητά τηλέφωνα και αντίστοιχα πτώση της πρόσβασης μέσω από άλλες συσκευές (μέσω υπολογιστή, φορητό υπολογιστή, tablet). Είναι προφανές, ότι ένα πρόσθετο πλήγμα στα παραδοσιακά έντυπα κατάφεραν διεθνώς και οι παρατεταμένες καραντίνες.
Μέσα σε αυτόν τον ψηφιακό μετασχηματισμό, η κατάρτιση ενός δημοσιογράφου στα νέα Μέσα είναι πλέον μονόδρομος για την παρουσία του στο χώρο. Υπάρχουν τρόποι να το καταφέρει αυτό ένας δημοσιογράφος στην Αθήνα περισσότερο. Για παράδειγμα, από το 2018 η ΕΣΗΕΑ διοργανώνει δωρεάν χρήσιμα σεμινάρια για τα Νέα Μέσα. Επιστημονική υπεύθυνη είναι η κα Σόνια Χαϊμαντά, ενώ διοργανώτρια είναι η αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, κα Αγγελική Γυπάκη.
Συμμετοχική δημοσιογραφία και δίκτυα
Τα νέα μέσα ως πολυεργαλεία δεν είναι ωστόσο ένα θέμα τεχνολογίας ή “τεχνικής” που αφορά μόνο τους επαγγελματίες του χώρου, αλλά μέρος ενός ευρύτερου πολυδιάστατου θέματος. Αυτό μπορεί να έχει σχέση με το τί συνιστά πληροφορία (αν είναι δημόσιο αγαθό ή προϊόν), την ισχύ και εμβέλεια των ψηφιακών πλατφορμών και των αλγορίθμων που καθορίζουν την σειρά, με την οποία εμφανίζονται οι ειδήσεις. Επίσης αφορά την αντίληψη που καλλιεργείται γύρω από την ελεύθερα διακινούμενη είδηση (user generated content) και τον κάθε πολίτη ως παραγωγό και διαμοιραστή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ποιος δηλαδή διαμορφώνει την πληροφορία και με τί πηγές και μέσο το προβάλλει.
Γίνεται επίσης λόγος για μία συμμετοχική δημοσιογραφία (τον όρο επινόησε ο αρθρογράφος τεχνολογίας Dan Gillmor στο βιβλίο του We the Media) που υποτίθεται ότι σημαίνει μία δημοκρατική δημοσιογραφία με μεγαλύτερη συμμετοχή από τον πολίτη (σε μία πιο ελεύθερη χρήση του όρου η συμμετοχική δημοσιογραφία μπορεί να σημαίνει την ανατροφοδότηση από το κοινό ή την πιο άμεση επικοινωνία Τύπου και αναγνώστη), ή αλλιώς μία δημοσιογραφία τον πολιτών που αντιμάχεται τη στρατευμένη δημοσιογραφία.
Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, οι εφαρμογές αλλά και οι κίνδυνοί της, οι ψευδείς ειδήσεις, οι απειλές για την δημοκρατία και οι κανόνες της δεοντολογίας απασχολούν μεν την δημοσιογραφική κοινότητα και τα εξειδικευμένα συνέδρια, αλλά αφορούν τον καθένα. Εμπλέκουν όχι απλώς μία τεχνικά διαφορετική πρόσβαση στην πληροφορία, αλλά και την δικτύωση –και όχι πλέον μόνο την διαμεσολάβηση– ως τρόπο συσχέτισης με και ανάμεσα στους πολίτες.
Η δικτύωση επιτάσσει και ισορροπίες ανάμεσα σε καινούριους “παίχτες”, αλλά και πιο ανεξέλεγκτες και περισσότερες, σε σχέση με το παρελθόν, προοπτικές διαστρέβλωσης της πληροφορίας. Παράδειγμα είναι κάποια blogs με δημοσιογραφική επίφαση, ο διαμοιρασμός, η συμπτωματική εμφάνιση ή και στρεβλή αναπαραγωγή της πληροφορίας μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Στην Ελλάδα το 71% δηλώνει ότι προτιμά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως μέσο πληροφόρησης με το facebook να είναι το πιο δημοφιλές και το twitter εκείνο με τις λιγότερες προτιμήσεις. Πάντως, η τάση για ενημέρωση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι πτωτική και παραδόξως για την μεγάλη χρήση τους, μόνο το 21% εμπιστεύεται πλέον τις ειδήσεις που εμφανίζουν. Στον πυρήνα τους, τα προβλήματα υπήρχαν ανέκαθεν όμως τώρα φαίνεται να απλώνονται πριν γίνουν πλήρως αντιληπτά και ενόσω επικρατεί η αντίληψη ενός ανοιχτού, ελεύθερου πεδίου γνώσης.
Η δημοσιογραφία είναι ενιαία
Σε αυτό το περιβάλλον παραμένει πάντως αναλλοίωτη η συνταγή της έγκυρης δημοσιογραφίας με γνώμονα την αμεροληψία, την ακρίβεια την διαφάνεια και την λογοδοσία στο μέτρο του δυνατού. Μόνο που τώρα δεν αρκεί η είδηση αλλά η αναζήτηση, από τον δημοσιογράφο του πρωτογενούς υλικού και όχι η αντιγραφή, η διαφοροποίηση, η ερμηνεία και η έρευνα. Προεξάρχουσα δηλαδή και σήμερα είναι η λεγόμενη αργή δημοσιογραφία (slow journalism), με άλλα λόγια η παλιά καλή ερευνητική δημοσιογραφία, όπως τονίζει η Αγγελική Γυπάκη που παλαιότερα ήταν πρόεδρος του Πειθαρχικού της Ένωσης, του ανεξάρτητου οργάνου της δεοντολογίας για τον κλάδο.
Η άσκηση αυτής της δημοσιογραφίας είναι σήμερα απαραίτητη σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία και την ευελιξία ως προς νέες αφηγήσεις όπως αυτές που παρέχουν π.χ. η δημοσιογραφία των δεδομένων (εδώ γίνεται χρήση διαδραστικού υλικού), το mobile journalism ή αλλιώς δημοσιογραφία με απεικονιστικά εργαλεία και φορητές κάμερες, τα web doc, τα ντοκυμαντέρ που προβάλλονται διαδικτυακά, ή τα podcast – όλα σε συνεργασία με νέες ειδικότητες για τις οποίες δεν υπάρχει επαρκής κατάρτιση στην Ελλάδα.
Υπάρχουν πλέον οι ειδικότητες των web developers, των κειμενογράφων native content (δηλαδή πληρωμένου περιεχόμενου, κάτι σαν διαφήμιση που όμως παρουσιάζεται εμμέσως σε μορφή κειμένου), SEO διαχειριστές δηλαδή υπεύθυνους για την βελτιστοποίηση των ιστοσελίδων για να προβάλλονται από τις μηχανές αναζήτησης (Google analytics manager κ.α.).
Αναβάθμιση ποιότητας
Ενώ όμως θεωρητικά ανοίγονται έτσι νέες θέσεις στο επάγγελμα, στην ελληνική πραγματικότητα οι χαμηλά αμειβόμενοι δημοσιογράφοι είναι εκείνοι που επωμίζονται τα καθήκοντα, μαθαίνοντας την δουλειά ως επί το πλείστον εμπειρικά. Τα σεμινάρια της ΕΣΗΕΑ προσπάθησαν, όπως εξηγεί η Α. Γυπάκη, να καλύψουν το κενό αυτό, ώστε να εξομαλυνθεί η μεγάλη ανεργία στο κλάδο καθώς περισσότεροι δημοσιογράφοι εκπαιδεύονται γύρω από τις απαραίτητες στην σημερινή δημοσιογραφία δεξιότητες.
Ταυτόχρονα η ανάγκη αναβάθμισης της ποιότητας περιεχομένου χωριστά ή μαζί με την υιοθέτηση των νέων τεχνικών, θεωρείται η μόνη λύση για να επανακτήσουν τα ΜΜΕ, καταρχήν την αξιοπιστία του κοινού, αλλά και να δημιουργήσουν μία νέα κουλτούρα ανάγνωσης. Να προσελκύσουν δηλαδή συνεπείς και “υποψιασμένους” αναγνώστες και να χτίσουν μία συνδρομητική βάση και σχέση εμπιστοσύνης με το μέσο που εκείνοι επιλέγουν.
Πρόκειται για μία διεθνή τάση που έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες. Η γαλλική Le Monde παρουσιάζει εντυπωσιακή αύξηση του αναγνωστικού της κοινού, ενώ στο GenSummit του 2019 η διευθύντρια της βρετανικής Guardian, Κάθριν Βάινερ σημείωσε ότι το 2018 τα έσοδα της εφημερίδας ήταν τα υψηλότερα στις δύο δεκαετίες που είχαν περάσει.
Το απέδωσε στον επανασχεδιασμό της εφημερίδας και μεταξύ άλλων στο άνοιγμα στην ποικιλιμορφία και την πιο στενή συνεργασία (δικτύωση) με διεθνή ΜΜΕ. Τα podcasts, οι παράλληλες διοργανώσεις που οργανώνει ένα μέσο ενημέρωσης, η παραχώρηση βήματος στο κοινό (το διαδικτυακό συνδρομητικό insidestory.gr είναι από τα πρωτοπόρα μέσα στην υιοθέτηση σύγχρονων τεχνικών και αφηγήσεων) ενσωματώνουν την επίκαιρη έννοια της δικτύωσης. Συν τω χρόνω εδραιώνουν μία πιο ευέλικτη, δυναμική και ποικιλόμορφη δημοσιογραφία με συνδέσμους, στο ίδιο κείμενο, με άλλες πηγές. Ταυτόχρονα η ανοιχτή αυτή έκθεση και διασύνδεση έχει τον κίνδυνο υποκλοπών και στρεβλών αναπαραγωγών ειδήσεων.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: