Το αντίδοτο του Ανδρέα στην τοξική κληρονομία του Νταβούτογλου


Γράφει ο Διονύσιος Τσιριγώτης

Τους τελευταίους μήνες βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα παράδοξο της διεθνούς πολιτικής. Ένα κράτος όντας στα πρόθυρα οικονομικής χρεωκοπίας να βρίσκεται σε «ψυχροπολεμικό κλίμα» με την ηγέτιδα πλανητική δύναμη του πολιτικοστρατιωτικού του συνασπισμού, του ΝΑΤΟ.

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

 Επιπλέον είναι σε ευθεία αντιπαράθεση με το διατακτικό του (υπό την έννοια ότι έχει αναπτύξει μια στενή διπλωματικό-στρατηγική σχέση με το αντίπαλο δέος –Ρωσία), κλιμακώνοντας την επιθετικότητά του σε μια κρίσιμη, για τα βορειοατλαντικά γεωοικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα, περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, την Κύπρο.

Δεν είναι μόνο οι εθνικιστικές εξάρσεις του Τούρκου προέδρου Ερντογάν για την προάσπιση των δικαιωμάτων-συμφερόντων της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, σε συνδυασμό με την προβολή της αεροναυτικής της ισχύος, μέσα από μεγαλεπήβολες διακλαδικές ασκήσεις («Γαλάζια Πατρίδα»), δεσμεύοντας θαλάσσιες περιοχές γύρω από τα ελληνικά νησιά. Είναι κυρίως η πραγματοποίηση ενός ακόμη τετελεσμένου με τη γεώτρηση του «Πορθητή» σε μη οριοθετημένο τμήμα της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Ουσιαστικά, η Τουρκία μετουσιώνει σε πραγματολογικό επίπεδο το προηγούμενο μήνυμα του Ερντογάν «ότι η χώρα [του] δεν πρόκειται να δεχθεί “τετελεσμένα” στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου “απεμπολώντας τα δικαιώματα της”». Ακολούθως, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, προδήλωσε την αξίωση ισχύος της Άγκυρας για την άσκηση εδαφικής κυριαρχίας στη θαλάσσια έκταση των 462.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων της «Γαλάζιας Πατρίδας».
«Μας ανήκει και η θάλασσα και ο βυθός. Οι θάλασσες. Η Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο, η Ανατολική Μεσόγειος και μέσα σε αυτά και η Κύπρος. Έτσι, λοιπόν αυτές οι περιοχές είναι στο περιβάλλον του ενδιαφέροντός μας και είναι περιοχές που είμαστε υπεύθυνοι για να εξασφαλίσουμε την ειρήνη και την ηρεμία» είχε δηλώσει ο Ακάρ.

Νταβούτογλου: Ασυγχώρητα τα λάθη του παρελθόντος

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την πραγματολογική εφαρμογή το νέου στρατηγικού δόγματος της Τουρκίας για τη διασφάλιση της θαλάσσιας κυριαρχίας της, που πολύ πριν είχε περιγράψει ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό Βάθος». Αναλυτικότερα, η αξίωση ισχύος της Άγκυρας για την αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος στο Αιγαίο, εδράζεται στο αέναο δίλημμα ασφαλείας που βιώνει, απόρροια του περιορισμένου ζωτικού της χώρου, λόγω λανθασμένων στρατηγικών επιλογών στο Αιγαίο.
«Σήμερα γίνονται ορατά τα αποτελέσματα της στρατηγικής αμέλειας που επιδείχθηκε στο ζήτημα της απεμπόλησης του ελέγχου των νησιών του Αιγαίου, ούτως ώστε να εγκαταλειφθούν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως ελέγχει η Τουρκία μέσω των Στενών τον “παλμό” του στρατηγικού ελαφρού υπογάστριου της Ρωσίας, με τον ίδιο τρόπο και η Ελλάδα μέσω των νησιών του Αιγαίου απέκτησε το ίδιο στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της, και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής». (Νταβούτογλου, 'Το Στρατηγικό Βάθος', σ.244)
Τοιουτοτρόπως επεξηγεί το γεωστρατηγικό συμφέρον της Τουρκίας στην Κύπρο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, γεγονός που υποχρεώνει την Άγκυρα «να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα» ακόμα και αν «δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί».
«Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθ’ εαυτόν είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. [...]. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου. Όπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία […] η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα». (Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος, σ.278)

Παπανδρέου: "Γιατί δεν εβύθισε το 'Χόρα'"

Υπό αυτό το πρίσμα, η «διάτρηση» της κυπριακής AOZ, έστω και εάν πρόκειται για μη οριοθετημένη περιοχή, αποτελεί μια κατάφωρη παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου. Γιατί όσο και αν θέλει κάνεις να υποβαθμίσει την έκταση του γεγονότος, η πραγματοποίηση της γεώτρησης στο βυθό και στο υπέδαφος του βυθού της Κύπρου, σχετίζεται κατά το πλείστων με την έννοια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας.
Συναφώς και με βάση την απόφαση του «Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ) στην υπόθεση της Υφαλοκρηπίδας της Βορείου Θάλασσας (1969), τα δικαιώματα ενός Κράτους στην υφαλοκρηπίδα του υπάρχουν ipso facto και ab initio, δηλαδή υπάρχουν χάρη στην εθνική κυριαρχία του επί της ξηράς και συνιστούν “σύμφυτο δικαίωμα” ως προέκταση της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, με στόχο την εξερεύνηση του βυθού και την εκμετάλλευση των φυσικών του πόρων».
Ως εκ τούτου, η τουρκική γεώτρηση συνιστά μια «επιθετική ενέργεια», γιατί όπως χαρακτηριστικά είχε επισημάνει και ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου (αρχηγός της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης) στην πρώτη περίπτωση έμπρακτης διαμφισβήτησης της ελληνικής ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, με τα γεγονότα του 'Χόρα' (6-8. 8.1976).
«Η Τουρκία, παραβιάζοντας το Διεθνή Νόμο και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο, έκανε σεισμική διερεύνηση στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Αυτό ισοδυναμεί – και θέλω να το τονίσω – με προσωρινή κατάληψη ελληνικού εδάφους από τις ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας. Η κυβέρνησή μας περιορίστηκε σε μια «έντονη» διακοίνωση προς την Άγκυρα, στην «έντονη» διακοίνωση η Κυβέρνηση δεν προειδοποιεί καν την Τουρκία πως σε περίπτωση νέας παραβίασης του εθνικού μας χώρου θα βυθίσουμε το ΧΟΡΑ'. ΓΙΑΤΙ;

Η Κυβέρνηση εγνώριζε επακριβώς κάθε κίνηση του «Χόρα» και εγνώριζε κατά συνέπεια ότι παραβιαζόταν ο εθνικός μας χώρος. Γιατί το επέτρεψε; […] Γιατί δεν εβύθισε το 'Χόρα';» (Ομιλία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στην Αλεξανδρούπολη, 9 Αυγούστου 1976)

Ακάθεκτη η Άγκυρα

Συνεπαγόμενα, η κλιμακούμενη σε ένταση-έκταση και εξαιρετικά στοχευμένη, ως προς τον αντικειμενικό πολιτικό της στόχο (αλλαγή του εδαφικού καθεστώτος σε Αιγαίο και Κύπρο) στρατηγική εξαναγκασμού της Άγκυρας, με την εφαρμογή της διπλωματίας των «πλωτών γεωτρυπάνων» δεν φαίνεται να μετριάζεται από τις εντατικές διπλωματικές ενέργειες της Αθήνας για τη εγκαθίδρυση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ούτε επίσης φαίνεται να ακυρώνεται από την απόφαση της Λευκωσίας να προβεί στην έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης και ενώ ήδη «αυξάνονται οι αποχωρήσεις των σημαντικότερων διεθνών εξειδικευμένων εταιρειών» που παρέχουν την ανάλογη «τεχνική υποστήριξη» για την εκτέλεση των τουρκικών γεωτρήσεων.
Ομοίως δεν λαμβάνεται υπόψη, από την Άγκυρα, το «ηχηρό μήνυμα» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που καταδικάζει «έντονα τις συνεχιζόμενες παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος» καλώντας την Τουρκία «να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, να σεβαστεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου και να απέχει από τέτοιου είδους ενέργειες».
Αυτό γιατί ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος των διαμορφωτών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, είναι, με τη χρήση απειλών, την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος και τις συνεχείς παραβιάσεις τόσο του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου όσο και των θαλάσσιων ζωνών Ελλάδας και Κύπρου να αδρανοποιήσει τη δυνατότητα άσκησης των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, μετατρέποντάς τες σε γεωπολιτικούς δορυφόρους της Τουρκίας. Στην περίπτωση αυτή και σύμφωνα με την εκτίμηση του Παναγιώτη Κονδύλη:
«Ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους […]. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού” και “εξευρωπαϊσμό”». (Π. Κονδύλης, Θεωρία του πολέμου, σ.410)

Εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής διπλωματίας

Βέβαια στην παρούσα συγκυρία Αθηνά και Κύπρος απάντησαν με μεθοδικές διπλωματικές κινήσεις στις τουρκικές έμπρακτες διαμφισβητήσεις των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων. Σε πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, δεσμεύθηκε «για συνέπειες» σε όποιον παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ στο στρατιωτικό επίπεδο είναι χαρακτηριστική η κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τις συνεχείς ασκήσεις σε ξηρά-θάλασσα «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ-19» και «ΞΑΝΘΟΣ-19», που διεξήχθησαν στις 12 και 13 Ιουνίου 2019, στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης και τη διακλαδική άσκηση «Καταιγίδα 2019» (1-14 Ιουνίου).
Ενώ, από κοινού με την Λευκωσία άσκησαν διπλωματικές πιέσεις στην ΕΕ για τη λήψη μέτρων κατά της Τουρκίας, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στο κείμενο των συμπερασμάτων της συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο και «καλωσορίζει την πρόσκληση του Συμβουλίου Γενικών υποθέσεων προς την Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) να υποβάλουν χωρίς καθυστέρηση επιλογές για κατάλληλα μέτρα».
Ωστόσο, και χωρίς να θέλουμε να υποβαθμίσουμε την πολιτικοδιπλωματική και στρατιωτική κινητικότητα της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε την αδυναμία κατανόησης της γραμματικής της αποτρεπτικής στρατηγικής, γεγονός που απομειώνει το μέτρο αποτελεσματικότητας των διπλωματικών ενεργειών Αθήνας-Λευκωσίας.
Η αποτροπή, ως διανοητική ικανότητα επηρεασμού του τρόπου λήψης αποφάσεων των κρατικών δρώντων, αποτελεί ένα μοντέλο πολιτικοστρατηγικής συμπεριφοράς που λαμβάνει χώρα μέσω της εναργούς μετάδοσης απειλών τιμωρίας ή άρνησης επιτυχίας από τους λήπτες αποφάσεων ενός κράτους, έναντι τρίτων κρατών που επιζητούν την αλλαγή του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος ή επιβουλεύονται τα εθνικά του συμφέροντα.

Ο Παπανδρέου είχε δίκιο

Συνεπώς, δεν εμπεριέχει τη χρήση οποιασδήποτε μορφής βίας, αλλά αποκρυσταλλώνεται στο σύνολο των πολιτικών δεσμεύσεων ενός κράτος για να προασπίσει, με το σύνολο των συντελεστών ισχύος του, τα εθνικά του συμφέροντα. Εδράζεται κυρίως στον παράγοντα της αξιοπιστίας, ή οποία κτίζεται καθημερινά στη βάση της ακολουθίας σθεναρών πολιτικών δεσμεύσεων και ικανών συντελεστών οικονομικοστρατιωτικής ισχύος.
Ωστόσο, στον βαθμό που η αποτροπή λειτουργεί σε διανοητικό επίπεδο, κρίσιμος παράγοντας καθίσταται η πολιτική βούληση της εκτελεστικής εξουσίας για την πραγμάτωση της αποτρεπτικής της απειλής. Προς επίρρωση των ανωτέρω και ως απαύγασμα της παρούσας ανάλυσης θα συμφωνήσουμε με τη διαπίστωση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι:
«Υπάρχει πάντα ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία. Και υπάρχουν τρεις δρόμοι για ν’ αποτραπεί. Ο πρώτος είναι, η πλήρης αποδοχή όλων των αξιώσεων της Τουρκίας, πράγμα που σημαίνει συρρίκνωση του εθνικού μας χώρου, δοθέντος ότι οι Τούρκοι ζητούν περισσότερο από το 50% της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. […] Ο δεύτερος δρόμος είναι αυτός που ακολουθείται σήμερα. Κοιτάμε με την υποχωρητικότητα και τη διαλλακτικότητα “να βγάλουμε την ημέρα”. Αλλά κάποια στιγμή δεν θα μπορούμε να κάνουμε πλέον άλλες υποχωρήσεις και τότε θα γίνει ο πόλεμος. Και θα έχουμε κάνει και υποχωρήσεις.

Η τρίτη λύση που είναι και η μόνη που μπορεί ν’ αποτρέψει τον πόλεμο, είναι:
Να προσδιορίσουμε ποιος είναι ο ελληνικός εθνικός χώρος. Να προσδιορίσουμε ότι η υφαλοκρηπίδα είναι τα υποθαλάσσια σύνορά μας. Και να δηλώσουμε ότι τα σύνορα αυτά θα προστατευθούν δυναμικά. Αυτή είναι η μόνη οδός ν’ αποτραπεί ο πόλεμος, αν υπάρχει πιθανότητα ν’ αποτραπεί». (Δήλωση του Α. Παπανδρέου στους εκπροσώπους του Τύπου, 17 Σεπτεμβρίου 1976)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.