Γυναίκες Ηπειρώτισσες ξαφνιάσματα της φύσης, εχθρέ γιατί δεν ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις ....
" Από πού ν’ αρχίσω, τι λόγια να βρω, για να εξάρω το μεγαλείο της γυναίκας αυτής; Πώς να δείξω το μέγεθος της προσφοράς της εκείνες τις κρίσιμες μέρες; Πώς να παραστήσω, πώς να ζωντανέψω τη μεγαλοσύνη της; Δεν το μπορώ, θ’ αφηγηθώ μόνον απλά πως την είδα, όταν βρέθηκα κοντά της σ’ ένα μόνον τμήμα της Πίνδου, στο Ζαγόρι, όπου επετεύχθη και η αρχική νίκη της Πίνδου, από τις 29 Οκτωβρίου εως τις 10 Νοεμβρίου. Θα φροντίσω να σας τη ζωγραφίσω, όπως την είδα με τα ίδια τα μάτια μου, όπως την έζησα με την ίδια την ψυχή μου…..
Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος
Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια.
Ξεκινώ με τ’ αυτοκίνητο ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί έφθασαν απ’ τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.
Πούναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ’ ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ’ ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν’ ανεβούν γυναίκες φορτωμένες σ’ αυτά τ’ απάτητα βουνά, π’ ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
– Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
– Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε…
Κι αυτές βαρυφορτωμένες σκαρφαλώνουν σαν τα κατσίκια, πιασμένες πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια….
Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ’ ακούω
αυτά… Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν’ αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι;
Μήπως δεν ακούω σωστά;…..
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές για την Ελευθερία»!…
Επάνω σ’ αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν’ απομακρυνθώ» κ.λ.π……
Μετά
από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο
μέσον, και προχωρώ.
Φθάνω στη Μπάγια (Κήπους τώρα). Τι βλέπω και κει: Γενικό συναγερμό. Γέρους, γριές, γυναίκες, κορίτσια, αγόρια, παπάδες, όλους ξεσηκωμένους (σύγκληρα όπως λεν εκεί) απ’ τη Μπάγια και τα γύρω χωριά, Σομποτσέλι, Κουκούλι, Καπέσοβο, Βραδέτο κ.λ.π., να φκιάνουν τον κατεστραμμένο και ανασκαμμένο άπό τά αεροπλάνα δρόμο.
Να κόβουν βάτους, να καθαρίζουν πέτρες, να διορθώνουν τα πεσμένα χτίσματα, να στρώνουν χαλίκια, για να γεμίζουν οι λακούβες, να στεριώνουν μια ξύλινη γέφυρα – η Γέφυρα του Κόκκορη ήταν χαλασμένη – που σε μια μόνο μέρα έφκιασε ο Ζαγορίσιος αξιωματικός Γ. Βάντζιος, να δουλεύουν, απ’ τα χαράματα, ως αργά τη νύχτα.
Ψυχή δεν μένει στα χωριά, μου λέει ο Σταθμάρχης της Μπάγιας, Στεφάνου. Όλοι δουλεύουν συνέχεια, για να διορθωθεί ο δρόμος, να περάσουν τ’ αυτοκίνητα πούναι σταματημένα…
Κρατώ μερικά ονόματα. Επιστρέφω το άλογο στη Δοβρά και δανείζομαι άλλο απ’ τον Σταθμάρχη, με την ρητή υπόσχεση να το επιστρέψω κι αυτό σε δυο ώρες, αν και η απόσταση ήταν διπλή. Ευτυχώς ήξερα να ιππεύω από 5 χρονών κι έτσι φεύγω καλπάζοντας.
Φθάνω
στο Καπέσοβο, συναντώντας σ’ όλη τη διαδρομή το ίδιο παιδογυναικομάζωμα, τον
ίδιο συναγερμό, τον ίδιο ενθουσιασμό. Όλοι να σιάζουν, σαν ειδικευμένοι
μαστόροι, το δρόμο, παρά το τσουχτερό κρύο και τη βροχή. Καλύτερα η βροχή, μου
λένε, παρά η ξαστεριά με τα’ αεροπλάνα, που μας χασομεράν, γιατί αναγκαζόμαστε,
όταν περνάν απάνω μας, να τρυπώνομε στις γκούβες και στα κλαδιά, για να
κρυφτούμε. Πρέπει να τελειώσουμε γρήγορα το δρόμο και θέλομε πολύ ακόμα. Ήταν
εξ χιλιόμετρα ο κατεστραμμένος δρόμος.
