Οι ανισότητες μήτρα του νέου ασφαλιστικού - Κόντρα στις συστάσεις ΟΟΣΑ ο Μητσοτάκης
Ρομπόλης Σάββας - Μπέτσης Βασίλης
Παρά τις διακηρύξεις των κυβερνήσεων στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, για σχεδιασμό και εφαρμογή πολιτικών δίκαιης και ισόρροπης ανάπτυξης, οι ανισότητες, σύμφωνα με τα σχετικά ευρωπαϊκά αλλά και διεθνή στατιστικά δεδομένα, αυξήθηκαν σημαντικά και ανησυχητικά.
Πρόκειται για αυξήσεις με την έννοια τόσο της διεύρυνσης της ανισοκατανομής του εισοδήματος, όσο και της σταδιακής αύξησης της φτωχοποίησης του πληθυσμού (38% στην Ελλάδα, με μηνιαίο όριο φτώχειας 382 ευρώ).
Πρόκειται για αυξήσεις με την έννοια τόσο της διεύρυνσης της ανισοκατανομής του εισοδήματος, όσο και της σταδιακής αύξησης της φτωχοποίησης του πληθυσμού (38% στην Ελλάδα, με μηνιαίο όριο φτώχειας 382 ευρώ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την Έκθεση των Παγκόσμιων Ανισοτήτων (2018), το 1% των πλουσιότερων Ευρωπαίων κατέχει σήμερα το 12% του εισοδήματος και οι εκτιμήσεις για το μέλλον αναφέρονται σε μία αυξητική τάση των ανισοτήτων στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την δομική τάση των ασκούμενων πολιτικών στην κατεύθυνση αύξησης του χάσματος του πλούτου και των ανισοτήτων στις συνθήκες παραγωγής και κατανομής του εισοδήματος σε είδος και σε χρήμα στην Ευρώπη.
Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να υπογραμμισθεί ότι οι προαναφερόμενες ασκούμενες πολιτικές υλοποιούνται σε αντίθεση με τα αποτελέσματα της έρευνας. Σύμφωνα με αυτά, η αύξηση κατά 1% του εισοδήματος του 20% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού προκαλεί μείωση του ΑΕΠ κατά 0,008%, ενώ αντίθετα η αύξηση κατά 1% του εισοδήματος σε χρήμα και σε είδος του 20% φτωχότερου μίας χώρας προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, σημαντικές έρευνες διεθνώς έχουν δείξει ότι οι ανισότητες οδηγούν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε σημαντική κοινωνικο-οικονομική ανισορροπία και διάβρωση της κοινωνικής συνοχής.
Σε αντίθετη κατεύθυνση, η ελληνική κυβέρνηση σχεδιάζει να επαναφέρει τις ασφαλιστικές κλάσεις (6+1 επίπεδα) εισφορών στους ελεύθερους επαγγελματίες και μάλιστα με ελεύθερη μετακίνηση από κλάση σε κλάση χωρίς να είναι υποχρεωτική, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης, η μετακίνηση από κλάση σε κλάση, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4387/2016.
Όμως, όπως προκύπτει από τους αναλογιστικούς υπολογισμούς, οι ελεύθεροι επαγγελματίες μετά την μείωση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών στο 13,33% και την κατάργηση του πλαφόν των 2.000 ευρώ που είχαν επιβάλλει οι δανειστές μέχρι 1/1/2019, οι εισφορές και οι παροχές, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, εξασφαλίζουν πλήρη αναλογικότητα εισφορών-παροχών, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ.
Το παράδειγμα ελεύθερου επαγγελματία-μισθωτού
Για παράδειγμα εάν θεωρήσουμε έναν ελεύθερο επαγγελματία ο οποίος εργάστηκε ασφαλισμένος για 40 έτη και είχε μέσο ετήσιο εισόδημα σε όλο τον εργασιακό του βίο όσο το ανώτερο ασφαλιστέο εισόδημα που είναι 78.000 ευρώ, τότε σύμφωνα με τον Ν. 4387/2016 (σημερινοί συντελεστές αναπλήρωσης) θα λάβει σύνταξη ίση με 3.700 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι εισφορές που θα έχει καταβάλλει θα αναλογούν σε σύνταξη 3.500 ευρώ. Σημειώνουμε εδώ ότι το επιτόκιο προεξόφλησης θεωρήθηκε ίσο με τον μέσο μακροχρόνιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ σύμφωνα με την Κομισιόν.
Αντίθετα, εάν λάβουμε ένα παρόμοιο παράδειγμα ενός μισθωτού ο οποίος θα έχει 40 χρόνια ασφάλισης με μέσο όρο αποδοχών του εργασιακού βίου και αυτός 78.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτός ο εργαζόμενος-ασφαλισμένος θα έχει καταβάλλει στον εργασιακό του βίο εισφορές που αναλογούν σε μηνιαία σύνταξη 4.700 ευρώ (μεικτά), ενώ με τους συντελεστές αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 θα λάβει μηνιαία σύνταξη ύψους 3.700 ευρώ μεικτά.
Δηλαδή, ενώ ο ελεύθερος επαγγελματίας θα λάβει με τον Ν. 4387/2016 πλήρη αναλογικότητα εισφορών και συνταξιοδοτικών παροχών, ένας μισθωτός με το ίδιο εισόδημα θα λάβει ως σύνταξη το 79% των εισφορών που κατέβαλλε και αυτό συμβαίνει γιατί ο μισθωτός καταβάλλει 20% εισφορά και όχι 13,33% που καταβάλλει ο ελεύθερος επαγγελματίας.
Το βέτο των δανειστών
Άρα, το πρόβλημα είναι οι μισθωτοί που καταβάλλουν ως ασφαλιστικές εισφορές το 20% του μισθού τους. Και μάλιστα η αναλογικότητα για τα υψηλά εισοδήματα φτάνει στα 0,79 ευρώ για κάθε ένα ευρώ που καταβάλλεται. Κατά συνέπεια, εντός του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης, για να αυξηθεί η αναλογικότητα των εισφορών και παροχών των υψηλότερων μισθολογικών στρωμάτων του πληθυσμού, θα πρέπει να αυξηθούν οι συντελεστές αναπλήρωσης. Όμως, στη προοπτική αυτή, το πρόβλημα που υπάρχει είναι το βέτο που θέτουν οι δανειστές για ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Πρακτικά, η μείωση των εισφορών έχει άμεσο βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο στα έσοδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Για παράδειγμα μια μείωση των εισφορών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (12,5%) σε χρηματικές μονάδες αποτελούν περίπου 1,8 δισ. ευρώ, ενώ οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αύξησης των συντελεστών αναπλήρωσης είναι μακροπρόθεσμες και θα αρχίσουν να φαίνονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μετά το 2030.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι δανειστές υποτάσσοντας μεθοδολογικά τα οικονομικά του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στην δημοσιονομική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της χώρας μας, τα συνυπολογίζουν λανθασμένα με τις δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας μέχρι το 2060. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της "δίδυμης αποκατάστασης" της αναλογικότητας εισφορών-παροχών και της ισορροπίας των αποφάσεων του ΣτΕ με τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μας κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια δεν εμφανίζεται, σύμφωνα με την μελέτη μας, στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Αντίθετα, εμφανίζεται στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (στους δημόσιους υπαλλήλους δεν είναι τόσο έντονο το πρόβλημα δεδομένου ότι καταβάλλουν εισφορές 12 φορές το χρόνο), οι οποίοι καταβάλλουν εισφορές 14 φορές το χρόνο. Έτσι, προκειμένου να επιτευχθεί η αλληλεγγύη και η "δίδυμη αποκατάσταση" της αναλογικότητας εισφορών-παροχών των ελεύθερων επαγγελματιών και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα καθώς και η ισορροπία με τις μακροχρόνιες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μας μέχρι το 2060, απαιτείται τόσο η διαφοροποίηση του επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών, όσο και του επιπέδου των συντελεστών αναπλήρωσης μεταξύ των δύο αυτών επαγγελματικών κατηγοριών.
Θα την πληρώσουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα
Σε διαφορετική περίπτωση, σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες, από το νέο ασφαλιστικό για τους ελεύθερους επαγγελματίες με την εφαρμογή των ασφαλιστικών κλάσεων (6+1 επίπεδα) εισφορών θα προκύψουν ανισότητες σε βάρος των ασφαλισμένων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Επιπλέον, χαρακτηριστική περίπτωση ανισότητας σε βάρος των ασφαλισμένων μισθωτών αποτελεί η καταβαλλόμενη εισφορά υγείας από τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι τελευταίοι, στο ανώτερο δεύτερο επίπεδο θα καταβάλλουν μηνιαίως 66 ευρώ, ενώ οι μισθωτοί θα καταβάλλουν μηνιαίως εισφορές υγείας 7% του ασφαλιστέου εισοδήματος τους, απολαμβάνοντας το ίδιο ποσοτικό και ποιοτικό επίπεδο παροχών υγείας.
Αυτό σημαίνει ότι οι μισθωτοί με ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα άνω των 900 ευρώ θα χρηματοδοτούν την ασφάλιση υγείας και των ελεύθερων επαγγελματιών. Στις συνθήκες αυτές, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο, ότι τόσο οι ασφαλιστικές κλάσεις (6+1 επίπεδα) εισφορών και η ασφάλιση υγείας, όσο και οι σημαντικές ελαφρύνσεις των ελεύθερων επαγγελματιών, των ατομικών και προσωπικών επιχειρήσεων, θα επιφέρουν στο άμεσο μέλλον σύγκρουση και ανισότητες αντί της αλληλεγγύης μεταξύ των δύο αυτών επαγγελματικών κατηγοριών.
Παράλληλα θα συμβάλλουν καθοριστικά, διαμέσου του Δελτίου Παροχής Υπηρεσιών, στην εξατομίκευση, την αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και την ουμπεροποίηση (uberibasation) της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί το αντίστοιχο συμπέρασμα πρόσφατης Έκθεσης (Pensions at a glance, 2019) του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με αυτό, ο διεθνής Οργανισμός σημειώνει ότι η σημαντική αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στις χώρες του ΟΟΣΑ, ως αποτέλεσμα των ασκούμενων πολιτικών στην αγορά εργασίας, την κοινωνική προστασία, την φορολογία, κ.λ.π., συμβάλλει καθοριστικά τόσο στην μείωση των εισοδημάτων και των συντάξεων των ευέλικτα απασχολούμενων, όσο και στην φτωχοποίηση τους. Όταν μιλάμε για αύξηση των ευέλικτων μορφών εργασίας εννοούμε το 30% των εργαζομένων με την ευελιξία απασχόλησης στις γυναίκες να είναι τρείς φορές μεγαλύτερη απ' αυτή των ανδρών.
Στην προοπτική αυτή, ο διεθνής Οργανισμός συστήνει στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών του, την μη υλοποίηση αντίστοιχων πολιτικών, όπως αποφάσισε πρόσφατα (28/11/2019) το Υπουργικό Συμβούλιο στην Ελλάδα, και τις καλεί στην εφαρμογή ισόρροπων πολιτικών μεταξύ αγοράς εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου να αποτραπούν οι ανισότητες σε βάρος των μισθωτών και των ευέλικτα απασχολούμενων τόσο κατά την εργασιακή τους, όσο και κατά την συνταξιοδοτική τους περίοδο.
από slpress
Δεν υπάρχουν σχόλια: