Γιατί η Δύση δεν τα καταφέρνει με τον Covid-19



 Γράφει ο Γιάννης Κυριόπουλος

Η επιστημονική και πολιτική συζήτηση για τις επιδόσεις των πολιτικών ελέγχου και διαχείρισης της πανδημίας Covid -19 συνιστά ένα δημοφιλές θέμα στην πολιτική αντιπαράθεση σε παγκόσμια κλίμακα. Επειδή συνδέεται αφενός με τις αξίες που παράγονται από τις επιχειρησιακές δεξιότητες και τη χρήση της βιοϊατρικής και φαρμακευτικής τεχνολογίας και αφετέρου από την πρόσκτηση υψηλού κύρους στο ανταγωνιστικό και παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο που χαρακτηρίζει την παρούσα συγκυρία.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιός και με τι τρόπο χειρίζεται τις κατάλληλες πολιτικές και τα αναγκαία εργαλεία επικυριαρχίας στα κύματα της πανδημίας που μαίνονται και μπορεί να επιδεινωθούν. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αποτελεί ταυτόχρονα μια πρώτη αποτίμηση που μπορεί να προσεγγιστεί με την ανάλυση των δεδομένων και την αξιολόγηση των επιδόσεων σε διάφορες χώρες.

Ο αριθμός των κρουσμάτων, των διαγνωστικών δοκιμασιών και των ιχνηλατήσεων συνιστά μια ένδειξη της επίδοσης των υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Οι δείκτες των νοσηλευομένων σε βαριά κατάσταση και των θανάτων αποτελούν συνάρτηση της συμπεριφοράς του ιού και άλλων αδιευκρίνιστων –επί του παρόντος– παραγόντων πού σχετίζονται με την ιδιοσυγκρασία των ασθενών. Η δε έκβαση των περιστατικών και η θνητότητα εξαρτάται μερικώς από την συμβολή των διαθέσιμων ιατρικών μέσων.

Η χώρα ακολούθησε στην πρώτη φάση μια μερική εκδοχή της προσέγγισης της δημόσιας υγείας, η οποία σε συνδυασμό με την πολιτική τόλμη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων και την συμμόρφωση των πολιτών προσέφεραν στη χώρα μία από τις καλύτερες θέσεις, ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, στον δυτικό κόσμο.

Στη συνέχεια η άρση των περιοριστικών μέτρων και η μη αντικατάστασή τους με ισοδύναμα λειτουργικά μέτρα δημόσιας υγείας, δεν επέφερε την δέουσα κεφαλαιοποίηση σε όρους υγείας, οικονομίας και πολιτικής αξίας. Κυρίως επειδή προσέκρουσε στο ευρωπαϊκό υπόδειγμα της ταχείας και αγχώδους επαναφοράς στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα. Αλλά και στη μη κινητοποίηση και ανασυγκρότηση μιας ενιαίας κρατικής υπηρεσίας δημόσιας υγείας διατομεακής κατεύθυνσης που βασίζεται σ’ ένα καλά εκπαιδευμένο σώμα λειτουργών δημόσιας υγείας διεπιστημονικής σύνθεσης. Με κύριες σκοπεύσεις την κοινοτική προσέγγιση και την επικοινωνιακή καθαρότητα του όλου εγχειρήματος.

Τρεις προσεγγίσεις: "Νικητές" οι ασιάτες

Παρά ταύτα η χώρα εξακολουθεί να έχει μια καλή θέση κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου, στους δείκτες θνησιμότητας από την Covid-19, στην πυκνότητα των κρουσμάτων, την υπερβάλλουσα θνησιμότητα και τον αριθμό των αυτοκτονιών ή των αποπειρών αυτοκτονίας, φαινόμενα τα οποία απαιτούν πρόσθετη επιστημονική διερεύνηση. Σε αδρές γραμμές η ανάλυση και αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων, σε παγκόσμια κλίμακα, ωθεί στο συμπέρασμα ότι έχουν συγκροτηθεί τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας.

Η πρώτη, η ατλαντική προσέγγιση περιλαμβάνει το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής που επιχείρησαν να ακολουθήσουν πολιτικές χαλαρής προσέγγισης και κατά διαστήματα μερικές απ’ αυτές να προβληματιστούν για την υιοθέτηση της πρακτικής της ανοσίας της αγέλης με αποτέλεσμα να επιφέρουν αρνητικές εκβάσεις σε αμφότερες τις στοχεύσεις, στην υγεία και την οικονομία.

Η δεύτερη, εμπεριέχει τις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και υιοθέτησε μια πολιτική αιώρησης ανάμεσα στην λήψη ημιτελών μέτρων δημόσιας υγείας και διατήρησης μιας σχεδόν πλήρους λειτουργίας της οικονομίας, που οδήγησε στην αδυναμία επιτυχούς ελέγχου της πανδημίας και στην οικονομική ύφεση.

Η τρίτη, η ασιατική προσέγγιση των χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας, της Άπω Ανατολής και της Ωκεανίας υπήρξε διαφορετική και βασίστηκε αφενός σε κλασικά μέτρα δημόσιας υγείας, όπως η επιδημιολογική επιτήρηση, η ευρεία εργαστηριακή διερεύνηση, η ιχνηλάτηση, η αυστηρή ατομική υγιεινή και η επίμονη αποστασιοποίηση και αφετέρου σε ιδιότυπες κοινωνικές νόρμες των χωρών αυτών. Ως εκ τούτου, είχε θετικά αποτελέσματα στη διαχείριση της Covid-19 και την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης.

Η Δύση και το λυσιτελές δίλημμα

Στο πλαίσιο αυτό, ο πολιτικός ανταγωνισμός με αφορμή την πανδημία Covid-19 πήρε πλανητικές διαστάσεις με θύμα τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας αλλά και την αναγκαία συνεργασία σε διεθνές επίπεδο.

Ως εκ τούτου το δίλημμα: υγεία versus οικονομία αποδείχθηκε λυσιτελές μόνον στις περιπτώσεις προτεραιοποίησης της δημόσιας υγείας. Η εμπειρία έδειξε ότι οι πολιτικές των κρατικών υπηρεσιών δημόσιας υγείας στην περίπτωση της προστασίας υγείας και οι παρεμβάσεις κεϋνσιανού χαρακτήρα στην στήριξη της οικονομίας προσέφεραν σχετικά σύντομα έλεγχο χωρίς μεγάλες απώλειες, όπως έδειξε η ασιατική προσέγγιση.

Τα αποτελέσματα στον δυτικό κόσμο είναι γνωστά και ίσως δραματικά σε κάποιες περιπτώσεις, σε τέτοιο βαθμό που κάθε απόπειρα συγκριτικής αξιολόγησης αποσιωπάται ή αποδίδεται μονοδιάστατα σε ζητήματα τοπικής κουλτούρας, με σκοπό αφενός τον ευτελισμό αυτών των πολιτικών ως φολκλορικών και αφετέρου τη συσκότιση των πραγματικών διαφορών στις πολιτικές που ακολουθούνται.

Η πανδημία υπήρξε μια αποδοκιμασία για το προωθούμενο υπόδειγμα παγκοσμιοποίησης και προσέκρουσε στα φαινόμενα της ταχείας συγκρότησης των μεγαλουπόλεων με τη μίξη των προβλημάτων συνύπαρξης ανθρώπων, ζώων και περιβάλλοντος. Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε την ανάδυση των νέων μεταδιδόμενων νοσημάτων τα οποία σε συνάρτηση με τα μείζονα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, της διατροφικής κρίσης και της μετακίνησης των πληθυσμών αποτελούν την βάση της απορρύθμισης της υγειονομικής ασφάλειας και της αναπτυξιακής προοπτικής σε ολόκληρο τον κόσμο.

Αποτυχία ευρωπαϊκού υποδείγματος

Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις, όπως απεικονίζονται από τα δεδομένα καταμαρτυρούν μια δυσμενέστερη θέση του δυτικού κόσμου στην προστασία της υγείας σε σύγκριση με χώρες που πριν μερικές δεκαετίες ήταν σε καθεστώς εξάρτησης ή/και αποικιακής δέσμευσης από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις.

Τα φαινόμενα αυτά οφείλονται στην σταδιακή εγκατάλειψη της συνιστώσας δημόσια υγεία στην άσκηση των δημοσίων πολιτικών η οποία συμπίπτει με την αποδέσμευση των μητροπόλεων από τις αποικίες και τις υπό εξάρτηση χώρες οι οποίες διατήρησαν ψήγματα αυτής της προσέγγισης με την υποστήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι οι μεγάλες στρατηγικές του Οργανισμού όπως η Διακήρυξη της Alma Ata (1978) και αυτή της Astana (2018) δεν αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης και ενσωμάτωσης στην πολιτική υγείας στις μητροπόλεις του δυτικού κόσμου. Η συρρίκνωση των υπηρεσιών δημόσιας υγείας σχετίζεται και με τον φετιχισμό της υψηλής τεχνολογίας στον υγειονομικό τομέα που εκτοπίζει σε όρους πολιτικής προτεραιότητας και κατανομής των πόρων την δημόσια υγεία.

Στο πλαίσιο αυτό, ο αιφνιδιασμός, η σύγχυση και η αντιφατικότητα στη λήψη αποφάσεων που παρατηρείται απεικονίζει την αποτυχία του ευρωπαϊκού υποδείγματος και η απάντηση στην ασάφεια και την απουσία οδηγού πολιτικής παράστασης, είναι η ολική επαναφορά στη δημόσια υγεία.

από slpress

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.