Πάμε
σπίτι…. Γειτόνοι, φίλοι, γνωστοί… Κλαίνε, κλαίω, καταλαγιάζαμε. Βγάζω τα
βρεγμένα ρούχα. Στρώνουν τραπέζι. Κρέας άφθονο. Σφάζουν, μου λεν, τα ζώα τους
(το μοναδικό καζάντιο, για τους περισσότερους), γιατί δεν έχουν με τι να τα
θρέψουν. Όλη τη χρονική σοδειά τους, απ’ τό χόρτο, την έχουν δώσει στο Στρατό.
Ζητάω λίγο ψωμί. Δεν υπάρχει πουθενά… Το μάζεψαν όλο και τόστειλαν στα φυλάκια,
με τις γυναίκες. Η Ιουλία Ζήτη,- με βεβαιώνει, πως όλες αυτές τις μέρες, δεν
έβαλε ψωμί στο στόμα της, αυτή και τα κορίτσια της, παρά μόνο φουντούκια,
καρύδια και πατάτες… Κι ούτε θα ξαναβάλει. Όσο αλεύρι της απομένει, θα το
ζύμωση πάλι και θα το κουβαλήσει, με τα κορίτσια της, φορτωμένα στο Βρυσοχώρι.
Το ίδιο, μου λεν κι οι άλλες γυναίκες, το ίδιο κι ο γέρο Γιάννης Καζαντζής που κουβαλούσε κι αυτός, μ’ ένα σακούλι στην πλάτη και με τον αχαμνόοντά του. Θυμηθήκαμε το 1917 μου λεν, που οι Ιταλοί πάλι, μας είχαν αφήσει χωρίς ψωμί και ζούσαμε με τα φουντούκια, μήνες, χωρίς να πάθωμε τίποτε, θ’ αφήσωμε τώρα τους φαντάρους μας νηστικούς;…..
Οι νύχτες είναι μεγάλες. Τα ξύλα άφθονα στο τζάκι. Νοέμβρης κι έχει κάνει ο καθένας τις προμήθειες του. Κρεμιέμαι από το στόμα τους, ν’ ακούσω, ν’ ακούσω κι άλλα, να μάθω, να κατατοπιστώ.
Καλά! Πως πήρατε χαμπάρι του τί γίνεται, ρωτάω, πότε;
Προχθές το βράδυ μου λεν και μου ιστορούν:
Ήταν
μια νύχτα τρομερή. Κρύο τσουχτερό. Σκοτάδι πίσσα. Ησυχία νεκρική στο χωριό.
Μόνον στις ψυχές των χωριανών που μείναν -61 άλλοι πήγαν στρατιώτες- φοβερή
ανησυχία. Πέφτουν, κουκουλώνονται να λαγοκοιμηθούν, μα που να τους κόλληση
ύπνος! Ο εχθρός είναι κοντά… Ξέρουν μεν ότι ο γενναίος μας Στρατός, μάχεται
παλικαρίσια και ότι κι οι χωροφύλακες κι οι Σταθμάρχες ακόμα, μαζί και μ’
άλλους, κινητοποιήθηκαν, για να βοηθήσουν. Ο Σταθμάρχης Βωβούσας έκλεισε
τελείως το Σταθμό. Πήγε με τους άνδρες του να πολεμήσει…. Μα θ’ αντέξουν
εκείνοι, που είναι αποκλεισμένοι, κοντά στο Βρυσοχώρι, χωρίς ενισχύσεις, χωρίς
αρκετά πολεμοφόδια, μακριά από αυτοκινητόδρομους, πρόχειρα συγκροτημένοι και
αιφνιδιασμένοι, με τέτοιον κακό καιρό, με τόσο δύσκολες συνθήκες;….
Και για να δώσουμε μια ιδέα των συνθηκών αυτών, που οι ντόπιοι ήξεραν, θα σας διαβάσουμε περικοπές, από στρατιωτικές εκθέσεις, που γράφτηκαν πολύ αργότερα….
Βιβλίον
Παπακωνσταντίνου, σελίς 218—219:
Χαρακτηριστική είναι η κατάστασις, εις την οποίαν ευρέθη το απόσπασμα Πίνδου, που εβάστασεν αρχικώς, ολόκληρον το βάρος της εισβολής των Ιταλών, εις την Κεντρικήν ζώνην του Μετώπου.
Συμφώνως με την επίσημον έκθεσιν και την ειδικήν του Διοικητού του συν)χου Δαβάκη, το απόσπασμα Πίνδου, είχε σοβαράς ελλείψεις εις οπλισμόν, ίματισμόν, υπόδυσιν και εφεδρικά πυρομαχικά. Οι όλμοι έστερουντο προωθητικών φυσιγγίων, τα στελέχη ήσαν κατά τα δύο τρίτα έφεδρα και άπειρα. Αί επικοινωνίαι μετά των τμημάτων προκαλύψεως ελειτούργουν διά της μοναδικής γραμμής του Πολιτικού Δικτύου. Όπως αναφέρει ο Διοικητής του τίποτε δεν εστάλη επαρκές. Οπλισμός, κλινοσκεπάσματα, πέταλα, τηλέφωνα, σύρμα, καλώδια, οπτικά, πυρομαχικά, όλα ήσαν ανεπαρκή. Κίνδυνος να μείνουν οι άνδρες νήστεις, λόγω βραδύτητος αφίξεως του λόχου ημιονηγών κ.λ.π….
Και συνεχίζει:
Στρατιώται ήσαν χωρίς άρβυλα, με εσχισμένας περισκελίδας, ως εβεβαιώθη ο Στρατηγός Πιτσίκας. Το επιτελείο του αποσπάσματος, αποτελείτο εν αρχή από έναν υπολοχαγόν και ένα λοχίαν κ.λ.π.
Ούτε απόσπασμα εθνοφρουράς, (καταλήγει) εάν ήτο το απόσπασμα Πίνδου δεν θα ευρίσκετο εις αυτά τα χάλια!… Και εις αυτά τα χάλια, εκαλείτο ν’ αντιμετώπιση, άνευ εφεδριών, με 6 λόχους, εις μέτωπον 70 χιλιομέτρων, Στρατόν Ευρωπαϊκόν! !……
Ξέρουν επίσης οι χωριανοί ότι και
πολλά περάσματα, είναι αφύλαχτα κι επικίνδυνα. Πολλές γέφυρες ανοχύρωτες! Προψές
μόλις, κάηκεν, επί τέλους, η Γέφυρα Λαΐστης, ένα γερό πέρασμα των Ιταλών. Ήταν
βρεγμένη, μούσκεμα και δεν έπαιρνε φωτιά…. Ώσπου με τα πολλά, ένας Λαϊστινός, ο
χτίστης Χαράλαμπος Τσάμης (η χήρα του τώρα πένεται κυριολεκτικά) με 9 τενεκέδες
πετρέλαιο, που τους μάζεψαν και κουβάλησαν από διάφορα χωριά 9 γυναίκες,
βάζοντας και τα πουκάμισα τους μουσκεμένα με πετρέλαιο για προσάναμα, την έκαψε
στη μία, μετά τα μεσάνυχτα. Κι όταν το πρωί οι Ιταλοί, έτοιμοι να τί διαβούν,
την είδαν, λάκισαν τρομαγμένοι, φέρνοντας στο στρατηγείο τους την είδηση, πως
οι Έλληνες παραμονεύουν κρυμμένοι στα δάση, πως καίνε γέφυρες και βάλλουν από
παντού….
Κι εκείνοι που έβαλαν, ήταν τα ...πεύκα, όπως έλεγε ο καπετάν Περιστέρης!..."
