Ο Κέινς, η ενεργός ζήτηση και οι κύκλοι της οικονομίας
Γράφει
ο Θανάσης
Μπαντές
Σχετικά με τις δαπάνες
που πρέπει να αναλάβει ένας επιχειρηματίας προκειμένου να θέσει σε λειτουργία
το μηχανισμό της παραγωγής ο Κέινς είναι ξεκάθαρος: «Σε δεδομένη κατάσταση
τεχνικής, πόρων και κόστους, η χρησιμοποίηση δεδομένου όγκου εργασίας από έναν
επιχειρηματία τον υποχρεώνει να αναλάβει δύο είδη δαπανών: πρώτον, τα ποσά που
πληρώνει στους συντελεστές της παραγωγής (όχι όμως σε άλλους επιχειρηματίες)
για τις τρέχουσες υπηρεσίες τους, που θα αποκαλούμε κόστος συντελεστών για τη δεδομένη απασχόληση, και δεύτερον,
τα ποσά που καταβάλλει σε άλλους επιχειρηματίες για τις αγορές που κάνει από
αυτούς μαζί με τη θυσία στην οποία υποβάλλεται απασχολώντας τον εξοπλισμό του
αντί να τον αφήνει αχρησιμοποίητο, που θα αποκαλούμε κόστος χρήστη της συγκεκριμένης απασχόλησης». (σελ. 73).
Το κόστος των
συντελεστών είναι ο μισθός που πρέπει να καταβληθεί σε όλους τους εργαζομένους
που προσφέρουν την εργατική τους δύναμη στην παραγωγική διαδικασία: «Το κόστος
των συντελεστών είναι, φυσικά, το ίδιο πράγμα, θεωρούμενο από την οπτική γωνία
του επιχειρηματία, με εκείνο που οι συντελεστές της παραγωγής θεωρούν εισόδημά
τους». (σελ. 73). Κατόπιν αυτών, ο ορισμός τους κέρδους για τον επιχειρηματία
είναι απολύτως σαφής: «Το πλεόνασμα της αξίας του προϊόντος που προκύπτει πάνω
από το άθροισμα του κόστους συντελεστών και του κόστους χρήστη είναι το κέρδος
ή, όπως θα το αποκαλούμε, το εισόδημα του επιχειρηματία. […] Το κέρδος, λοιπόν,
του επιχειρηματία, όταν ορίζεται με τον τρόπο αυτόν, είναι, όπως θα έπρεπε να
είναι, το μέγεθος που ο επιχειρηματίας επιδιώκει να μεγιστοποιεί όταν
αποφασίζει την ποσότητα της απασχόλησης που θα προσφέρει». (σελ. 73 – 74).
Όμως, η πλήρης απασχόληση είναι περισσότερο όνειρο παρά
πραγματικότητα. Εξάλλου, η συνθήκη της πλήρους απασχόλησης θα έκανε τόσο σπάνια
τα εργατικά χέρια, που θα αυξανόταν κατακόρυφα η τιμή της εργασίας, εξέλιξη
καθόλου ευχάριστη για τους επιχειρηματίες.
Με άλλα λόγια, η
ποσότητα της απασχόλησης, το αν θα υπάρχουν δηλαδή αρκετές θέσεις εργασίας ή
όχι, εξαρτάται ευθέως από τα κέρδη που προσδοκά να αποκομίσει ο επιχειρηματίας:
«… σε δεδομένη κατάσταση τεχνικής, πόρων και κόστους συντελεστών ανά μονάδα
απασχόλησης, η ποσότητα της απασχόλησης, τόσο σε κάθε μεμονωμένη επιχείρηση και
κλάδο όσο και στο σύνολο, εξαρτάται από την ποσότητα της καθαρής προσόδου που
προσδοκούν οι επιχειρηματίες ότι θα αποκομίσουν από την αντίστοιχη παραγωγή. Οι
επιχειρηματίες θα επιδιώξουν να ορίσουν την ποσότητα της απασχόλησης στο
επίπεδο εκείνο όπου προσδοκούν ότι θα μεγιστοποιήσουν το πλεόνασμα της καθαρής
προσόδου πάνω από το κόστος των συντελεστών». (σελ. 74 – 75). Αν ο
επιχειρηματίας προσδοκά ότι θα πουλήσει μεγάλη ποσότητα προϊόντος, θα
απασχολήσει και αυξημένο προσωπικό κι όσο μικραίνουν οι προσδοκίες του τόσο θα
λιγοστεύουν και οι εργαζόμενοι. Αν οι προσδοκίες εκμηδενιστούν, προφανώς η
επιχείρηση θα κλείσει.
Η συνολική προσφορά του
προϊόντος, που είναι πρόθυμος ο επιχειρηματίας να διαθέσει στην αγορά, είναι
ανάλογη με τις εκτιμήσεις που κάνει σχετικά τις πωλήσεις που μπορεί να έχει. Οι
υψηλές προσδοκίες, που θα αυξήσουν την τιμή της συνολικής προσφοράς της
παραγωγής από την πλευρά του επιχειρηματία, αναπόφευκτα ανεβάζουν και τον
αριθμό των ανθρώπων που θα απασχολούνται στην επιχείρηση. Τη συνάρτηση αυτή της
συνολικής προσφοράς της παραγωγής σε σχέση με τον αριθμό των εργαζομένων που θα
απασχοληθούν ο Κέινς την ονομάζει συνάρτηση συνολικής προσφοράς. Με τον ίδιο τρόπο
ορίζεται και η συνάρτηση συνολικής
ζήτησης,
που αφορά τα καθαρά κέρδη που προσδοκά ο επιχειρηματίας σε σχέση με το μέγεθος
της παραγωγής. Θα λέγαμε ότι η συνάρτηση της συνολικής ζήτησης είναι το μοιραίο
επακόλουθο της προηγούμενης που αφορούσε τη συνολική προσφορά, αφού σε τελική
ανάλυση ο επιχειρηματίας θα απασχολήσει τόσο προσωπικό όσο εκτιμά ότι θα
πουλήσει (συνάρτηση συνολικής προσφοράς), δηλαδή όσο προσδοκά ότι θα κερδίσει ο
ίδιος.
Αυτή τη χρυσή τομή
αναζητά ο εργοδότης, όταν αποφασίζει τον αριθμό των ανθρώπων που θα προσλάβει –
όπως και τον εξοπλισμό, τις κτιριακές υποδομές και οτιδήποτε άλλο χρειάζεται
για να λειτουργήσει μια παραγωγική μονάδα – τη χρυσή τομή όπου η συνάρτηση της
συνολικής προσφοράς θα τέμνεται με τη μέγιστη κερδοφορία: «Έτσι, ο όγκος της
απασχόλησης δίδεται από το σημείο της τομής μεταξύ της συνάρτησης συνολικής
ζήτησης και της συνάρτησης συνολικής προσφοράς». (σελ. 75). Κι αυτό ακριβώς
είναι το σημείο που ο Κέινς ορίζει ως ενεργό ζήτηση: «Η τιμή του D» (ως D
έχουν οριστεί τα καθαρά κέρδη του επιχειρηματία) «στο σημείο της συνάρτησης της
συνολικής ζήτησης, όπου τέμνεται από τη συνάρτηση της συνολικής προσφοράς, θα
αποκαλείται ενεργός ζήτηση». (σελ. 75).
Ο Κέινς έρχεται και πάλι
σε αντίθεση με την κλασική θεωρία: «Από την άλλη πλευρά, η κλασική θεωρία, η
οποία εκφραζόταν κατηγορηματικά στην πρόταση: “η προσφορά δημιουργεί τη δική
της ζήτηση” και η οποία εξακολουθεί να διέπει ολόκληρη την ορθόδοξη οικονομική
θεωρία, στηρίζεται σε μια ειδική υπόθεση ως προς τη σχέση μεταξύ των δυο αυτών
συναρτήσεων». (σελ. 75 – 76). Κι αυτή η υπόθεση κρύβεται ακριβώς στη φράση «η
προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση», που σημαίνει ότι όσο περισσότερο
παράγει κανείς τόσο περισσότερο θα εισπράξει ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς,
όσο αυξάνεται η συνάρτηση συνολικής προσφοράς, με τον ίδιο τρόπο θα αυξάνεται
και συνάρτηση της συνολικής ζήτησης: «Η κλασική θεωρία … υποθέτει ότι η τιμή
της συνολικής ζήτησης (ή οι πρόσοδοι) προσαρμόζεται πάντα στην τιμή της
συνολικής προσφοράς». (σελ. 76).
Κατ’ επέκταση, η αύξηση
της απασχόλησης δεν μπορεί να μην είναι κερδοφόρα, αφού το αυξημένο μέγεθος της
παραγωγής θα απορροφηθεί σίγουρα από την αγορά. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, η
αναζήτηση του σημείου τομής που εξασφαλίζει τη μεγιστοποίηση του επιχειρηματικού
κέρδους (ενεργός ζήτηση) κρίνεται απολύτως περιττή, καθώς πάντα η συνάρτηση της
συνολικής ζήτησης θα προσαρμόζεται στα όρια της συνολικής προσφοράς: «Επομένως,
η ενεργός ζήτηση, αντί να έχει μια μοναδική τιμή ισορροπίας, είναι ένα άπειρο φάσμα
τιμών, που όλες είναι εξίσου παραδεκτές, ενώ ο όγκος της απασχόλησης είναι
απροσδιόριστος εκτός από την περίπτωση στην οποία η οριακή δυσαρέσκεια της
εργασίας θέτει ανώτατο όριο». (σελ. 76). Από εδώ πηγάζει και η στρέβλωση της
κλασικής θεωρίας σχετικά με το ότι ακούσια ανεργία δεν υπάρχει και είναι μόνο η
δυσαρέσκεια των εργαζομένων προς το μισθό που τους προτείνεται που τους κάνει
να μη δουλεύουν.
Η ροπή προς κατανάλωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται
αποκλειστικά ως ποσοτικό μέγεθος, αλλά κι ως αυξητική ή καθοδική τάση.
Ο Κέινς φαίνεται
αδιαπραγμάτευτος: «Αν αυτό ίσχυε, τότε ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματιών
θα οδηγούσε πάντοτε σε επέκταση της απασχόλησης μέχρι του σημείου όπου η
προσφορά της παραγωγής συνολικά παύει να είναι ελαστική, δηλαδή, όπου μια
περαιτέρω αύξηση στην αξία της ενεργού ζήτησης δε θα συνοδεύεται πλέον από
οποιαδήποτε αύξηση της παραγωγής». (σελ. 76). Με άλλα λόγια η συνάρτηση της
συνολικής προσφοράς δε θα μπορούσε πια να παρακολουθήσει το ξέφρενο της
συνάρτησης της ζήτησης λόγω έλλειψης εργατικών χεριών: «Πρόκειται, ουσιαστικά,
για μια κατάσταση που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πλήρης απασχόληση». (σελ.
76).
Όμως, η πλήρης απασχόληση
είναι περισσότερο όνειρο παρά πραγματικότητα. Εξάλλου, η συνθήκη της πλήρους
απασχόλησης θα έκανε τόσο σπάνια τα εργατικά χέρια, που θα αυξανόταν κατακόρυφα
η τιμή της εργασίας, εξέλιξη καθόλου ευχάριστη για τους επιχειρηματίες. Είναι
προφανές ότι οι απαντήσεις της κλασικής οικονομίας δεν μπορούν να καταδείξουν
τις σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα σε όλες τις οικονομικές συνισταμένες.
Για τους κλασικούς η παραγωγή από μόνη της είναι αρκετή, καθώς η κατανάλωση
κρίνεται δεδομένη. Η πραγματικότητα, όμως, δεν τους επιβεβαιώνει. Ο Κέινς
επεξηγεί: «Όταν αυξάνεται η απασχόληση, αυξάνεται το συνολικό πραγματικό
εισόδημα. Η ψυχολογία της κοινωνίας είναι τέτοια ώστε, όταν αυξάνει το συνολικό
πραγματικό εισόδημα, να αυξάνει και η συνολική κατανάλωση, αλλά όχι τόσο όσο το
εισόδημα». (σελ. 77).
Σταδιακά ξεδιπλώνονται οι
λεπτές ισορροπίες που καθορίζουν το οικονομικό γίγνεσθαι: «… οι εργοδότες θα
είχαν ζημιά αν το σύνολο της αυξημένης απασχόλησης αφιερωνόταν στην ικανοποίηση
της αυξημένης ζήτησης για άμεση κατανάλωση. Οπότε, για να είναι δικαιολογημένη
μια οποιαδήποτε ποσότητα απασχόλησης, πρέπει να υφίσταται ένας όγκος τρέχουσας
επένδυσης επαρκής για να απορροφήσει το πλεόνασμα της συνολικής παραγωγής πάνω
από εκείνο που επιλέγει η κοινωνία να καταναλώσει, όταν η απασχόληση βρίσκεται
σε δεδομένο επίπεδο. Αν δεν έχουμε αυτό το μέγεθος επένδυσης, οι εισπράξεις των
επιχειρηματιών θα είναι λιγότερες από εκείνες που απαιτούνται για να
παρακινηθούν και να προσφέρουν τη δεδομένη ποσότητα απασχόλησης». (σελ. 77).
Οι επιχειρηματίες,
δηλαδή, πρέπει να λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τα καταναλωτικά όρια της
κοινωνίας, ώστε να μην τα ξεπερνούν. Μια ευημερούσα αγορά είναι εύκολο να
δημιουργήσει ψευδείς προσδοκίες και να ωθήσει στην υπερπαραγωγή προϊόντων, που
εν τέλει ζημιώνει τους επιχειρηματίες. Το δεδομένο ότι η αύξηση της κατανάλωσης
δεν είναι ευθέως ανάλογη με την αύξηση της απασχόλησης (ή των μισθών), αφού ο
μισθωτός που βρίσκεται με περισσότερο χρήμα στα χέρια (συνήθως) δεν το εξαντλεί
στην κατανάλωση (όσο κι αν την αυξάνει), αλλά ενισχύει την αποταμίευση, θα
πρέπει να κάνει τους επιχειρηματίες περισσότερο επιφυλακτικούς: «… όταν είναι
δεδομένο αυτό που θα ονομάσουμε ροπή της κοινωνίας προς την κατανάλωση, το
επίπεδο ισορροπίας της απασχόλησης, δηλαδή το επίπεδο στο οποίο οι εργοδότες ως
σύνολο δεν έχουν κίνητρο είτε να επεκτείνουν είτε να περιορίζουν την
απασχόληση, θα εξαρτάται από την ποσότητα της τρέχουσας επένδυσης». (σελ. 77).
Αν η τρέχουσα επένδυση ξεπερνά την ενεργό ζήτηση θα πρέπει να μειωθεί η
απασχόληση, ενώ αν υπολείπεται (της ενεργού ζήτησης) θα πρέπει να αυξηθεί (η
απασχόληση).
Οι παράγοντες που
διαμορφώνουν τις οικονομικές ισορροπίες αρχίζουν να ξετυλίγονται: «Η ποσότητα
της τρέχουσας απασχόλησης με τη σειρά της θα εξαρτάται από αυτό που θα
ονομάσουμε παρότρυνση για επένδυση». (σελ. 77). Η παρότρυνση για επένδυση είναι
άμεσα συνυφασμένη με τις προσδοκίες κέρδους του επιχειρηματία. Όμως, το πράγμα
(φυσικά) δεν τελειώνει εδώ: «Η παρότρυνση για επένδυση, όπως θα διαπιστώσουμε,
εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του πίνακα της οριακής αποδοτικότητας του
κεφαλαίου και του συμπλέγματος των επιτοκίων των δανείων ποικίλων λήξεων και
κινδύνων». (σελ. 77). Η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου είναι τα κέρδη που
αποφέρει η επιχείρηση μέσα σε ένα χρονικό διάστημα, ενώ τα επιτόκια καθορίζουν
την αξία του χρήματος σε περίπτωση που κάποιος προχωρήσει σε δανεισμό. Με
δεδομένο ότι ο επιχειρηματίας θα πάρει δάνειο προκειμένου να επενδύσει γίνεται
αντιληπτό ότι η χαμηλή οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου σε συνδυασμό με τα
υψηλά επιτόκια καθιστούν την επένδυση απαγορευτική.
Κατ’ επέκταση, η αύξηση της απασχόλησης δεν μπορεί να μην
είναι κερδοφόρα, αφού το αυξημένο μέγεθος της παραγωγής θα απορροφηθεί σίγουρα
από την αγορά.
Από τη στιγμή που το
επιτόκιο και η οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου καθιστούν συμφέρουσα την
επένδυση είναι η ροπή προς κατανάλωση που θα καθορίσει το ρυθμό της, οπότε «θα
υφίσταται μόνο ένα επίπεδο απασχόλησης, όπου θα επιτυγχάνεται ισορροπία, αφού
κάθε άλλο επίπεδο θα οδηγεί σε ανισότητα μεταξύ της τιμής της συνολικής
προσφοράς της παραγωγής και της τιμής της συνολικής ζήτησης. Το επίπεδο αυτό
δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από την πλήρη απασχόληση…». (σελ. 77). Για να
φτάσουμε στο τελικό συμπέρασμα: «Η ροπή προς κατανάλωση και ο ρυθμός της νέας
επένδυσης προσδιορίζουν μεταξύ τους τον όγκο της απασχόλησης, και ο όγκος της
απασχόλησης σχετίζεται μοναδικά με δεδομένο επίπεδο πραγματικών μισθών – κι όχι
αντίστροφα». (σελ. 79 – 80). Η άποψη της κλασικής θεωρίας ότι η δυσαρέσκεια της
εργασίας (δηλαδή η άρνηση των εργαζομένων να προσφέρουν υπηρεσίες κάτω από ένα
μισθολογικό όριο) έχει την αποκλειστική ευθύνη για τον όγκο της εργασίας
καταρρίπτεται συθέμελα.
Ο δείκτης που ορίζει η
τιμή της ενεργούς ζήτησης είναι απολύτως καθοριστικός για την πορεία της
οικονομίας, αφού οι επενδύσεις (και κατ’ επέκταση η απασχόληση) εξαρτώνται από
αυτόν. «Η απλή ύπαρξη κάποιας ανεπάρκειας της ενεργού ζήτησης μπορεί να
οδηγήσει, και συχνά οδηγεί, την αύξηση της απασχόλησης σε στασιμότητα … Η
ανεπάρκεια της ενεργού ζήτησης θα ανακόψει τη διαδικασία της παραγωγής, παρά το
γεγονός ότι η αξία του οριακού προϊόντος της εργασίας υπερβαίνει ακόμη την αξία
της οριακής δυσαρέσκειας της απασχόλησης». (σελ. 80). Βρισκόμαστε στη στιγμή,
όπου μια πλούσια χώρα αρχίζει και παθαίνει μικρά οικονομικά εμφράγματα, τα
οποία δεν είναι ακόμη ορατά. Σταδιακά η κατάσταση επιδεινώνεται, η παραγωγή
γίνεται όλο και λιγότερο συμφέρουσα και η απασχόληση συρρικνώνεται. Μια εύρωστη
οικονομικά κοινωνία είναι πολύ επιρρεπής σε μια τέτοια εξέλιξη: «Σε μια πλούσια
κοινωνία όχι μόνο είναι πιο αδύναμη η οριακή ροπή προς κατανάλωση, αλλά λόγω
του ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι ήδη μεγαλύτερη, οι ευκαιρίες για
περαιτέρω επένδυση είναι λιγότερο ελκυστικές, εκτός εάν το επιτόκιο πέσει με
επαρκώς ταχύ ρυθμό». (σελ. 80).
Η ροπή προς κατανάλωση
δεν πρέπει να εκλαμβάνεται αποκλειστικά ως ποσοτικό μέγεθος, αλλά κι ως
αυξητική ή καθοδική τάση. Σε μια πλούσια κοινωνία οι κάτοικοι μπορεί να
καταναλώνουν περισσότερα απ’ ότι σε μια φτωχή, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να
υπάρξει αυξητική τάση. Η παραγωγή της πλούσιας χώρας, που έχει τις δυνατότητες
να ανταποκριθεί στις καταναλωτικές της απαιτήσεις, σταδιακά φτάνει σ’ ένα
σημείο που δεν μπορεί να επεκταθεί περισσότερο. Οι δυνατότητες επέκτασης που
αποκτά, συμβάλλει στην παραγωγή προϊόντων που είναι αδύνατο να καταναλωθούν
προκαλώντας ζημιογόνο απολογισμό. Η δυνητικές δυνατότητες παραγωγής οφείλουν να
μείνουν παροπλισμένες, αφού βέβαια περάσει ένα διάστημα, ώσπου να γίνει
απολύτως σαφές ότι υπάρχει τέτοια πληθώρα αγαθών που υπερβαίνει τις δυνατότητες
της κατανάλωσης. Η αντίστροφη μέτρηση της οικονομίας έχει αρχίσει: «… όσο
πλουσιότερη είναι η κοινωνία τόσο ευρύτερο θα είναι το χάσμα μεταξύ πραγματικής
και δυνητικής παραγωγής και, επομένως, τόσο εμφανέστερα και υπερβολικά θα είναι
τα μειονεκτήματα του οικονομικού συστήματος». (σελ. 80).
Κι αν αυτό δεν επαρκεί ο
Κέινς θα συμπληρώσει: «Μια φτωχή κοινωνία θα έχει την τάση να καταναλώνει ένα
κατά πολύ μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής της, ώστε μια πολύ μέτρια επένδυση να
είναι επαρκής για να δημιουργηθεί πλήρης απασχόληση, ενώ μια πλούσια κοινωνία
θα πρέπει να ανακαλύψει πολύ μεγαλύτερες ευκαιρίες επένδυσης για να είναι οι
αποταμιευτικές τάσεις των πλουσιότερων μελών της συμβατές με την απασχόληση των
φτωχότερων μελών της». (σελ. 80). Με άλλα λόγια η επένδυση σε μια φτωχή χώρα
κρίνεται αποδοτικότερη ακριβώς γιατί δεν είναι κορεσμένη καταναλωτικά. Η
ενεργός ζήτηση είναι υψηλή κι αυτή είναι η απαρχή της οικονομικής άνθησης. Στην
πλούσια χώρα το μπλοκάρισμα της παραγωγής μπορεί να επιφέρει απολύσεις, τη
στιγμή που τα προϊόντα βρίσκονται σε τεράστια αφθονία: «Η ανάλυση αυτή μας
δίδει μια εξήγηση του παράδοξου της φτώχειας εν μέσω αφθονίας». (σελ. 80). Η
φτωχή χώρα βρίσκεται στην αρχή του οικονομικού κύκλου και θα προχωρήσει, ενώ η
πλούσια στο τέλος και θα συρρικνωθεί.
Αυτός είναι ο λόγος που
για τον Κέινς η οικονομία κάνει κύκλους, βρίσκεται δηλαδή σε κυκλική κίνηση:
«Με τον όρο κυκλική κίνηση θεωρούμε ότι καθώς
προοδεύει το σύστημα, παραδείγματος χάριν, σε ανοδική κατεύθυνση, οι δυνάμεις
που το ωθούν ανοδικά στην αρχή συγκεντρώνουν ισχύ και έχουν σωρευτική επίδραση
η μία επί της άλλης, αλλά βαθμιαία χάνουν την ισχύ τους έως ότου, σε ένα
ορισμένο σημείο, τείνουν να αντικατασταθούν από δυνάμεις που δρουν προς την
αντίθετη κατεύθυνση». (σελ. 336). Και συμπληρώνει: «… υπάρχει ένας
αναγνωρίσιμος βαθμός κανονικότητας στη χρονική αλληλουχία και διάρκεια των
ανοδικών και καθοδικών κινήσεων». (σελ. 336).
Κατόπιν αυτών η άποψη της
κλασικής οικονομίας – θεμέλιο της θεωρίας του Ρικάρντο – ότι η συνάρτηση της
συνολικής ζήτησης (κέρδος του επιχειρηματία) είναι κάτι που μπορεί να
παραβλεφθεί, καθώς δεν επηρεάζει τα οικονομικά τεκταινόμενα κρίνεται
παιδαριώδης: «Η ιδέα ότι σίγουρα μπορούμε να παραβλέψουμε τη συνάρτηση της
συνολικής ζήτησης είναι θεμελιώδης στη ρικαρντιανή οικονομική – μια ιδέα πάνω
στην οποία στηρίζεται ό,τι έχουμε διδαχτεί επί έναν και πλέον αιώνα». (σελ.
81).
Η ροπή προς κατανάλωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται
αποκλειστικά ως ποσοτικό μέγεθος, αλλά κι ως αυξητική ή καθοδική τάση.
Για τον Κέινς είναι τόσο
παράλογο που επικράτησε μια τέτοια αντίληψη, που μπαίνει στον πειρασμό να δώσει
κι ερμηνεία: «Η πληρότητα της ρικαρντιανής νίκης είναι περίεργη και
μυστηριώδης. Πρέπει να οφείλεται σε ένα σύνολο προσαρμογών της θεωρίας στο
περιβάλλον στο οποίο προβαλλόταν. Το γεγονός ότι έφτασε σε συμπεράσματα εντελώς
διαφορετικά από τις προσδοκίες του συνηθισμένου, απαίδευτου ατόμου, υποθέτω πως
ενίσχυσε το πνευματικό της κύρος. Το ότι η διδασκαλία της, μεταφρασμένη σε
πρακτική, ήταν αυστηρή και συχνά άτεγκτη, της προσέδωσε αίγλη. Το ότι
προσαρμόστηκε για να φέρει μια τεράστια και συνεπή λογική υπερδομή, της
προσέδωσε ομορφιά. Το ότι μπορούσε να εξηγήσει μεγάλο μέρος της κοινωνικής
αδικίας και της προφανούς σκληρότητας ως αναπόφευκτης συνέπειας της προόδου,
θεωρώντας ότι η απόπειρα μεταβολής των πραγμάτων αυτών είναι πιθανό να
προκαλέσει συνολικά περισσότερη ζημιά παρά καλό, την έκανε αρεστή στις Αρχές.
Το ότι δικαίωνε τις ελεύθερες δραστηριότητες του ατομικού καπιταλιστή
εξασφάλισε την υποστήριξη της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης πίσω από την
εξουσία». (σελ. 81 – 82).
Τζον Μέιναρντ Κέινς: «Η
Γενικής Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος», εκδόσεις Παπαζήση,
για λογαριασμό της εφημερίδας «Το Βήμα», Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.
Ε., Αθήνα 2010.
ΠΗΓΗ: eranistis
Δεν υπάρχουν σχόλια: