Ελληνοτουρκικά: Μεταξύ κατευνασμού και άμεσης ανταπόδοσης



Γράφει ο Άγγελος Συρίγος
Στις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από το 1973, όταν η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη σύγχρονη φάση του τουρκικού επεκτατισμού, έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές σκέψεως για το πως πρέπει να χειρίζεται τα ελληνοτουρκικά. Η πρώτη υποστηρίζει ότι χρειάζεται κατευνασμός και αυτοσυγκράτηση, επειδή δεν συμφέρει την Ελλάδα να αντιπαρατεθεί και να οδηγηθεί σε σύρραξη με την Τουρκία. Κατά συνέπεια, πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία η κλιμάκωση.

Ακολουθήστε μας στο Facebook Τελευταία Έξοδος 
Ο κατευνασμός ως προσωρινή τακτική είναι θεμιτός. Ως μόνιμη στρατηγική επιλογή, όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να αγοράζει χρόνο μέχρι τον πόλεμο. Και η Τουρκία των κεμαλιστών και η Τουρκία του Ερντογάν, με τον τρόπο της η καθεμία, επιχειρούν να εγγράψουν επεκτατικές υποθήκες στο Αιγαίο και όχι μόνο. Ο σημερινός Τούρκος πρόεδρος, μάλιστα, ζητάει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, επιδιώκοντας να κατοχυρώσει και με διεθνή συνθήκη τις ηγεμονικές βλέψεις της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή. Κρίνοντας από τη ρητορική, αλλά κυρίως από τις πράξεις, είναι βάσιμο να εκτιμήσουμε πως η τουρκική ηγεσία θα ανεβάζει την ένταση μέχρι να επιτύχει τον στόχο της.
Η δεύτερη σχολή σκέψεως υποστηρίζει ότι ο μόνος τρόπος ανασχέσεως του τουρκικού επεκτατισμού είναι η στρατηγική της άμεσης ανταποδόσεως, του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Με άλλα λόγια, μόνο εάν η Άγκυρα πεισθεί πως θα έχει και η ίδια κόστος θα αυτοσυγκρατηθεί. Η στρατηγική αυτή έχει αποδειχθεί πως διεθνώς έχει καλύτερα αποτελέσματα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ενέχει πρόβλημα.
Η άμεση ανταπόδοση μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη κλιμάκωση μιας κρίσεως. Για να συρρικνωθούν οι πιθανότητες μίας τέτοιας εξέλιξης είναι απαραίτητο να λειτουργούν δίαυλοι επικοινωνίας σε ανώτατο επίπεδο, οι οποίοι σε περίπτωση ενός επεισοδίου, μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο την κρίση. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει ότι υπάρχει η αναγκαία βούληση και στις δύο πλευρές, κάτι που δεν είναι σίγουρο ότι ισχύει πάντα.

Το κακό προηγούμενο

Ο τρόπος που οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιδρούν για πολλά χρόνια στις τουρκικές προκλήσεις έχουν εμπεδώσει στην Άγκυρα την εντύπωση ότι ορισμένες παράνομες πρακτικές της είναι κεκτημένο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου. Όλα τα κράτη, μη εξαιρουμένης της Τουρκίας, θεωρούν αυτονόητο πως όταν ένα μαχητικό παραβιάζει εσκεμμένα τον εθνικό εναέριο χώρο και δεν υπακούει σε εντολή άμεσης αποχώρησης, καταρρίπτεται. Όπως είναι γνωστό, στο Αιγαίο οι παραβιάζεις αντιμετωπίζονται με αναχαιτίσεις, οι οποίες οδηγούν σε εικονικές αερομαχίες. Εάν η Αθήνα ξαφνικά άλλαζε τακτική και υιοθετούσε την τακτική της κατάρριψης, η Άγκυρα θα το εκλάμβανε ως κλιμάκωση.
Το ζήτημα δεν είναι υποθετικό. Εγείρεται με νέα μορφή, λόγω της νέας μορφής παραβιάσεων τουελληνικού εναερίου χώρου από τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Εάν η αναχαίτιση μαχητικών που παραβιάζουν έχει κάποιο νόημα, δεν ισχύει το ίδιο με τα μη επανδρωμένα. Η αναχαίτιση μη επανδρωμένων από ελληνικά μαχητικά θα συνιστούσε μία οικονομική αιμορραγία και μία άνευ προηγουμένου καταπόνηση πιλότων και αεροσκαφών. Κατά συνέπεια, εκ των πραγμάτων εγείρεται ένα ζήτημα, το οποίο και το Γενικό Επιτελείο και το ελληνικό πολιτικό σύστημα καλείται να απαντήσει.
Κρίνοντας τις δύο σχολές σκέψεως αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η πολιτική εθνικής ασφαλείας δεν μπορεί να είναι μία θεωρητική άσκηση. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εκπόνηση συνολικής εθνικής στρατηγικής. Διανύουμε, άλλωστε, περίοδο ρευστότητας στην ευρύτερη περιοχή. Η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ, σε συνδυασμό και με άλλες εξελίξεις, τείνουν να διαμορφώσουν ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, το οποίο ασκεί πίεση στην Τουρκία. Γι’ αυτό και είναι χρήσιμο ειδικά την τρέχουσα περίοδο, η Ελλάδα να υιοθετήσει μία ευέλικτη τακτική αποφυγής εμπλοκών, στέλνοντας ταυτοχρόνως το σαφές μήνυμα στην Άγκυρα πως θα αντιδράσει με όλα τα μέσα εάν απειληθεί άμεσα η εδαφική ακεραιότητά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.