Πως η Αθήνα έσπασε τα μούτρα της στη βερολινέζικη realpolitik
Γράφει ο Πάνος Κουργιώτης
Η μη πρόσκληση της Ελλάδος στην Διάσκεψη του Βερολίνου της 19ης Ιανουαρίου για το Λιβυκό Ζήτημα θα μπορούσε να διδάσκεται στο μέλλον ως ένα μάθημα γεωπολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μεσόγειο.
Ξεκαθαρίστηκαν τα όρια της επιρροής του καθενός και αποτυπώθηκαν οι επί μακρόν διαφαινόμενοι συσχετισμοί ισχύος. Επιπλέον, οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν ποια κράτη της περιοχής "δικαιούνται" να έχουν μεσογειακή-βορειοαφρικανική ατζέντα στην εξωτερική τους πολιτική και ποια όχι.
Πρώτα απ’ όλα, οι Ευρωπαίοι, δηλαδή οι Ιταλοί, που ούτως ή άλλως το θεωρούν "ιστορικό τους χρέος" να βρίσκονται ξανά στην Κυρηναϊκή λόγω αποικιοκρατικού παρελθόντος (1912-1947), οι Γάλλοι και οι Γερμανοί, επιβεβαίωσαν εκ νέου το στρατηγικό ενδιαφέρον τους για το μέλλον ενός από τους ιστορικότερους προμηθευτές της ΕΕ σε πετρέλαιο. Άλλωστε, μετά τη συμφιλίωση της Δύσης με τον Καντάφι στις αρχές του 21ου αιώνα, η Λιβύη μετατράπηκε εν μία νυκτί από το rogue state που ήταν πρότινος σε εταίρο των Ευρωπαίων.
Τώρα η Λιβύη πρέπει να μοιραστεί εκ νέου μεταξύ των κύριων ενδιαφερόμενων εν μέσω δηλώσεων για αυστηρότερο εμπάργκο όπλων στα δύο αντιμαχόμενα μέρη, η δεσμευτικότητα των οποίων μένει να δοκιμαστεί. Από την άλλη, και η Ρωσία διεκδικεί μία θέση στη νέα Λιβύη δια της απευθείας προσέγγισης και στήριξης του στρατηγού Χάφταρ, αν και γνωρίζει πως δε θα αποτελέσει ποτέ έναν ακόμη Άσαντ, λόγω των κεφαλαίων και της ενέργειας που έχουν ήδη δαπανήσει οι Αμερικανοί εδώ και χρόνια κατά τον σχεδιασμό της μετά-Καντάφι εποχής. Επομένως οι Ρώσοι κινούνται στη λογική της συνεκμετάλλευσης του παλιού asset των Αμερικανών.
Αδυνατώντας να εμπλακεί σε μια επιχείρηση διάσωσης του Καντάφι στα πρότυπα της επέμβασής της στη Συρία λίγα χρόνια αργότερα, η ρωσική διπλωματία αρκέστηκε στον προσεταιρισμό του παλιού πράκτορα της CIA, ευελπιστώντας να εξαργυρώσει στη συνέχεια τα οφέλη. Την ίδια τακτική άλλωστε οι Ρώσοι την δοκίμασαν και με άλλους Άραβες strongmen και δεδηλωμένους συμμάχους των ΗΠΑ, όπως ο Σίσι στην Αίγυπτο.
Αν και το μέλλον της Λιβύης δεν θα αποφασιστεί στο Κρεμλίνο, παρόλα αυτά το γεγονός ότι η Ρωσία διατηρεί άριστες σχέσεις με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (έτσι κάνει άλλωστε και στη Συρία όπου συνομιλεί με Άγκυρα, Τεχεράνη και Τελ Αβίβ) την καθιστά σταθεροποιητική δύναμη σε μια περιοχή που εννέα χρόνια πριν βρισκόταν πολύ μακριά από τα όρια της "δικαιοδοσίας" της.
Η τουρκική εμπλοκή
Για τις άλλες χώρες που συμμετείχαν στη Διάσκεψη, η πρόσκλησή τους ισοδυναμεί με την de facto αναγνώρισή τους ως περιφερειακών δυνάμεων που μπορούν να έχουν μεσογειακή ατζέντα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθές για την Τουρκία που στηρίζει ενεργά την κυβέρνηση της Τρίπολης, αλλά και για την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που βρίσκονται στο πλευρό του Χάφταρ.
Για την Τουρκία η αυτοπροβολή της ως εγγυήτριας δύναμης στο Λιβυκό Ζήτημα αποτελεί έναν ακόμη σταθμό μιας διαδρομής που διανύει με συνέπεια ήδη από το 2011 με αφορμή την εμπλοκή της στις μεταβατικές διαδικασίες που πυροδότησαν οι εξεγέρσεις της "Αραβικής Άνοιξης". Από κοινού με το Κατάρ, επένδυσε πολιτικά στην ανάδειξη κυβερνήσεων φίλα προσκείμενων στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, προκαλώντας την αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που αποτελούν μέχρι σήμερα το αντίπαλο δέος στον άξονα Άγκυρας–Ντόχα.
Η απομάκρυνση του κομβικού παίκτη της Αιγύπτου από την θερμή αγκαλιά του Ερντογάν και του εμίρη του Κατάρ μετά την ανατροπή του Μουχάμαντ Μόρσι το 2013 ενίσχυσε τον άξονα Ριάντ–Αμπού Ντάμπι και αργότερα θα ανέτρεπε και την κατάσταση επί χάρτου στον Λιβυκό Εμφύλιο υπέρ του Χάφταρ. Ο στρατηγός πολεμάει για λογαριασμό της Βουλής των Αντιπροσώπων που προέκυψε από τις εκλογές του 2014 με ποσοστό προσέλευσης των ψηφοφόρων μόλις 18%, ενώ η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Τρίπολης αποτελείται από τους ηττημένους των ίδιων εκλογών που δεν δέχθηκαν το αποτέλεσμα.
Το στρατιωτικό μέγεθος της Αιγύπτου και η γειτνίασή της με τη Λιβύη επέβαλαν εκ των πραγμάτων τη συμμετοχή της στην Διάσκεψη. Μέσω της άμεσης εμπλοκής της στη λιβυκή κρίση η Αίγυπτος επανέρχεται ως δύναμη στον αραβικό γεωπολιτικό χάρτη. Βέβαια, το τίμημα που καλείται να πληρώσει ο Σίσι για την διατήρησή του στην εξουσία εδώ και περίπου επτά χρόνια είναι η απόλυτη ευθυγράμμισή του με την πολιτική των μοναρχιών του Κόλπου (πλην Κατάρ) και η αιγυπτιακή στρατιωτική συνδρομή στους περιφερειακούς τους πολέμους.
Proxy war
Τα δε Εμιράτα, αν και δεν είναι μεσογειακό κράτος εντούτοις διαθέτουν το οικονομικό μέγεθος να ξεπροβάλλουν ως οι χορηγοί των νικητών της "Αραβικής Άνοιξης". Επιπλέον, τόσο η συμμετοχή τους στη ΝΑΤΟϊκή επιχείρηση ανατροπής του Καντάφι, όσο και το χρήμα που ξόδεψαν για την εδραίωση του Χάφταρ στην ανατολική Λιβύη πρέπει κάπως να ξεπληρωθούν.
Η πρόσκληση του Άμπου Ντάμπι στο Βερολίνο βρίσκεται σε συνάρτηση με τη σταδιακή μεταμόρφωση αυτής της μικρής μοναρχίας σε μια δύναμη ικανή να ασκεί hard power diplomacy όχι μόνο στην άμεση γειτονιά της (Υεμένη, ρήξη με το Κατάρ) αλλά και στη Βόρειο Αφρική.
Η ανάμιξη των Εμιράτων στις πιο πρόσφατες μεταβατικές διαδικασίες του Αραβικού Κόσμου, ήτοι στο Σουδάν και την Αλγερία, είναι μια ακόμη απόδειξη αυτών των περιφερειακών φιλοδοξιών. Ειδικά για το Σουδάν, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν πως το καθεστώς του απερχόμενου προέδρου Οθμάν Μπασίρ βρισκόταν σε τροχιά δορυφοροποίησης από τον άξονα Ντόχα–Άγκυρας όταν ξέσπασαν οι λαϊκές κινητοποιήσεις μεταξύ 2018 – 2019.
Παράλληλα λοιπόν με το διπλωματικό κεφάλαιο που έχει σπαταληθεί μέχρι σήμερα προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία ανάμεσα στις δύο ούτως ή άλλως αμφιβόλου νομιμότητας πολιτικές οντότητες της Τρίπολης (δύση) και της Βεγγάζης (ανατολή), οι ίδιοι άξονες που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για περιφερειακή ηγεμονία από το 2011 μετέτρεψαν την ενδολιβυκή σύγκρουση σε έναν καινούριο πόλεμο δια αντιπροσώπων (proxy war) ακριβώς κάτω από την Κρήτη. Επομένως, η απουσία ή μη πρόσκληση της Ελλάδας στην Διάσκεψη θα πρέπει να ιδωθεί εντός αυτού του εξελισσόμενου γεωπολιτικού πλαισίου.
Υποβάθμιση ρόλου Ελλάδας
Πολύ πριν συμβούν όλα αυτά, η Ελλάδα συνομιλούσε με τη Λιβύη ήδη από το 1969, το έτος δηλαδή της ανατροπής της δυναστείας του Ιντρίς αλ-Σανουσί (1951-1969), εφόσον λάβουμε υπ’ όψιν και την αγάπη της Χούντας των συνταγματαρχών για τον νεαρό Καντάφι. Την ώρα που ο Πρόεδρος Ρέιγκαν αποκαλούσε τον Λίβυο ηγέτη "λυσσασμένο σκύλο" της Μέσης Ανατολής, η Ελλάδα αναλάμβανε διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως η Συμφωνία της Ελούντας το 1984 για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στο μακρινό υποσαχάριο Τσάντ.
Αυτές ήταν επιτυχίες που θα ζήλευε σήμερα ακόμα και η Μόσχα ή το Βερολίνο, ωστόσο τα χρόνια που ακολούθησαν, ο ελληνικός ρόλος στη μεσογειακή/βορειοαφρικανική περιφέρεια υποβαθμίστηκε. Η σημασία της Ελλάδας σε σχέση με το Λιβυκό Ζήτημα εξαντλήθηκε στη χρήση των βάσεων της Σούδας για την επιβολή της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων καθ’ όλο το 2011. Με την Ελλάδα εκτός νυμφώνος σε ό,τι αφορά στη Λιβύη τίθεται εν αμφιβόλω η ίδια της η υπόσταση ως μεσογειακού κράτους.
Είμαστε λοιπόν στο σημείο, όπου οι Γερμανοί θα υπαγορεύουν στην Αθήνα πως οι αρμοδιότητες της διπλωματίας της κι ακολούθως οι διεθνείς της σχέσεις φτάνουν μέχρι τη λίμνη Πρέσπα; Πρέπει να σταθούμε εδώ στην επίσημη γερμανική δικαιολογία για τη μη πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης.
Το Βερολίνο ανέφερε πως η Αθήνα αποκλείστηκε από την Διάσκεψη διότι επέμενε στη σύνδεση του πρόσφατου μνημονίου Άγκυρας–Τρίπολης για την μελλοντική οριοθέτηση των μεταξύ τους ΑΟΖ με τη συζήτηση για την κατάπαυση του πυρός και την επανεκκίνηση της πολιτικής διαδικασίας. Η απάντηση αυτή δεν πρέπει να εκπλήσσει και είναι σε κάποιο βαθμό –γεωπολιτικά– δικαιολογημένη ακόμη κι αν ομολογουμένως εξέθεσε διπλωματικά έναν άμεσο γείτονα της Λιβύης κι εταίρο της Γερμανίας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Η απάντηση Realpolitik
Αντιλαμβανόμαστε πως όλα τα υπόλοιπα μέρη κατοχύρωναν το "δικαίωμά" τους να είναι παρόντα στην Διάσκεψη όχι τον τελευταίο μήνα, αλλά εδώ και χρόνια μέσω της ενεργούς διπλωματίας, του χρήματος, καθώς και της "στεγνής" προβολής ισχύος. Από την άλλη, ο διακαής πόθος της Ελλάδας να συμπεριληφθεί στη λίστα των καλεσμένων δεν αποτελεί τον απότοκο μιας στρατηγικής, αλλά εκφράστηκε στον απόηχο της υπογραφής του τουρκό-λιβυκού μνημονίου.
Με άλλα λόγια, η Αθήνα ήθελε να θέσει στο τραπέζι ενός σύνθετου περιφερειακού ζητήματος τις δική της ατζέντα, δηλαδή την αποτροπή των τουρκικών ενεργειών και της δημιουργίας τετελεσμένων, στερούμενη ωστόσο του απαραίτητου διπλωματικού κεφαλαίου ή της ισχύος για να μπορέσει να την επιβάλει. Ο Νίκος Δένδιας μπορεί να εξέφρασε ορθά την όχληση της Αθήνας στους ομολόγους του για τη μη συμπερίληψη των καταδικαστικών για την Τουρκία αποφάσεων του Συμβουλίου της ΕΕ του Δεκεμβρίου στα Συμπεράσματα της Διάσκεψης, ωστόσο οι Γερμανοί του απάντησαν με μαθήματα realpolitik.
Είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κατάφερε η Τουρκία στο Συριακό, όπου κατέστησε το δικό της ζήτημα ασφάλειας αναφορικά με τη Ροτζάβα και την δραστηριότητα του κουρδικού YPG αναπόσπαστο κομμάτι των συζητήσεων με τις άλλες δύο εγγυήτριες δυνάμεις. Τα μεγέθη βέβαια είναι ανόμοια, αφού η Τουρκία έπρεπε να εισβάλει τρεις φορές στο συριακό έδαφος για να επιβάλει την ατζέντα της.
Πόσο μακριά θα έφτανε η Αθήνα;
Μην έχοντας άλλη λύση λοιπόν, η Ελλάδα την περασμένη Κυριακή εκπροσωπήθηκε από τις περιφερειακές δυνάμεις που υποστηρίζουν τον Χάφταρ, στη λογική της διπλωματίας των αξόνων, δηλαδή "ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου". Κρίνοντας από τον διπλωματικό μαραθώνιο του Έλληνα υπουργό Εξωτερικών με τις επισκέψεις σε Κάιρο, Ριάντ, Άμπου Ντάμπι, αλλά και τις διαδοχικές συναντήσεις με τον Λίβυο strongman, καθίσταται σαφές πως η χώρα διάλεξε πλευρά σε έναν περιφερειακό ανταγωνισμό του οποίου η ίδια δεν ήταν ποτέ μέρος.
Η επιλογή αυτή όμως μπορεί να έχει συνέπειες που ξεπερνούν κατά πολύ την Τουρκία και την αντιμετώπισή της. Το να συνάψει η χώρα νέες συμμαχίες με άλλες περιφερειακές δυνάμεις δεν είναι απαραίτητα κακό, ωστόσο για να πετύχει μια συμμαχία πρέπει να διέπεται από κοινές αντιλήψεις περί απειλών.
Κανείς βέβαια δεν τρέφει αυταπάτες πως οι Άραβες "σύμμαχοι" θα πίεζαν τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη συμπερίληψη των ελληνικών ανησυχιών σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και την τουρκική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο! Κανείς δεν τρέφει αυταπάτες πως θα το πράξουν και στο μέλλον. Επομένως πόσο μακριά θα έφτανε η Αθήνα σε μια τέτοια "συμμαχία";
Ακόμη κι αν αντιπαρατίθενται σε proxy wars μαζί της, η Τουρκία, αλλά και το Κατάρ δεν αποτέλεσαν ποτέ υπαρξιακή απειλή για τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα στον βαθμό που αντιμετωπίζεται το Ιράν ως τέτοια. Οι πρόσφατες εξελίξεις προβληματίζουν. Από τη μια οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη χτύπησαν με drones και σκότωσαν δεκάδες μαχητές εκπαιδευμένους κι εξοπλισμένους από τους Σαουδάραβες.
Δεδομένου ότι το Ιράν πολεμάει έναν δικό του proxy war στα νότια της Αραβικής Χερσονήσου, η επίθεση θα μπορούσε ενδεχομένως να αναγνωστεί ακόμη κι ως νέα αντίποινα για την δολοφονία του Κάσεμ Σουλεϊμανί στην Βαγδάτη αρχές του έτους.
Από την άλλη, το ίδιο διάστημα συζητιέται η μεταφορά πυραύλων Patriot από την Ελλάδα στη Σαουδική Αραβία. Θα έφτανε στο σημείο η Αθήνα να ευθυγραμμιστεί με την σαουδαραβική και ισραηλινή αντιϊρανική υστερία; Και αν ναι με ποιο κόστος; Ειδικά στην παρούσα φάση που απαιτούνται ψύχραιμες πρωτοβουλίες από πλευράς ΕΕ για την διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι η πρωτοπόρος δύναμη.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: