Kαλοκαιρινές διακoπές & απο-δράσεις
Η τουριστική περιπέτεια νομιμοποιείται και προπαγανδίζεται ως μία
ψυχοπαιδαγωγική και άκρως απολαυστική δραστηριότητα που προέκυψε ιστορικά από
τη βαθύτατη ανάγκη των «αλλοτριωμένων αστών» να επανενωθούν με τη Φύση
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Ο τόπος και ο τρόπος που επιλέγει κανείς να περάσει τις καλοκαιρινές
διακοπές του μας αποκαλύπτουν πολλά όχι τόσο για τις οικονομικές δυνατότητες
όσο για την προσωπικότητα και τις ψυχαγωγικές ανάγκες του παραθεριστή.
Μια φορά τον χρόνο, οι εξαντλημένοι εργαζόμενοι ασκούν το
δικαίωμα ή μήπως την κοινωνική «υποχρέωσή» τους να αφήσουν το σπίτι τους στην
πόλη για να μετακομίσουν για λίγο σε κάποιο πολύ οικείο ή εξωτικό παραθεριστικό
θέρετρο.
Οπως θα δούμε στο σημερινό και το επόμενο άρθρο, ολοένα
και περισσότεροι επιστημονικοί κλάδοι -από τη γενετική μέχρι την κοινωνική
ψυχολογία- επιχειρούν να ανακαλύψουν τους βιολογικούς-ψυχολογικούς αλλά και
τους πολιτισμικούς-οικονομικούς παράγοντες που διαμορφώνουν από κοινού την
πανανθρώπινη ανάγκη για τουρισμό και διακοπές.
Καθώς επίσης το γιατί αυτή η ανάγκη μας να απομακρυνόμαστε,
πρόσκαιρα, από τη μόνιμη κατοικία μας εκφράζεται με τόσο διαφορετικούς τρόπους.
Τελικά, με βάση ποια -προσωπικά και αντικειμενικά–
κριτήρια επιλέγουν οι σημερινοί τουρίστες το πού και το πώς θα περάσουν τις
διακοπές τους;
Αραγε, η καλοκαιρινή «μαζική έξοδος» από την αγχογόνο και
αφύσικη ζωή των μεγαλουπόλεων είναι απλώς μόδα, μία σχετικά πρόσφατη μαζική
κοινωνική συμπεριφορά ή, αντίθετα, μια βαθύτερη βιολογική μας ανάγκη;
Για να απαντήσουμε επαρκώς σε αυτό το φαινομενικά
κοινότοπο ερώτημα χρειάζεται να ανατρέξουμε στη μακρά εξελικτική ιστορία του
είδους μας.
Ακόμη και μια σύντομη αναδρομή στα πιο κρίσιμα βήματα που
συντελέστηκαν στη μακρά ιστορία των ανθρώπινων μετακινήσεων θα μας αποκάλυπτε
ότι η τάση ή, ακριβέστερα, η ενόρμηση του είδους μας να ταξιδεύει για να
γνωρίσει ή να κατακτήσει άγνωστους τόπους είναι προαιώνια και σχεδόν
ενστικτώδης, πρόκειται δηλαδή για μία διαχρονική και πανανθρώπινη βιοκοινωνική
συμπεριφορά (βλ. τα σχετικά άρθρά μας «Η μεταναστευτική οδύσσεια των ανθρώπων»,
στην «Εφ.Συν.» 19 και 25/3/2016).
Αν αυτό ισχύει, όπως επιβεβαιώνεται από όλα τα
προϊστορικά και τα ιστορικά δεδομένα, τότε ασφαλώς θα πρέπει να υπάρχουν -εκτός
από τις «εξωγενείς» ιστορικές αναγκαιότητες- και οι κατάλληλες βιολογικές δομές
οι οποίες απεργάζονται και γεννούν το βαθύ αίσθημα ικανοποίησης που βιώνουμε
όταν ικανοποιούμε την ανάγκη μας να ταξιδεύουμε.
Τουριστική βιο-ανθρωπολογία
Πράγματι, την τελευταία εικοσαετία, έχει αυξηθεί
σημαντικά ο αριθμός των ερευνητών -γενετιστών και νευροεπιστημόνων- οι οποίοι
αναζητούν στα γονίδιά μας και σε ορισμένα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου μας
τα ενδογενή αίτια της διαρκούς ανάγκης μας για νέες εμπειρίες.
