Πατρίς Λουμούμπα: Ο κονγκολέζος ριζοσπάστης πολιτικός και «Μαύρος Άγιος» του Ρίτσου


Ο κονγκολέζος πολιτικός Πατρίς Λουμούμπα γεννήθηκε στο χωριό Οναλούα της επαρχίας ΚασάΪ του τότε Βελγικού Κονγκό. Φοίτησε σε ιεραποστολικά σχολεία και εργάστηκε ως ταχυδρομικός υπάλληλος στην πρωτεύουσα Λεοπολντβίλ (τη σημερινή Κινσάσα) και στη Στάνλεϊβιλ (το σημερινό Κισάνγκανι).


Παράλληλα ο Λουμούμπα δημοσίευε άρθρα και ποιήματα σε κονγκολέζικα έντυπα. Διάβαζε επίσης ευρωπαίους συγγραφείς, από τους Διαφωτιστές του 18ου αιώνα, τον Βολταίρο και τον Ρουσό, ως τον Μολιέρο, τον Ουγκό, τον Μαρξ και τον Σαρτρ.

Από νωρίς ο Λουμούμπα έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την πολιτική, η οποία, την εποχή εκείνη στο Κονγκό, επικεντρωνόταν γύρω στο αίτημα για εθνική ανεξαρτησία. Με την κατάρρευση του παγκόσμιου αποικιοκρατικού συστήματος, η οποία ακολούθησε το τέλος του B´ Παγκοσμίου Πολέμου, αναπτύχθηκε και στο Κονγκό εθνικοαπελευθεροτικό-αντιαποικιακό κίνημα, του οποίου ο Λουμούμπα δεν άργησε να γίνει ένας από τους κυριότερους και συνεπέστερους εκπροσώπους.

Το Κονγκό τελούσε υπό βελγική κυριαρχία από το 1885, όταν η Διάσκεψη του Βερολίνου θέλησε να βάλει τάξη στον άγριο ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την εκμετάλλευση του πλούτου της Αφρικής. H Διάσκεψη «δώρησε», με τη μορφή προσωπικής του ιδιοκτησίας, στον βασιλιά Λεοπόλδο B’ του Βελγίου το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό, όπως ονόμασαν την περιοχή δηλαδή νοτίως του ποταμού Κονγκό, η οποία είχε ογδόντα φορές την έκταση της χώρας του.


Βασανιστήρια και ακρωτηριασμοί

Ο Λεοπόλδος επειγόταν να αποκομίσει κέρδη και αυτή του η σπουδή δημιουργούσε ανάγκη για άφθονα εργατικά χέρια. Τα μέσα που μετέρχονταν οι πράκτορές του για να στρατολογούν τους ντόπιους πληθυσμούς για καταναγκαστική εργασία ήταν απάνθρωπα και συχνά σε αυτά περιλαμβάνονταν βασανιστήρια και ακρωτηριασμοί.

H κατάσταση αυτή, συνδυασμένη με το κίνητρο της εμπορικής αντιζηλίας, προκάλεσε τη δυσφορία των άλλων αποικιοκρατικών δυνάμεων, οι διαμαρτυρίες των οποίων οδήγησαν στη μεταβολή του καθεστώτος του Κονγκό και στη μετατροπή του το 1908 σε βελγική αποικία. H μεταβολή δεν σήμανε ιδιαίτερη βελτίωση του τρόπου διαβίωσης των γηγενών, οι εξεγέρσεις των οποίων ήταν συχνές αλλά καταπνίγονταν πάντοτε με τον σκληρότερο τρόπο.

Παρ’ όλα αυτά ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν το παγκόσμιο αποικιοκρατικό σύστημα κλονιζόταν παντού, η βελγική κυβέρνηση δεν έδειχνε καμία διάθεση να εξετάσει το ενδεχόμενο της ανεξαρτησίας του Κονγκό, διατεινόμενη ότι όλα πήγαιναν θαυμάσια στην αποικία της. Οι Αφρικανοί ωστόσο είχαν διαφορετική γνώμη και το εθνικιστικό κίνημά τους φούντωνε ολοένα.

Το 1958 ο Λουμούμπα έχοντας βγει από τη φυλακή, όπου είχε μείνει έναν χρόνο με την κατηγορία ότι είχε καταχραστεί χρήματα όταν εργαζόταν στην ταχυδρομική υπηρεσία, ίδρυσε το Εθνικό Κονγκολέζικο Μέτωπο, το πρώτο κόμμα που αγκάλιαζε όλη την αποικία, απαλλαγμένο από τους τοπικιστικούς περιορισμούς άλλων ομάδων που εξέφραζαν τις επί μέρους φυλές που αποτελούσαν τον πληθυσμό του Κονγκό.

Δύο μήνες αργότερα ως πρόεδρος του EKM ο Λουμούμπα πήρε μέρος στην πρώτη Διάσκεψη των Λαών της Αφρικής στην Ακρα της Γκάνας. Εκεί ήλθε σε επαφή με εθνικιστές ηγέτες από όλη την Αφρική, όπως ο Κβάμε Νκρούμα της Γκάνας και ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ της Αιγύπτου, και οι αντιλήψεις του προσέλαβαν τον τελικό μαχητικό χαρακτήρα τους. Ο Λουμούμπα αναδείχθηκε ηγέτης του τμήματος εκείνου του αντιαποικιακού κινήματος που οραματιζόταν ένα ελεύθερο Κονγκό με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, ενώ μια άλλη παράταξή του με επικεφαλής τον Ζοζέφ Καζαβούμπου ήταν υπέρ της ομοσπονδιακής μορφής του μελλοντικού ελεύθερου κράτους.

H αιφνιδιαστική ανεξαρτησία

Υπό την πίεση του εθνικοαπελευθεροτικού κινήματος η βελγική κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά να υιοθετήσει διαλλακτική στάση. Το 1959 πρότεινε σχέδιο βάσει του οποίου το Κονγκό θα αποκτούσε βαθμιαία την ανεξαρτησία του. Αντιλαμβανόμενοι την πρόθεση των Βέλγων να εξασφαλίσουν, κατά τη διαδικασία, τη δημιουργία κράτους που θα παρέμενε υποχείριό τους, οι εθνικιστές ηγέτες απέρριψαν το σχέδιο. Ξέσπασαν διαμαρτυρίες που οι βελγικές αρχές, κατά τη συνήθειά τους, τις έπνιξαν στο αίμα, με αποτέλεσμα 30 νεκρούς. Ο Λουμούμπα συνελήφθη και φυλακίστηκε ως υποκινητής των ταραχών.

Τον Δεκέμβριο του 1959 έγιναν τοπικές εκλογές. Το EKM πήρε τελικά μέρος σε αυτές και κατήγαγε περιφανή νίκη: στη Στάνλεϊβιλ απέσπασε το 90% των ψήφων. Απέναντι σε αυτή την εξέλιξη οι Βέλγοι συγκάλεσαν στις Βρυξέλλες διάσκεψη των εκπροσώπων όλων των τάσεων του εθνικιστικού κινήματος. Το EKM αρνήθηκε να συμμετάσχει όσο ο πρόεδρός του βρισκόταν στη φυλακή. Οι Βέλγοι αναγκάστηκαν να τον αποφυλακίσουν. Ο Λουμούμπα ταξίδεψε αεροπορικώς στις Βρυξέλλες και οι Βέλγοι ανακοίνωσαν αιφνιδίως την απόφασή τους να παραχωρήσουν στο Κονγκό την ανεξαρτησία του.

Στις 30 Ιουνίου 1960 ανακηρύχθηκε η ανεξάρτητη Δημοκρατία του Κονγκό. Στις εκλογές που είχαν διεξαχθεί τον Μάιο το EKM αναδείχθηκε πρώτο με μεγάλη διαφορά από τα υπόλοιπα κόμματα, τα οποία ήταν ουκ ολίγα. Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διάφορες πλευρές για να εμποδιστεί η άνοδός του στην εξουσία, στις 23 Ιουνίου ο Λουμούμπα έγινε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε ο Καζαβούμπου.

H νεαρή Δημοκρατία στο χάος

Ραγδαίες αρνητικές εξελίξεις δεν επέτρεψαν στη νεαρή Δημοκρατία να αναπτυχθεί ειρηνικά. Τον Ιούλιο μονάδες του κονγκολέζικου στρατού εξεγέρθηκαν κατά των βέλγων αξιωματικών τους. Οι βελγικές αρχές απομάκρυναν όλους τους Ευρωπαίους χάρη στους οποίους λειτουργούσε ως τότε η χώρα: τεχνικούς, επαγγελματίες, διοικητικούς υπαλλήλους. Ταυτόχρονα σχεδόν ο Μοΐζ Τσόμπε, αρχηγός κόμματος που επεδίωκε την ομοσπονδιοποίηση του Κονγκό, με τη βοήθεια των Βέλγων κήρυξε ανεξάρτητη την πλούσια σε μεταλλεύματα και κυρίως σε ουράνιο επαρχία της Κατάνγκας.

H νεαρή Δημοκρατία, με το ανεκπαίδευτο και άπειρο διοικητικό προσωπικό, με τον απείθαρχο στρατό, τις αντικρουόμενες φιλοδοξίες των ηγετών της και τις υπονομευτικές ενέργειες των ξένων, περιέπεσε σε κατάσταση χάους. Το Βέλγιο έστειλε στρατό στο Κονγκό με πρόσχημα την προστασία των εκεί υπηκόων του, στην πραγματικότητα όμως για να ενισχύσουν τον Τσόμπε και τον στρατό του που τον αποτελούσαν κυρίως λευκοί μισθοφόροι.

Μόνος ο Λουμούμπα, εμπνεόμενος πάντα από το όραμα της ειρήνης, της προόδου και της ενότητας του Κονγκό, προσπαθούσε να διορθώσει τα πράγματα. Υστερα από αίτημά του ο ΟΗΕ έστειλε στο Κονγκό ειρηνευτική δύναμη, η οποία όμως δεν πρόσφερε βοήθεια στο πρόβλημα της απόσχισης της Κατάνγκας. Τότε ο Λουμούμπα απευθύνθηκε για βοήθεια στη Σοβιετική Ενωση. Αν και ουδέποτε υπήρξε κομμουνιστής, με αυτή του την ενέργεια ο Λουμούμπα σφράγισε το πεπρωμένο του. Ηδη αντιπαθής στους δυτικούς λόγω της μαχητικής πατριωτικής στάσης του, άρχισε πλέον να θεωρείται και επικίνδυνος.

Σύλληψη και δολοφονία

Τον Σεπτέμβριο του 1960 ο Καζαβούμπου απέλυσε τον Λουμούμπα. Λίγες ημέρες αργότερα ο αρχηγός του επιτελείου συνταγματάρχης Ζοζέφ Μομπούτου ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Καζαβούμπου, αλλά οι δύο δεν άργησαν να συμβιβαστούν.

Την 1η Δεκεμβρίου 1961 άνδρες του Μομπούτου συνέλαβαν τον Λουμούμπα και τον παρέδωσαν στο καθεστώς της Κατάνγκας. Εκεί ο Λουμούμπα υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διάφορες πλευρές για την απελευθέρωσή του, στις 17 Ιανουαρίου θανατώθηκε μαζί με δύο συντρόφους του.

Ο θάνατος του Λουμούμπα προκάλεσε συγκίνηση στη διεθνή κοινή γνώμη, μεγάλο μέρος της οποίας τον περιέβαλλε με συμπάθεια και θαυμασμό. Αργότερα οι ίδιοι οι εχθροί του τον ανακήρυξαν «εθνικό ήρωα».

η σύλληψη του Λουλούμπα. Τον δένουν πισθάγκωνα.

Τον Φεβρουάριο του 2002 η βελγική κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι φέρει «αναμφισβήτητα μέρος της ευθύνης για τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατο του Λουμούμπα».

Τον Ιούλιο του 2002 έγγραφα που δημοσιοποίησε η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποκάλυψαν ότι η CIA έπαιξε ρόλο στη δολοφονία του Λουμούμπα, βοηθώντας τους αντιπάλους του με χρήματα και πολιτική υποστήριξη, και στην περίπτωση του Μομπούτου με όπλα και στρατιωτική εκπαίδευση. Αντίστοιχες κατηγορίες απευθύνθηκαν και στην Αγγλία (Μ16).
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Το Βήμα»

Σχετικά με την εμπλοκή της CIA στην σύλληψη και δολοφονία του Λουλούμπα περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ


Συγκλονισμένος από τη δολοφονία του Λουμούμπα ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ο Μαύρος Άγιος» :

Άρπαξαν το χρυσάφι σου και σου ’δωσαν
χάντρες και καθρεφτάκια…
Μες στη φωτιά και στο συναγερμό και
σ’ όνειρα θολά και μπερδεμένα
Ξεσπούσες σε τραγούδια πόνου απλά και
δίχως λόγια…
Μουσική, εσύ μας βοήθησες.
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ
I
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ – ένα μεγάλο κάτασπρο γέλιο μες στη νύχτα
            του προσώπου σου,
στη νύχτα του λάου σου, στη νύχτα της χώρας σου –
ένα άσπρο γέλιο – λάμπιζε στα τζάμια των φτωχόσπιτων,
στα χείλη των μαύρων μανάδων, των μαύρων παιδιών,
όπως η αυγή πίσω απ’ τα δάση ή πίσω απ’ τα βουνά του κάρβουνου,
άσπρο σαν το χεροσφίξιμο δυο μαύρων χεριών
άσπρο σαν την απόφαση της ελευθερίας
άσπρο σαν τη δύναμη της αδελφοσύνης.
Πάτρις Λουμούμπα, είχες δει τα κομμένα χέρια των αδελφών σου
διατηρημένα στ’ αλάτι μέσα στα κοφίνια των αφεντάδων,
είχες δει τη λάμψη απ’ τα διαμάντια σας να φωτίζει ξένα συμπόσια,
είχες δει το χρυσάφι της χώρας σου να γεμίζει τα όπλα των δολοφόνων
            της χώρας σου.
Είχες δει το αίμα και τα σίδερα, και τ’ άστρα πίσω απ’ τα σίδερα.
Είχες δει τα μικρά καθρεφτάκια να συγκεντρώνουν τις αχτίνες του ήλιου
και να τις ρίχνουν καταπρόσωπο στ’ αδέρφια σου, τυφλώνοντας
            τ’ αδέρφια σου.
Κι είχες δει τη μορφή του Ιησού μες σ’ ένα καθρεφτάκι
να κλαίει με μαύρα δάκρυα τυφλωμένη απ’ τους εμπόρους του λόγου Του.
Είχες ακούσει το ταμ-ταμ κάτω απ’ τα δάση σε κωφάλαλες νύχτες,
μια μουσική χωρίς λόγια – κύμα το κύμα, καθάριος ρυθμός,
να ’ρχεται και να φεύγει, ν’ ανεβαίνει, να μακραίνει
ήχος μονάχα και ρυθμός μες στα δάση του λάου σου –
Κύμα το κύμα η μυστική παλίρροια μες στο μαγνητικό σκοτάδι,
χωρίς λόγια ρυθμός – ο ρυθμός του αίματος
ρυθμός που συδαυλίζει το αίμα
ρυθμός που ανάβει το άσπρο φεγγάρι πάνω απ’ τα κύματα του σκοταδιού
            και των δέντρων
ρυθμός που ανάβει ένα κάτασπρο γέλιο στα κατάμαυρα χείλη –
Γιατί ο ρυθμός του αίματος βαδίζει πάντα κατευθείαν προς την ελευθερία.
II
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ, άλλο δεν είχες από ’να άσπρο γέλιο μπροστά
            σ’ όλο το μαύρο
μπροστά σ’ όλο το μαύρο του θανάτου, σ’ όλο το μαύρο της αδικίας –
ένα άσπρο γέλιο σαν τη θέληση της δικαιοσύνης,
άσπρο-άσπρο, συναγμένο σπόρο-σπόρο απ’ την καρδιά του λαού σου
όπως συνάζουμε απ’ τα σκόρπια αστέρια μιας απέραντης νύχτας
την άσπρη ανάμνηση, την άσπρη αναμονή, την άσπρη περηφάνια
την άσπρη δύναμη της καλής μάχης άντικρυ σ’ όλους τους άσπρους
            δολοφόνους
άντικρυ σ’ όλες τις μαύρες δυστυχίες.
Πάτρις Λουμούμπα – ένα άσπρο γέλιο στη νύχτα του λαού σου.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου.
Πάνω στο γέλιο σου σημάδευαν την καρδιά της Αφρικής. Πολύ γελούσες,
            Πάτρις Λουμούμπα.
Πολύ πίστευες στη δικαιοσύνη των αδικημένων. Έδινες στόχο,
            Πάτρις Λουμούμπα.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου. Φυλάξου, Πάτρις, σου
            φωνάζαμε.
Φυλάξου, αδελφέ μας, σου φωνάζαμε.
Φύλαξε το γέλιο του λαού σου. Φύλαξέ μας το.
Εσύ, πολύ πίστευες στην ελευθερία, πολύ γελούσες, μαύρε αδελφέ μας.
            Και σε σκότωσαν.
Πάτρις Λουμούμπα, σε σκότωσαν γιατί πολύ αγαπούσες να γελούν
            τα μαύρα αδέρφια σου
ένα άσπρο γέλιο κατάντικρυ σ’ όλες τις νύχτες. Και σε σκότωσαν.
Ένα άσπρο γέλιο, Πάτρις Λουμούμπα, – αυτό δεν το σκότωσαν.
Δεν μπόρεσαν, Πάτρις Λουμούμπα.
Δε σκότωσαν τ’ άσπρο σου γέλιο, την άσπρη σου πίστη, την άσπρη σου
            δύναμη,
την πίστη στ’ άσπρο γέλιο πάνω σ’ όλα τα πικραμένα στόματα.
Πάτρις Λουμούμπα, δε σκοτώθηκε το γέλιο σου, – μεγάλα ποτάμια
από άσπρο φως κατηφορίζουν μες στη νύχτα των μαύρων. Καλημέρα,
            αδελφέ μας –
μεγάλα άσπρα μαχαίρια απ’ το γέλιο σου μπήγονται
στις μαύρες καρδιές των άσπρων δολοφόνων. Καλημέρα,
            Πάτρις Λουμούμπα,
το άσπρο σου γέλιο ανατέλλει ασημάδευτο πάνω απ’ τη μαύρη σου χώρα
μέσα σ’ όλες τις ετοιμόρροπες νύχτες των ξυπνημένων σκλάβων.
Πάτρις Λουμούμπα, τ’ άσπρο σου γέλιο, το εύστοχο, τραβάει απόψε για
            την Αφροδίτη.
III
ΞΥΠΟΛΥΤΑ ΠΟΔΙΑ σε πορεία – δε φαίνονται πρόσωπα,
σα μια φωτογραφία παρέλασης κομμένη κάτω απ’ τη μέση –
πόδια ξυπόλυτα, πόδια βαρύγδουπα, σηκώνοντας σύγνεφα σκόνη, πόδια
            κατάμαυρα,
ζυμώνοντας το χώμα με το αίμα – σύγνεφα φωτιά – προχωρείτε –
πορεία πείνας, πορεία εξέγερσης, απεργία θανάτου,
παρέλαση, διαδήλωση – πορεία μαρτυρίου – δε φαίνεται τίποτα –
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια απ’ τις πληγές και το δρόμο,
πόδια κομμένα, πόδια στρεβλωμένα, πόδια αγονάτιστα,
τα πόδια του μικρού Ρολάν, τα πόδια της Πωλίν,
τα πόδια των νεκρών, τα πόδια των νεκρών, των σκοτωμένων,
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος της φυλής Λιγκάλα
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος αιώνων
ζυμώνοντας τη γη σιωπηλά με το αίμα τού Πάτρις, φτιάχνοντας
ένα πελώριο κόκκινο ψωμί για το στόμα τού κόσμου –
Τρέχτε, προφτάστε, ξυπόλυτα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
πατήστε τους μεταμφιεσμένους βόες, πατήστε τα κουφάρια των
            Δι­πλωματών –
(α, κύριοι Διπλωμάτες, πολύ σας πάει ν’ αναφέρεσθε σ’ ένα ποίημα,
πολύ σας πάει – χαμόγελο της χυδαιότητας πίσω απ’ τους άσπρους
            δουλεμένους τρόπους,
ακονισμένη ευγένεια της οχιάς, ψυχρό μελετημένο μίσος,
μεθοδικό έγκλημα, έγκλημα, έγκλημα) – πώς μπορείτε ακόμη να
            σωπαίνετε
ποιήματα, υπόδουλοι της σιωπής, συνένοχοι της σιωπής,
μελετημένα λόγια του τίποτα, μελετημένες χειρονομίες του τίποτα,
αστεία προσωπεία, τραγικά προσωπεία που πίσω απ’ τα μεγάλα κούφια
            μάτια σας
σπιθοβολάει αυτάρεσκα το άδειο – στο διάολο, στο διάολο, στο διάολο.

Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια, πληγιασμένα, ροζιασμένα,
σπάστε τις πόρτες, σπάστε τα κάγκελα των αποικιοκρατών, συντρίφτε
τα κεφάλια των ευγενών Διπλωματών, τα κεφάλια
των μαύρων Τσόμπε, των άσπρων Τσόμπε – προχωρείτε, προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
τρέχτε, προφτάστε, μαύρα πόδια, ματωμένα πόδια, τρέχτε,
ζυμώνοντας τη γη σ’ ένα ψωμί – προχωρείτε, προχωρείτε,
σπάστε τις μεγάλες τζαμόπορτες που πίσω τους οι αναίσχυντοι χωνεύουν
            τον ιδρώτα σας.
χαράχτε με τα συντριμμένα κρύσταλλα τα μαύρα μάγουλα του 
            τραγουδιού μου
τώρα που οι χαρακιές ασπρίζουν στης Πωλίν τα μάγουλα απ’ τον πόνο.
Τρέχτε, λοιπόν, σπάστε τα τζάμια του ήλιου, σπάστε τα
κι εξορύχτε τα μάτια του τραγουδιού μου με τα σπασμένα τζάμια
για να μη βλέπει τη ντροπή του αιώνα μας. Τρέχτε. Προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
ζυμώστε το χώμα με το αίμα τού Πάτρις –
το χώμα των τάφων είναι φρέσκο – κάνει για σταμνιά, για σπίτια,
            για σχολεία,
βασανισμένα πόδια, αδελφικά μας πόδια, προχωρείτε.
IV
ΤΑΜ - ΤΑΜ, ταμ - ταμ – μέσα στα δάση, μέσα στα σπήλαια,
            μες στα ορυχεία,
κάτω απ’ την κοιλιά των αλόγων, κάτω απ’ τις μασκάλες της νύχτας –
            ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
τα μάτια των ζώων πίσω απ’ τα κλαδιά της νύχτας – ταμ - ταμ –
το φώσφορο του τρόμου πυκνωμένο, μ’ ένα μικρό μαύρο σταυρό στην
            κόρη του ματιού – ταμ - ταμ –
και το ταμπούρλο του φεγγαριού – καλά τεντωμένο το κίτρινο πετσί
            – ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
πιο γοργός ο ρυθμός, πιο γοργός, πιο γοργός, – προχωρείτε,
προχωρείτε σκλάβοι κάτω απ’ τη νύχτα του πετσιού σας
κάτω απ’ το πετσί της νύχτας – ταμ - ταμ - ταμ. Κι ό Πάτρις
γυμνός, απέραντος, αόρατος, πανίσχυρος
νύχτα μέσα στη νύχτα
με το ταμπούρλο τού φεγγαριού κρεμασμένο στο λαιμό του
με το ταμπούρλο του φεγγαριού πάνω στα νεφρά του
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας με τα δυο γιγάντια χέρια του
μπροστολάτης – ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας το εγερτήριο
μες στη μεγάλη νύχτα των σκλάβων – ταμ -ταμ - ταμ –
κι η νύχτα μ’ όλο της το τρίχωμα ανατριχιασμένο
σαν πελώριος σκαντζόχοιρος, στριμώχνοντας
στον τοίχο του κοιμητηρίου τους δολοφόνους - γυμνοσάλιαγκες – άκου,
             άκου –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ –προχωρείτε, προχωρείτε.
V
ΣΩΠΑ, ΣΩΠΑ. Τίποτα. Φώναξε, φώναξε. Τίποτα.
Δε φτάνει η σιωπή. Δε φτάνει ή φωνή. Δε φτάνει, σου λέω, το μαχαίρι.
Έχεις ένα σπίρτο; Κάψε τα ποιήματα. Βάλε φωτιά στο σώμα σου
να καίγεσαι όρθιος, να μυρίζεσαι το λίπος σου που λιώνει, να μυρίζεσαι
το κερί πού λιώνει – το κερί συγκεντρωμένο απ’ όλες τις κερήθρες των
            αιώνων,
το κερί που ’χει αδειάσει απ’ όλο το μέλι των αιώνων –
Γυμνό κερί – μια λαμπάδα με χίλια φιτίλια,
Όρθια λαμπάδα μπρός στα μάτια των δολοφόνων, καίγοντας τα
            ματόκλαδα των δολοφόνων,
καίγοντας τους βολβούς τών δολοφόνων,
Όρθια λαμπάδα ανάβοντας το απέραντο φιτίλι
διακλαδωμένο κάτω απ’ όλα τα πτώματα των σκλάβων
κάτω απ’ όλους τους τάφους
μέσα σ’ όλο το σφιχτοκλεισμένο δυναμίτη της οργής
κάτω απ’ όλα τα βουνά της αδικίας. Ένα σπίρτο; Η λαμπάδα. Το φι­τίλι.
            Ο δυναμίτης. Πυρ.

Ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – προχωρείτε,
            προχωρείτε.
VI
Ο ΠΑΤΡΙΣ ΗΤΑΝ όμορφος σαν το βέβαιο ξημέρωμα πίσω απ’ τα
            κα­μένα σπίτια
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν τον αλογάριαστο έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν το αδίσταχτο χρέος
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την ολόκληρη πράξη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την αδιάλλακτη δικαιοσύνη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρθιος ολόγυμνος άντρας λίγο πριν
            απ’ τον έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν άγαλμα από μπρούντζο,
Όμορφος – τίποτα’ άλλο – ένα άγαλμα του ανθρώπου πριν πεθάνει
            ο άνθρωπος,
ένα άγαλμα όπου δεν πεθαίνει ό άνθρωπος. Πλύντε το σώμα του
παραδομένο τώρα στη ζωή και στο θάνατο – ολόκληρο· – προσέχτε
όταν σκουπίζετε το στόμα του μην του αφαιρέσετε
το φιλί, τη σιωπή, το χαμόγελο.
                                                        Μέσα στη νύχτα
του χρόνου και τού σώματος του, ανάφτε τα τσιγάρα σας
και ρουφώντας βαθιά, όπως την ώρα της οδύνης,
όπως την ώρα της αναμονής, όπως την ώρα
της μαζικής οργής και της ομαδικής απόφασης,
φωτίστε τον ολόκληρο με τα τσιγάρα σας, όπως οι αστραπές της άνοιξης
φωτίζουν τα μεγάλα δάση και τις πέτρινες οροσειρές. Φωτίστε τον.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σα σκοτεινή οροσειρά όπου καταφεύγουν
οι στρατιώτες της ελευθερίας την παραμονή της μεγάλης επίθεσης.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρκος που δόθηκε για πάντα στο λαό – τόσο
            όμορφος
ο Μαύρος Άγιος με το άσπρο χαμόγελο.
VII
ΑΠΟΨΕ ο Μαύρος Άγιος στα δεξιά του Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ’ ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:
«Το αίμα που εχύθη απ’ τις πληγές και των δυο μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη, κάτω απ’ τα ίδια
            αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε, – όχι μαύρο, όχι άσπρο – κόκκινο χρώμα,
            Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ο Χριστός ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Αλήθεια, κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό.
            Κοκκινίζει.
Φέρνει τις δυο παλάμες του επάνω στις παλάμες
του Μαύρου Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο·
– τα ίδια σημάδια και στις τέσσερεις παλάμες
κι απ’ την οπή των τεσσάρων ενωμένων χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.
Απόψε, ο Μαύρος Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο – είναι κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.
ΑΘΗΝΑ, 13 – 17 Φεβρουαρίου 1961

ΠΗΓΗ: omorfipoli


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.