Πάσχα στην Σμύρνη 1920
Τη Μ. Πέμπτη έβαφαν τ’ αυγά. Η παράδοση τα ήθελε κόκκινα, στο χρώμα της θυσίας του Χριστού και της χαρμόσυνης αναμονής. Πολλές νοικοκυρές έβαφαν τ’ αυγά με κρεμμύδι.
Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος
Έβαζαν φλούδες κρεμμυδιών στον πάτο μιας κατσαρόλας, από πάνω μια στρώση αυγά, από πάνω πάλι φλούδες και πάλι αυγά μέχρι να γεμίσει η κατσαρόλα. Πρόσθεταν νερό και τα έβραζαν σε σιγανή φωτιά μέχρι να πάρουν τ’ αυγά χρώμα.
Το πρώτο αυγό που έβαφαν το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Πολλοί το κρατούσαν ως φυλαχτό και το φύλαγαν μέχρι να γίνει ο κρόκος του σαν κεχριμπάρι.
Οι αγορές της Σμύρνης γέμιζαν από τη Μ. Δευτέρα με κοπάδια αρνιών που συνήθως τα έφερναν οι έμποροι με το σιδηρόδρομο από την Καππαδοκία.
Οι Σμυρνιοί αγόραζαν συνήθως δύο αρνιά. Ένα για τη Λαμπρή και ένα για τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Το πασχαλινό αρνί δε συνήθιζαν να το σουβλίζουν. Το γέμιζαν με ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρι και το έβαζαν στη χόβολη αποβραδίς για να ψηθεί σιγά σιγά ως το πρωί.
Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν το σπίτι. Έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να «υποδεχθεί τον Αναστάντα Χριστόν».
Το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας…
Επίσης το Πάσχα έφτιαχναν κούνιες με σχοινί στα δέντρα και κουνιόταν όλοι, μικροί, μεγάλοι. Το έθιμο το ‘φεραν οι πρόσφυγες και εδώ. Στις ελιές της γιαγιάς της Σμυρνιάς βάζομε σκοινιά και μαξιλάρι και κουνιόμαστε όλοι. Η μαμά ντρεπόταν επειδή ήταν μεγάλη αλλά κάθιζε και αυτή. Ήταν Κρητικιά και όλοι οι άλλοι Σμυρνιοί. Αχ, που είναι τώρα η γιαγιά, ο μπαμπάς, η μαμά ο θείος!
Το τραγούδι του Χριστού
(ψάλλεται τη Μ. Παρασκευή)
«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφο εκεί καθόταν Παναγιά μόνον και μοναχή της.
Τα προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ’ αρχάγγελου στόμα: «Σώνουν κυρά μ’ οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες».
Βγαίνει στην πόρτα η Παναγιά να δει και να ρωτήσει, βλέπ’ τον ουρανό θολό και τ’ άστρα βουρκωμένα και το φεγγάρι της αυγής στο αίμα βουτηγμένο, βλέπει τον Γιάννη κι έρχεται κλαμένο, πικραμένο.
– Τι έχεις Γιάννη μ’ κι έρχεσαι κλαμένος, πικραμένος;
– Το δάσκαλό μου πιάσανε και στα χαλκιά τον πάνε και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία ρο ροδόσταμο, ώσπου να σενεφέρει. Και πάνω που συνήφερε αυτόν τον λόγο λέει:
Που είν’ η Μάρθα και η Ματθία και του Λαζάρου η μάνα, του Ιακώβ η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα να πάμε να τον εβρούμε προτού τονέ σταυρώσουνε, προτού του βάλουν τα καρφιά και τονε φαρμακώσουν.
Πήραν το δρόμο το δρόμι, δρόμι το μονοπάτι, το μονοπάτι σ’ έβγαλε στου τσιγγάνου την πόρτα.
– Ώρα καλή σου, μάστορα, και τι ‘ναι αυτά που κάνεις;
– Ένανε θα σταυρώσουμε και κάνω τα καρφιά του, με παράγγειλαν τέσσερα, μα ‘γω τα κάνω πέντε.
– Πές μου, αμάν, ω μάστορα, τι θα τα κάνεις πέντε;
– Τα δυό στα δυό τα χέρια του, τα δυό στα γόνατά Του, το πέμπτο το φαρμακότερο το βάζω στην καρδιά Του, να τρέξει αίμα και νερό, να λιγοθ’ η καρδιά Του.
Σαν άκουσε κι η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία ροδόσταμο, ώσπου να σενεφέρει. Και πάνω που συνέφερε αυτόν τον λόγο λέει:
Ανάθεμα σε τσιγγάνε, ποτέ να μην χιλιάσεις, όπου κι αν πας και σταθείς, κατάστασ’ να μην έχεις.
Πήραν το δρόμο το δρόμι, δρόμι το μονοπάτι, το μονοπάτι σ’ έβγαλε στην πόρτα του Πιλάτου. Βρίσκουν τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα και τα μικρά παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου κι η πόρτ’ από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Μπαίνει κει μέσα η Παναγιά, κανένα δε γνωρίζει, τηράει ζερβά, τηράει δεξά, τηράει τον Αϊ Γιάννη.
– Γιάννη μου κι Αϊ – Γιάννη μου και Βαπτιστά του Γιού μου, μην είδες το παιδάκι μου και σε το δάσκαλό σου;
– Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σε μιλήσω, καρδιά δεν το νταγιαντά για να στ’ ομολογήσω.
Το βλέπεις κείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο, που φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, όπου φορεί στην κεφαλή στεφάνι αγκαθένιο; Εκείνος είναι ο γιόκας σου κι εμέ διδάσκαλος μου.
Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά πέφτει λιποθυμάει, κρύο νερό της περιχούν, τρία κανάτια μόσχο και τρία ρο ροδόσταμο, ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της , ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πάει να πέσει, ζητάει γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.
Απιλογιέται κι ο Χριστός απ’ τα σταυρώματά Του:
Μάνα μου σαν σφαγείς εσύ, σφάγετ’ ο κόσμος όλος. Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου και στην καλή σου ώρα, βάλε κρασί μεσ’ στο γυαλί κι αφράτο παξιμάδι και κάνε την παρηγοριά, να το βρει ο κόσμος όλος. Μόνον το Μέγα Σάββατο, κοντά σο μεσονύχτι, που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες, τότες και συ, μανούλα μου, να ‘χεις χαρές μεγάλες, τότες κι εγώ θ’ αναστηθώ με τις χρυσές λαμπάδες. Όποιος το λέει, σώζεται, κι όποιος τ’ ακούει, αγιάζει , κι όποιος το καλοφουγκριστεί, παράδεισο θα λάβει, παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
Δεν υπάρχουν σχόλια: