Καλώς ήρθατε στην κόλαση!



 Για την ταινία «28 Μέρες μετά» (2002) του Ντάνι Μπόιλ που πρόσφατα προβλήθηκε στην τηλεόραση

Γράφει η Ιφιγένεια Καλαντζή

Εισβάλλοντας στο βρετανικό κινηματογράφο στα μέσα του ’90, ο 64χρονος σήμερα Άγγλος Ντάνι Μπόιλ (Trainspotting/1996) κέρδισε το νεανικό κοινό με ήρωες περιθωριακούς νέους, εμπλουτίζοντας τη βρετανική παράδοση του κοινωνικού σινεμά με το αξεπέραστο στυλιζάρισμα περιθωρίου και ναρκωτικών του Κιούμπρικ και την ιταλοαμερικάνικη αίσθηση παρανοϊκών γκάνγκστερ του Σκορτσέζε.

Μαύρο χιούμορ, ασυνήθιστη πλοκή τεμαχισμένης αφήγησης, καταιγιστικό μοντάζ και χαρακτήρες-καρικατούρες με έντονη σκωτσέζικη προφορά, άφθονα ναρκωτικά και ηλεκτρονική μουσική χαρακτήρισαν την πρώτη περίοδο του σκηνοθέτη, που ανανέωσε το αγγλικό νουάρ, επηρεάζοντας μεταγενέστερους, όπως ο Γκάι Ρίτσι. Μετά τον εξωτικό ναρκωτουρισμό στην «Παραλία» (2000) και το σοκ της 11ης Σεπτέμβρη 2001, ο Ντάνι Μπόιλ κάνει δυστοπική στροφή προς το σπλάτερ, με την ταινία του «28 Μέρες μετά» (2002).

Μια ομάδα ακτιβιστών εισβάλλουν σε ένα κέντρο ερευνών, για να ελευθερώσουν τους αιχμάλωτους χιμπατζήδες-πειραματόζωα, παρά τις προειδοποιήσεις πως είναι μολυσμένοι με μεταδοτικό ιό. Είκοσι οκτώ μέρες μετά, ο νεαρός Τζιμ (Κίλιαν Μέρφι) συνέρχεται από κώμα και συνειδητοποιεί πως είναι ίσως ο μοναδικός επιζών κάποιας ολοκληρωτικής καταστροφής. Ημίγυμνος και πεινασμένος, περιφέρεται σε ένα χαοτικά εγκαταλελειμμένο Λονδίνο, με αναποδογυρισμένα λεωφορεία και παρατημένα αμάξια. Κυνηγημένος από ζόμπι, σώζεται από ένα νεαρό και μια κοπέλα, με καλυμμένα πρόσωπα, από τους οποίους πληροφορείται ότι έχει καταλυθεί η κοινωνία από επιδημία μεταδοτικού ιού, που μετατρέπει τους μολυσμένους σε αιμοβόρα ζόμπι. Ο Τζιμ μαζί με την κοπέλα, την δυναμική Αφροβρετανίδα Σελίνα (Ναόμι Χάρις), περιφέρονται στην έρημη πόλη και προσελκύονται από πολύχρωμα φωτάκια σε μια πολυκατοικία, όπου συναντούν τον συμπαθητικό εύσωμο Φρανκ (Μπρένταν Γκλίσον) και την έφηβη κόρη του Χάνα (Μέγκαν Μπερνς). Παρακινημένοι από ένα επαναλαμβανόμενο μήνυμα που εκπέμπεται από στρατιωτική βάση, ταξιδεύουν όλοι μαζί ως το Μάντσεστερ, για να ανακαλύψουν μια χούφτα αμούστακα παιδαρέλια, οπλισμένους σαν αστακούς, ταμπουρωμένους σε μια αριστοκρατική έπαυλη, υπό τις διαταγές του παρανοϊκού Ταγματάρχη Ουέστ (Κρίστοφερ Έκκλεστον), που οραματίζεται να ηγηθεί στην επανεκκίνηση της κοινωνίας. Κρατούν αιχμάλωτο έναν μολυσμένο, μελετώντας τις αντοχές του στην ασιτία, ενώ έχουν ναρκοθετήσει την περίμετρο, ανατινάζοντας κάθε ζόμπι που εισβάλλει. Η απουσία γυναικών αποκαλύπτει εμμονικές ιδέες και παρανοϊκά σχέδια, που κορυφώνονται σε ένα αιματοβαμμένο φινάλε, υπό καταρρακτώδη βροχή.

Ανανεώνοντας το είδος των σπλάτερ, ο Ντάνι Μπόιλ δημιουργεί ζόμπι-θηρευτές που τρέχουν με ταχύτητα, υιοθετώντας συμπεριφορά αιμοβόρου αρπακτικού, χαρακτηριστική στους βρικόλακες. Η αλλόκοτη διακοπτόμενη κινησιολογία τους συμπληρώνεται με σπασμωδικές κινήσεις, απόκοσμα ουρλιαχτά και ρουκετοειδείς εμετούς που πιτσιλάνε, μολύνοντας τα πάντα.

Η αναφορά στο βαμπιρικό σύμπαν συμπληρώνεται με αιφνιδιαστικά σάλτο των μολυσμένων, από ψηλά και από πίσω, κίνηση δανεισμένη από τους ιπτάμενους βρικόλακες, ενώ η απόκοσμη αμφίεση του γυμνόστηθου και αιμόφυρτου αδύνατου πρωταγωνιστή στο τέλος, με πρόσωπο καλυμμένο από αίματα, δεν συγχέεται τυχαία με ζόμπι. Κινηματογραφημένος με το ίδιο στυλ, ο Τζιμ ενστερνίζεται το εφέ της αστραπιαίας μετακίνησης, προκειμένου να ανταπεξέλθει στη βία του πολέμου, σε μια ταινία που αντιστρέφει έμφυλα στερεότυπα, αναδεικνύοντας αντρικές αρετές στον ηγετικό θηλυκό χαρακτήρα και γυναικεία γλυκύτητα στον αρχικά παθητικό αρσενικό. Έτσι, η ετοιμοπόλεμη Σελίνα, σόουλ φιγούρα σύγχρονης εκδοχής των ηρωίδων από τις αφρομερικάνικες αστυνομικές ταινίες του ’70, με χρυσά σκουλαρίκια, μαντήλι στα φουντωτά πανκ μαλλιά και μακρύ δερμάτινο πανωφόρι, εμφανίζεται να πετσοκόβει επιδέξια τα ζόμπι με ματσέτα, συγκριτικά με τον αρχικά ήπιο πασιφιστή Τζιμ, που μετατρέπεται τελικά σε ευλύγιστο τιμωρό-δολοφόνο, ζυγιάζοντας κάθε κίνηση στην επιχείρηση διάσωσης, ξεγλιστρώντας και σκαρφαλώνοντας σχεδόν χορογραφικά, ενώ στη σκηνή της σοφίτας υιοθετεί στάση βαμπιρικού στοιχειού. Στο φινάλε, τα μακριά κόκκινα φορέματα των δυο κοριτσιών ταιριάζουν με την κλασική επίπλωση και τα γλυπτά του αρχοντικού, επαναφέροντας και τη γυναικεία παθητικότητα, στο μιλιταριστικό σκηνικό που αναδύει τεστοστερόνη. Μαζί με τον διαπεραστικό αντίλαλο ουρλιαχτών αλληλοσπαραγμού, ακούγεται μυστηριακό κουδούνισμα γυάλινων αντικειμένων, ενώ πριμοδοτείται πειραματική κινηματογράφηση υπό βροχή, μπροστά από τα τζάμια, δημιουργώντας οπτικές στρεβλώσεις που υποδηλώνουν παρακμή, σε μια ταινία γεμάτη εξπρεσιονιστικά κεκλιμένα πλάνα. Φωτορυθμικές εναλλαγές αναδεικνύονται με εκτυφλωτικό φως προβολέων ή λάμψεις αστραπών, σε ένα παιχνίδι απόκρυψης/αποκάλυψης σκληρών κοντράστ, με σχεδόν σβησμένα λευκωπά πρόσωπα.

Η εισαγωγή με τους οικολόγους ακτιβιστές παραπέμπει στους «Δώδεκα Πίθηκους» (1995/Τέρι Γκίλιαμ), ενώ η εικόνα με τον καλωδιωμένο αιχμάλωτο χιμπατζή-πειραματόζωο, μπροστά από βίαιες τηλεοπτικές εικόνες, θυμίζει το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (1971/ Κιούμπρικ). Κατά την περιήγηση του Τζιμ στην πόλη, το ασφυκτικό κάδρο διευρύνεται με κοφτά πλάνα, αποκαλύπτοντας διαφημιστικές γιγαντοαφίσες με χαμογελαστά πρόσωπα στο φόντο -αντιπαραθετικές εικόνες μιας άλλης ζωής- ενώ ο πρωταγωνιστής εντάσσεται στο βουβό αστικό τοπίο, αντίστοιχα με την εισαγωγή στον «Άνθρωπο που αντίκρυσε την κόλαση» (1971/Μπόρις Σίγκαλ). Το από ψηλά χωροταξικό αποτύπωμα της ισχυρής έκρηξης στο βενζινάδικο ανακαλεί κινηματογράφηση αντίστοιχης έκρηξης στα «Πουλιά» (1963/Χίτσκοκ), ενώ στο αγωνιώδες κυνηγητό επιβίωσης στο αρχοντικό, το ματωμένο πρόσωπο μολυσμένου σε πρώτο πλάνο ανακαλεί το «Άλιεν» (1979/Ρίντλεϊ Σκοτ). Ανακοινώσεις και φωτογραφίες αγνοούμενων στο κιόσκι ανασύρουν εικόνες από την νωπή ακόμα επίθεση στους Δίδυμους πύργους. Η επιλογή Αφροβρετανού, στο ρόλο του αλυσοδεμένου ζόμπι, παραπέμπει στην εικόνα Αφρικανού σκλάβου, αιχμηρό σχόλιο για τη βρετανική αποικιοκρατική νοοτροπία, σύμφυτη με τις πατριαρχικές και μιλιταριστικές αξίες στη στρατιωτική βάση.

Με πλοκή βασισμένη στις αντιθέσεις, η γεμάτη αγωνία σκηνή του τούνελ διαδέχεται τη σκηνή-όαση στην εξοχή, ανάμεσα σε ερείπια γοτθικών ναών και πράσινα λιβάδια, ανακαλώντας τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» (2001/Πήτερ Τζάκσον), με τη συντροφιά να αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς, ως άτυπη οικογένεια.

Ονομαστός για τη μουσική στις ταινίες του, ο Ντάνι Μπόιλ δημιουργεί ατμόσφαιρα μέσω συγκεκριμένων επιλογών. Παίζοντας αρχικά με ηχητικές αντιθέσεις -απόλυτη σιωπή/ουρλιαχτά- η μουσική ξεκινάει μόλις ο περιφερόμενος πρωταγωνιστής ανακαλύπτει ίχνη της καταστροφής στο έρημο Λονδίνο. Εξαιρετικά εμπνευσμένα σ’ αυτή τη σκηνή τα αποσπάσματα του 18λεπτου ατμοσφαιρικού κομματιού «East Hastings» (1997), του εμβληματικού ποστ-ροκ καναδέζικου συγκροτήματος Godspeed You! Black Emperor. Ηλεκτρικές κιθάρες και ρυθμικά ντραμς, σε διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό, αυξάνουν την ένταση μόλις ο απελπισμένος Τζιμ διαβάσει σε πρωτοσέλιδο «Μαζική Έξοδος των Βρετανών», με πρώτη μουσική κορύφωση στο κιόσκι με τις φωτογραφίες των αγνοουμένων και δεύτερη στην εκκλησία, όπου τον κυνηγούν τα ζόμπι. Αίσθημα νοσταλγίας ενισχύεται με χορωδιακά. Το «Abide with me» (Perri Alleyne), σαν προσευχή, προετοιμάζει την επιστροφή του Τζιμ στο σπίτι. Καθώς η συντροφιά ξεκινά προς το Μάντσεστερ, το «Ave Maria» του Τσαρλς Γκουνώ, εντείνει αγαλλίαση και ελπίδα. Χορωδιακό ακούγεται και μετά το πικνίκ στην εξοχή, όπου το In Paradisium, από το Ρέκβιεμ του Γκαμπριέλ Φορέ, συνταιριάζεται αρχικά με το αίσθημα ανακούφισης, προκαλώντας στη συνέχεια ισχυρή αντίθεση, καθώς υπό τους ήχους του, διαφαίνεται στο βάθος το τυλιγμένο στις φλόγες Μάντσεστερ. Η πρωτότυπη μουσική του Τζον Μέρφι ακούγεται πρώτη φορά στο γεμάτο εγκαταλελειμμένα αμάξια τούνελ. Το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας «In the house-in the heartbeat», με ντραμς και ηλεκτρικές κιθάρες, δεσπόζει καθώς τα ζόμπι πλησιάζουν, ενώ κορυφώνεται δεύτερη φορά, απόλυτα συγχρονισμένο στο καταιγιστικό φινάλε. Αισιοδοξία εκφράζει το ρυθμικό ποπ «A.M. 180» των Grandaddy, στη σκηνή του σούπερ μάρκετ. Στην εξοχή, δεσπόζει η ηλεκτρονική ψυχεδέλεια «An Ending (Ascent)», του Μπράιαν Ίνο, καθώς δυο λευκά και δυο μαύρα άλογα καλπάζουν ελεύθερα, τονίζοντας τη διαφυλετική διάσταση των πρωταγωνιστών. Το τραγούδι σόουλ αισθητικής «Season song» (2002), της αγγλικής μπάντας Blue States, του ελληνικής καταγωγής Άντι Ντραγκάζις, κλείνει αισιόδοξα στους τίτλους τέλους, σε μια ταινία όπου ένα αεροπλάνο ψηλά επιβεβαιώνει μια εφιαλτική καθολική καραντίνα, με το εύστοχο λογοπαίγνιο των λέξεων hell-hello να υπενθυμίζει πως στα αγγλικά, ο εγκάρδιος χαιρετισμός απέχει από την κόλαση μονάχα ένα γράμμα…

 * Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

από edromos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.