*
Απόσπασμα από την ομιλία - διάλεξη που έδωσε η Φρόσω Ιωαννίδου τον Μάρτη του
1975. Η Φρόσω Ιωαννίδου γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου και ήταν η κόρη του
γιατρού Α. Λιάπη.
Στον πόλεμο του 40 μετέτρεψε το σπίτι της σε σχολή Νοσοκόμων, ενώ η ίδια πρωτοστατεί και εργάζεται για την συλλογή βοήθειας προς τα μαχόμενα Ελληνικά στρατεύματα. Σημειώνει γεγονότα κι ονόματα αφανών ηρώων του πολέμου. Τις πιο πολλές φωτογραφίες, σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα, τις έδωσε στην κυρία Νικολούδη και χάθηκαν στο υπουργείο όπως λεει η ίδια. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να αξιοποιήσει το αυθεντικό μαρτυρικό υλικό. Η ίδια καταγγέλει :
"
Μα, πέρα απ’ αυτό, τι έκανα; Πως αξιοποίησα τα χαρτιά αυτά, έστω κι αν με τρώει
το σαράκι, 35 χρόνια τώρα;….
Αποτάθηκα σε πολλούς. Χτύπησα πόρτες. Τάδειξα παντού. Βοήθησα, να γίνονται σχετικές αναπαραστάσεις. Φρόντισα, να γίνουν σχέδια σεναρίου. Τίποτε, όμως, απ’ αυτά, κι απ’ όσα άκουσα και διάβασα, δεν μπόρεσε ν’ αποδώσει αυτά που είδαν τα μάτια μου, αυτά που η μνήμη των, θα σβήσει μόνο με την πλάκα του τάφου. Το δράμα εκείνο με κατέχει πάντα.
Κλείνω τα μάτια μου, στα ηλεκτρικά και η λάμψη των δαδιών εκείνων με συγκλονίζει….
Κλείνω τ’ αυτιά μου στις τηλεοράσεις
και συνδιαλέξεις κι ο ήχος του σήμαντρου και της καμπάνας εκείνης με
συνταράσσει. Η
σκέψη του σκελετωμένου ηρωικού εκείνου κόσμου, με κάνει να θεωρώ τον εαυτό μου
ένοχο, πολύ ένοχο…
Οι αγιασμένες εκείνες μορφές, μου φωνάζουν στον ύπνο και στο ξύπνιο μου: Γιατί μας ξέχασες;;….
Ποιος θα βρεθεί ν’ ακούσει την αδύναμη φωνή μας; Ποιος θα μας προσέξει;..Ποιος θα φροντίσει να μαζέψει όλα όσα γράφτηκαν και να πλουτίσει μ' αυτά τα παιδικά αναγνώσματα ;..
Σας
κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου, που
όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν πασχίζει ν’
άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν’ απλωθεί, να πετάξει ψηλά (όπως σαν ήταν
νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ’ άπιαστα, μοιραίως θα χαμηλώσει για να κουρνιάσει
στη φτωχή φωλιά του και ν’ αράξει σα σ’ απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής,
στ’ άγια χώματα που τον γέννησαν. "
Ευχαριστώ
Φρόσω Ιωαννίδου
(
Ολόκληρη η ομιλία της Φρόσως Ιωαννίδου βρίσκεται στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη
" Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πινδου " ).
** Πλάι στην Σπαρτιάτισσα γυναίκα
στέκει περήφανα η Ηπειρώτισσα γυναίκα. Ηρωίδες του πολέμου και της ζωής. Έδωσαν
μάχες για να βγάλουν το ψωμί τους και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους στα δίσεκτα
χρόνια της κατοχής και του Εμφυλίου. Αυτές οι γυναίκες είχαν να αντιμετωπίσουν
όχι μόνο τους Γερμανούς ,τον κυβερνητικό στρατό και τους αντάρτες, αλλά και την
πείνα, τη φτώχεια, τον πόλεμο, την ξενιτιά και τη σκληρότητα των αντρών.
ΠΗΓΗ: kali.sfetsou
Δεν υπάρχουν σχόλια: