Το πραξικόπημα της Μιανμάρ ήταν μια αναμενόμενη υπόθεση
Γράφει ο Sebastian Strangio
Την 1η Φεβρουαρίου, το νεοεκλεγμένο κοινοβούλιο της Μιανμάρ ήταν προγραμματισμένο να ορκιστεί για την προσεχή πενταετή θητεία του. Όμως, τις πρωινές ώρες πριν από την τελετή, ο στρατός της χώρας κατέλαβε την εξουσία [1] με πραξικόπημα. Ο στρατός συνέλαβε γρήγορα την Σύμβουλο του Κράτους, Aung San Suu Kyi, την κορυφαία ηγέτιδα του έθνους και τον πρόεδρο, Win Myint, μαζί με έναν άγνωστο αριθμό βουλευτών από το κυβερνών κόμμα της «Εθνικής Ένωσης για την Δημοκρατία» (National League for Democracy, NLD) και άλλους επικριτές [2] του στρατού. Ο στρατός συνέλαβε επίσης αξιωματούχους και ακτιβιστές του NLD σε όλη την χώρα και διέκοψε προσωρινά τις συνδέσεις κινητών τηλεφώνων και Διαδικτύου.
Μέσα σε αυτό το κενό επικοινωνίας, ο στρατός δημοσίευσε μια ανακοίνωση ότι είχε επιβάλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης για έναν χρόνο, και εγκατέστησε τον πρώην στρατηγό Myint Swe, αντιπρόεδρο και πρώην επικεφαλής της στρατιωτικής διοίκησης της Yangon, ως αναπληρωτή πρόεδρο. Ο στρατός ανακοίνωσε επίσης ότι ο Myint Swe είχε μεταβιβάσει νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία στον αρχηγό του στρατού, Ανώτερο Στρατηγό Min Aung Hlaing, για όσο διαρκέσει η έκτακτη ανάγκη.
Το πραξικόπημα, το πρώτο στη Μιανμάρ από το 1988, ήρθε μετά από μέρες στροβιλιζόμενων φημών και αναφορών για επικείμενη στρατιωτική δράση. Και όπως τα προηγούμενα πραξικοπήματα στην χώρα, δικαιολογήθηκε στο όνομα της δημοκρατίας: το σύνταγμα της Μιανμάρ επιτρέπει στον στρατό να πάρει την εξουσία προκειμένου να αποτρέψει οποιαδήποτε κατάσταση «μπορεί να διαλύσει την Ένωση ή να διαλύσει την εθνική αλληλεγγύη ή που μπορεί να προκαλέσει απώλεια κυριαρχίας». Σε αυτήν την περίπτωση, ο στρατός προφασίστηκε ότι έπρεπε να διερευνήσει ισχυρισμούς νοθείας στις εκλογές της χώρας στις 8 Νοεμβρίου, στις οποίες το NLD της Aung San Suu Kyi κέρδισε μια σαρωτική νίκη επί του αντιπροσώπου του στρατού στις εκλογές, του Κόμματος Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης της Ένωσης (Union Solidarity and Development Party, USDP).
Σε μια δήλωση μετά το πραξικόπημα [3] που είχε κάτι περισσότερο από μια ομοιότητα με τους ισχυρισμούς του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για εκλογική νοθεία στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, ο στρατός της Μιανμάρ ισχυρίστηκε ότι «υπήρξε τρομερή νοθεία στον κατάλογο των ψηφοφόρων κατά την διάρκεια των δημοκρατικών γενικών εκλογών που έρχονται σε αντίθεση με την διασφάλιση μιας σταθερής δημοκρατίας». Επιπλέον, ο στρατός πρόσθεσε, «εάν δεν επιλυθεί αυτό το πρόβλημα, θα εμποδίσει τον δρόμο προς την δημοκρατία». Εμφανιζόμενος να προκαταλαμβάνει τα ευρήματα της «έρευνας» που υποσχέθηκε να κάνει, ο στρατός δήλωσε ότι θα διεξαχθούν νέες εκλογές σε έναν χρόνο από τώρα και ότι θα παραδώσει την εξουσία στο κόμμα που θα κερδίσει.
Αλλά η εκλογική νοθεία δεν ήταν αυτό που εμπόδισε την πορεία της Μιανμάρ προς την δημοκρατία. Αντίθετα, μια μερική -και καθυστερημένη- διαδικασία πολιτικής μεταρρύθμισης είχε αφήσει τις μακροχρόνιες πολιτικο-στρατιωτικές εντάσεις να κακοφορμίζουν. Οι στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας είχαν ξεκινήσει οι ίδιοι τις μεταρρυθμίσεις μετά τις εθνικές εκλογές στα τέλη του 2010, οι οποίες έφεραν στην εξουσία μια σχεδόν μη στρατιωτική κυβέρνηση που άνοιξε τον πολιτικό χώρο της χώρας και έφτιαξε γέφυρες προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες Δυτικές κυβερνήσεις. Όμως, οι στρατηγοί προσπάθησαν να κρατήσουν τα προνόμιά τους διατηρώντας την εξουσία για βέτο σε συνταγματικά ζητήματα. Η μονόπλευρη νίκη του NLD στις εκλογές του Νοεμβρίου απειλούσε αυτή την λεπτή ισορροπία εξουσίας. Αντί να βλέπει την εξουσία της να διαβρώνεται περισσότερο, η στρατιωτική ιεραρχία φαίνεται να έχει θέσει το δημοκρατικό πείραμα σε αναμονή και επέστρεψε στην στρατιωτική διακυβέρνηση.
από foreignaffairs
Δεν υπάρχουν σχόλια: