Το σύνδρομο «μένουμε πάντα παιδιά» – Ένας ιδιότυπος «παλιμπαιδισμός»


Γράφει η Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Μια από τις συνήθεις συλλογικές ψυχοκοινωνικές εκδηλώσεις δυσφορίας είναι ίσως ο «παλιμπαιδισμός», η τάση πολλών νέων ανθρώπων, με ιδεολογικούς όρους, να «μείνουν για πάντα παιδιά».

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 

 Σε μια πρώτη ανάγνωση είναι συχνά ο φόβος μήπως «μεγαλώνοντας», οι νέοι αυτοί ενήλικες βρεθούν να ζουν σε μια κοινωνία σαν εκείνη που αρκετοί από αυτούς τους ίδιους ισχυρίζονται ότι επιθυμούν:

Μια κοινωνία τόσο εξατομικευμένη, τόσο απομαγευμένη από «ανορθόλογους μύθους», τα ήθη και τα έθιμα του παρελθόντος, τόσο απογυμνωμένη από οικειότητες και θερμούς συναισθηματισμούς, τόσο τυπική και γραφειοκρατικά ή ψηφιακά οργανωμένη στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, τόσο ιστορικά και πολιτισμικά αποσυντονισμένη.
Τόσο βιαστική και αδιάφορη για τις δυσκολίες και τα προβλήματα των άλλων, τόσο επιφανειακή και γεμάτη απομιμήσεις της πραγματικότητας, τόσο ριζικά εμπορευματοποιημένη τελικά, που κάθε κοινωνική σχέση συγγένειας, συμπάθειας, συναδελφικότητας, φιλίας ή εμπιστοσύνης, τείνει να απορροφηθεί από μια κάποια δραστηριότητα «παροχής υπηρεσιών». Να σκεφτεί κανείς ότι μια τέτοια κοινωνία κάποτε λειτουργούσε συναισθηματικά και σχεδόν αυθόρμητα.
Όμως το πρόβλημα είναι να κατανοήσουμε σε τι λογικές και συναισθήματα αντιστοιχεί αυτός ο φόβος της ενηλικίωσης. Και όχι απλώς να τον επισημάνουμε ή έστω να τον αποδώσουμε ερμηνευτικά σε ατομικά σύνδρομα ανεπάρκειας ή δυσφορίας που συνδέονται μονομερώς με το στενό οικογενειακό περιβάλλον του ατόμου (κάποτε απόμακρο, κάποτε υπερπροστατευτικό).
Διότι στο μέτρο που ο παλιμπαιδισμός υποδηλώνει την ρητή ή άρρητη επιθυμία πολλών νέων ή σχετικά νέων ενηλίκων να διατηρήσουν κάποιες αποστάσεις από τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τις δεσμεύσεις της ενήλικης ζωής, χωρίς όμως να χάσουν τα προνόμια της παιδικής ηλικίας, θα πρέπει πλέον να μας απασχολήσει το σύνολο των παραμέτρων που ορίζουν στη συνείδηση των ατόμων που παλιμπαιδίζουν, αφενός την ενήλικη ζωή, μόνο σαν ένα σύνολο δυσκολιών και δεινών, αφετέρου την παιδική ηλικία μόνο σαν μια περίοδο απολαύσεων (επιπέδου έστω «μαμ, πιπί, κακά και νάνι»), χωρίς σκοτούρες και ευθύνες.

Ευθυνόφοβοι «νέοι»

Από ψυχοκοινωνικής πράγματι άποψης, ο παλιμπαιδισμός ενέχει όχι μόνο την αποφυγή του καθημερινού αγώνα της βιοπάλης, αλλά και ένα ιδεώδες εύκολης και άκοπης κατανάλωσης. Στην ουσία, οι «πάντα παιδιά», περισσότερο και από τους «πάντα νέους», θυματοποιούνται και ταυτόχρονα απενοχοποιούνται κατά βούληση. Για πολλούς, ιδίως τους μη εξασφαλισμένους δια βίου από οικονομικής άποψης, η επιθυμία να μείνουν παιδιά διέρχεται συνεπώς από ένα συναίσθημα παραίτησης. Δηλαδή από την άρνηση εκ των προτέρων της ηθικής, πρακτικής (και πολιτικής) ευθύνης για την οργάνωση μιας καλύτερης, ή έστω απλώς βιώσιμης ζωής.
Τα ήδη ενήλικα άτομα που με τον τρόπο τους, συνήθως επώδυνο, «αρνούνται να μεγαλώσουν» και να αντιμετωπίσουν, χωρίς να χάσουν τις ευαισθησίες τους, τις πραγματικές δυσχέρειες του κόσμου εμφανίζονται καταρχάς σαν πολύ επιφυλακτικά απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Ιδιαίτερα βέβαια της κοπιαστικής και μη επαρκώς αμειβόμενης εργασία. Σε έναν τέτοιο κόσμο, λοιπόν, τα άτομα αυτά καλούντα να ζήσουν ιστορικά και αντικειμενικά.
Δύσκολα μια τέτοια νοοτροπία θα μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά στην επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος. Άλλωστε, το ζήτημα αποτελεί μια συχνή εστία ενδοοικογενειακών συγκρούσεων και ρήξεων. Ούτως ή άλλως τα πρότυπα των προηγούμενων γενεών των εργαζόμενων δεν γοητεύουν καθόλου τους παλιμπαιδίζοντες.
Οι άνθρωποι αυτοί τείνουν να αποσυρθούν στο περιθώριο ακόμα και της συναισθηματικής και ερωτικής ζωής. Επικαλούνται λοιπόν τις εξιδανικευμένες εικόνες μιας ανέμελης και παιχνιδιάρικης παιδικής ηλικίας, που αντιστοιχούν στις στερεοτυπικές παραστάσεις του παιδιού της εύπορης, δυτικής, αστικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα.

Νοσηρή «παιδική αθωότητα»

Παλιμπαιδίζοντας τα άτομα εγκαθίστανται ψυχολογικά σε μια κατάσταση εσωστρεφούς αποξένωσης, μακριά από τις δυσκολίες της «κοινωνίας των μεγάλων». Σκηνοθετούν για τον εαυτό τους μια φανταστική συνθήκη «παιδικής αθωότητας» και προστατευόμενης ανωριμότητας, προικισμένης όμως ιδεολογικά με πολλά δήθεν φυσικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες, που άλλοτε δεν διέθετε καθόλου η πραγματική παιδική ηλικία. Αυτή η φανταστική συνθήκη έχει στοιχεία κατάθλιψης, μόνιμης μελαγχολίας και πανικού.
Ακόμα και αν δεν βρίσκει καμία κατανόηση από την πλευρά του στενού κοινωνικού περιβάλλοντος, αποκτά συχνά μια διαχρονική σταθερότητα, μεταβάλλεται σε τρόπο σκέψης και μοναχικής ύπαρξης. Αποτυπώνεται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, καθώς κάποτε και στην ερωτική ζωή των ατόμων (άλλοτε κενή συναισθηματικών εμπλοκών αντιφατική και χαοτική, άλλοτε φτωχή και περιορισμένη μέχρι ανυπαρξίας).
Εμφανίζεται ακόμα κατά περίπτωση και στους «κάπως ναζιάρικους» τρόπους ομιλίας, στις ανάλογες εκφράσεις του προσώπου, στις κινήσεις και στις χειρονομίες, στις επιλογές συμπεριφορών και τρόπων εμφάνισης. Ταυτόχρονα όμως, στην πραγματικότητα, οι παλιμπαιδίζοντες νεαροί ενήλικοι, απολύτως συμβιβασμένοι με όλα τα προτάγματα της αγοραίας μετανεωτερικότητας, απαιτούν από την «κοινωνία των ενηλίκων» τις φροντίδες εκείνες, οικονομικές και μη, που απορρέουν από την συναισθηματική τρυφερότητα. Ή έστω, την ανοχή της σε όλες τις ιδιαιτερότητες και τα καπρίτσια της παιδικής ηλικίας.
Και αυτό ισχύει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ισχύει, κατά τη γνώμη των πάντα εγωκεντρικών «παιδιών», ακόμα και όταν αυτά τα ενήλικα «παιδιά» επιβεβαιώνουν με τις συμπεριφορές τους την παχυδερμική αδιαφορία τους για οτιδήποτε υπερβαίνει τον στενό ορίζοντα των δικών τους συμφερόντων και ενδιαφερόντων. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, η υπενθύμιση της παιδικής ανευθυνότητας συμβαδίζει άριστα με την έμμονη ιδέα της «παιδικής αθωότητας».
Τα «πάντα παιδιά» καταλήγουν έτσι κάποτε να υιοθετούν ηθικές στάσεις και πρότυπα συλλογισμών που παλαιότερα είχαν επικαλεστεί γνωστοί εγκληματίες πολέμου για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους: «Δεν μπορεί κάποιος να θεωρηθεί υπεύθυνος για επιλογές και ενέργειες των οποίων τις συνέπειες δεν μπορεί πλήρως να κατανοήσει», (κυρίως μάλιστα αν είναι ανώριμος όσο το παιδί), «αφού λαμβάνουν χώρα σε έναν κόσμο τόσο πολύπλοκο και τόσο αβέβαιο όσο ο σημερινός».

Προστατευμένη ζωή

Συνοψίζοντας τα προηγούμενα, θα λέγαμε ότι πίσω από το γνωστό ιδεολόγημα του «Μένουμε πάντα νέοι» και τον ρατσιστικό στιγματισμό της ασθένειας και των γηρατειών ως στιγμών ανυποληψίας στη ζωή των ανθρώπων, η μετανεωτερίζουσα φαντασίωση απαιτεί τώρα να «Μείνουμε πάντα παιδιά». Αλλά γιατί να μείνουμε εκεί; «Πάντα μωρά» θα ήταν ίσως ακόμα καλύτερα – και γιατί όχι «πάντα βρέφη» ή «πάντα έμβρυα»! Ζωή προστατευμένη και γεμάτη ύπνο, φαϊ και παιχνίδι.
Οι παιδικές αδυναμίες μοιάζουν τότε με βολικό παπλωματάκι που χρειάζεται το μωρό για να κρυφτεί. Είτε αυτό το «παπλωματάκι» προσφέρεται πραγματικά και με στοργή από την προστατευτική οικογένεια, είτε όχι, δεν παύει να αποτελεί πολύτιμο αντικείμενο αναζήτησης και αναφοράς όλων των «μεγάλων μωρών». Τα μεγάλα αυτά «μωρά» αντιμετωπίζουν τον απογαλακτισμό τους όχι μόνο με φόβο και δυσφορία, αλλά επίσης με την μόλις και μετα βίας συγκαλυμμένη ιδιοτέλεια του συμφεροντολόγου που παρασιτεί.
Το ίδιο όμως «μωρό», με την ίδια μωρία και την ίδια συγκινητική υποτίθεται σκηνοθεσία της αθωότητας και της ανημπόριας του, ως «φυσικός» κάτοχος νομικών δικαιωμάτων, αλλά αυτή τη φορά σε ρόλο «αγανακτισμένου εφήβου» ή και «οργισμένου νέου», δεν θα διστάσει ίσως να «ζητήσει τα ρέστα» για την περιθωριοποίησή του από την «κακούργα κοινωνία». Η τελευταία, από την πλευρά της, ενώ βαυκαλίζεται με τις έμμονες υποκριτικές ιδέες της «προτεραιότητας στα παιδιά», παρακολουθεί παθητικά, με άμετρη υποτίθεται κατανόηση και αγάπη, τα «παιδιά» αυτά να ρημάζουν το παρόν και το μέλλον τους ως ενήλικα άτομα και ως ενεργοί πολίτες.
Από την πλευρά των ενηλίκων, η απεριόριστη ανοχή στις εκδηλώσεις του παλιμπαιδισμού δε συμβαδίζει ούτε με την «κατανόηση των νέων», ούτε με την οφειλόμενη στους ανήλικους γονεϊκή φροντίδα. Αντίθετα, συμπορεύεται με την παραίτηση από τα στοιχειώδη καθήκοντα των ενηλίκων να προετοιμάσουν την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των ανηλίκων και κατά προέκταση με την αδιαφορία και την απαξίωση του παιδαγωγικού ρόλου (διαμορφωτικού και ελεγκτικού), με τον οποίο είναι εξ ορισμού επιφορτισμένη απέναντι σε όλα τα μέλη της κάθε κοινωνία άξια αυτού του ονόματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.