Από ποιες βιολογικές δομές καθορίζεται ή, έστω,
ρυθμίζεται αυτή η ανάγκη να ταξιδεύουμε και να μεταναστεύουμε σε άγνωστους
τόπους;
Για παράδειγμα, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα εντόπισαν
την παραλλαγή ενός γονιδίου, το οποίο ονομάζεται «DRD4», η οποία, όπως διαπίστωσαν, περιέχει τις γενετικές
πληροφορίες για την παραγωγή του νευροϋποδοχέα της ντοπαμίνης.
Η ντοπαμίνη είναι ένας πολύ γνωστός νευροδιαβιβαστής που,
μεταξύ άλλων, παίζει αποφασιστικό ρόλο για τη γένεση στον εγκέφαλο των
αισθημάτων ηδονής και ικανοποίησης.
Αυτή η συγκεκριμένη παραλλαγή, δηλαδή η ελαφρά
διαφοροποιημένη εκδοχή του συγκεκριμένου γονιδίου, ονομάζεται «DRD4-7R» και είναι παρούσα περίπου στο 20% του ανθρώπινου
πληθυσμού.
Διάφορες κατοπινές έρευνες έδειξαν ότι όταν αυτή η
γονιδιακή παραλλαγή είναι παρούσα, τότε οι φορείς της, δηλαδή οι άνθρωποι που
τη διαθέτουν παρουσιάζουν μια σαφώς μειωμένη παραγωγή του νευροδιαβιβαστή
ντοπαμίνης και άρα ένα μειωμένο αίσθημα ικανοποίησης από τις συνήθεις
εμπειρίες.
Εύλογα, λοιπόν, υπέθεσαν ότι η μειωμένη παραγωγή
ντοπαμίνης στον εγκέφαλο καθιστά τους φορείς της παραλλαγής πολύ πιο ανήσυχους
και πιο ανικανοποίητους από τον μέσο όρο.
Συνεπώς, τα άτομα αυτά έχουν «από κατασκευής» μεγαλύτερη
ανάγκη για νέες εμπειρίες, τις οποίες θα αναζητήσουν, πιθανά, σε ιδιαίτερα
επισφαλείς περιπέτειες και ριψοκίνδυνες δράσεις.
Ομως προσοχή. Η «συσχέτιση» μιας συγκεκριμένης γονιδιακής
παραλλαγής με μία ορισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά δεν αποτελεί επ’ ουδενί λόγω
«απόδειξη» ότι αυτό το γονίδιο αποτελεί την αιτία ή προκαλεί τη συγκεκριμένη
συμπεριφορά.
Αυτή η αποφασιστικής σημασίας επισήμανση δεν διατυπώνεται
από φανατικούς «αντι-γενετιστές» αλλά από έναν πρωταγωνιστή της ανακάλυψης της
γονιδιακής παραλλαγής «DRD4-7R».
Πρόκειται για τον κορυφαίο Αμερικανό γενετιστή Kenneth Kidd, ο οποίος, μαζί με άλλους
διαπρεπείς ειδικούς, υποστηρίζει ότι από τέτοιες γονιδιακές αναλύσεις ορισμένοι
εξάγουν -με μεγάλη ευκολία- εντελώς αυθαίρετα συμπεράσματα σχετικά με τις
ιδιαίτερα πολύπλοκες ανθρώπινες συμπεριφορές, όπως π.χ. η ταξιδιωτική
εξερεύνηση ή η μετανάστευση.
Συμπεριφορές που είναι αδύνατο να εξηγηθούν από τη δράση
ενός ή και περισσότερων γονιδίων μας!
Και αυτές οι αναγωγιστικές «εξηγήσεις» αποδεικνύονται
ακόμη πιο απλοϊκές ή και παραπλανητικές, όταν οι ειδικοί εστιάζουν στα
νευρωνικά κυκλώματα τα οποία απομονώνουν, αυθαίρετα, μέσα στην εγκεφαλική
ζούγκλα.
Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο το ότι τόσο οι εμφανείς
αναζωογονητικές και ιαματικές επιδράσεις των τουριστικών δραστηριοτήτων ή των
καλοκαιρινών διακοπών στη ζωή των ανθρώπων, όσο και οι βιολογικοί-σωματικοί
μηχανισμοί που αυτές ενεργοποιούν, έγιναν αντικείμενο σοβαρής μελέτης από τις
βιοϊατρικές και βιοψυχολογικές επιστήμες μόνο τα τελευταία χρόνια.
Ως συνέπεια αυτής της αξιοπερίεργης εθελοτυφλίας των
λεγόμενων «θετικών επιστημών», μόνο οι πολιτικές επιστήμες, η ανθρωπολογία και
η κοινωνική ψυχολογία έκριναν άξιο διερεύνησης αυτό το μαζικό
κοινωνικό-πολιτισμικό φαινόμενο της νεωτερικής εποχής (βλ. ειδικό Πλαίσιο).
Από τέτοιες ιστορικές και ανθρωπολογικές μελέτες προέκυψε
ότι ο τουρισμός ως καινοφανής κοινωνική δραστηριότητα και ως μαζική συμπεριφορά
εμφανίζεται στην κεντρική Ευρώπη κατά τις αρχές του 19ου αιώνα.
Η επινόηση και η διάδοση αυτής της χαλαρωτικής και
ταυτόχρονα ψυχαγωγικής δραστηριότητας συμπίπτουν με τη διάδοση των ιδεών του
Ρομαντισμού για την ανάγκη επιστροφής στην «μητέρα Φύση» και τη
θεραπευτική-παιδαγωγική επίδρασή της στη ψυχή του νεωτερικού ανθρώπου.
Η τουριστική περιπέτεια λοιπόν νομιμοποιείται και
προπαγανδίζεται ως μία ψυχοπαιδαγωγική και άκρως απολαυστική δραστηριότητα που
προέκυψε ιστορικά από τη βαθύτατη ανάγκη των «αλλοτριωμένων αστών» να
επανενωθούν με τη Φύση.
Σε αυτά τα ρομαντικά ιδεολογήματα οι πραγματιστές
κοινωνιολόγοι ανταπαντούν: Ανοησίες! Ολα αυτά τα ρομαντικά μυθεύματα
αποκρύπτουν το ιστορικό γεγονός ότι ο τουρισμός ξεκίνησε ως μια καθαρά
ελιτίστικη συμπεριφορά, η οποία απέβλεπε όχι στην επανένωση με τη Φύση αλλά
στην κοινωνική προβολή της άρχουσας τάξης.
Και αυτή η ελιτίστικη, αρχικά, πρακτική μετεξελίχθηκε
σταδιακά σε μαζική κουλτούρα και βιομηχανία αναψυχής. Μετεξελίχθηκε δηλαδή σε
ένα ακόμη καταναλωτικό προϊόν και κυρίως σε ένα πανίσχυρο εργαλείο διαχείρισης
και οικονομικής εκμετάλλευσης των μαζών!
Πες μου πού πας να σου πω ποιος
είσαι
Τους δύο τελευταίους αιώνες η τουριστική νοοτροπία και
πρακτική αλλάζει και διαφοροποιείται διαρκώς, δημιουργώντας όχι μόνο εντελώς
διαφορετικά πρότυπα διακοπών αλλά και εντελώς διαφορετικά πρότυπα τουριστών.
Ανάμεσα στα υπάρχοντα σήμερα στιλ τουριστικής ζωής μπορεί
κανείς εύκολα να ξεχωρίσει τουλάχιστον δύο: αυτό του φυγόπονου ή οκνηρού
τουρίστα και το «εναλλακτικό» -αλλά εξίσου νόμιμο- στιλ του αντισυμβατικού και ακαταπόνητου
τουρίστα, ο οποίος αναζητά στις διακοπές του ακραίες εμπειρίες φυγής από τη
ασφυκτική ζωή των μεγαλουπόλεων.
Πάντως, το επικρατέστερο στιλ διακοπών είναι ο
κομφορμιστικός τουρισμός: τα άτομα δηλαδή που επιλέγουν να μετακινηθούν από το
σπίτι τους στο παραθεριστικό θέρετρο, το οποίο ενδέχεται να βρίσκεται στην άλλη
άκρη του πλανήτη, για να βρουν και να αναπαραγάγουν τα πολύ οικεία κοινωνικά
πρότυπα ζωής, διασκέδασης ή διατροφής που υιοθετούν στην καθημερινή τους ζωή
στον τόπο τους.
Πράγματι, ο φυγόπονος ή τεμπέλης τουρίστας αντιστέκεται
σθεναρά σε ό,τι μπορεί να ανατρέψει τα δήθεν «προσωπικά» τουριστικά του ήθη ή
την κυρίαρχη στην εποχή του μόδα διακοπών.
Και μολονότι βομβαρδίζεται διαρκώς από τα ΜΜΕ και τα
σχετικά διαφημιστικά έντυπα για τη μεγάλη αναζωογονητική αξία των εναλλακτικών
μορφών διακοπών, αυτός αρνείται πεισματικά και ενίοτε ηρωικά να υποκύψει στους
δελεαστικούς πειρασμούς μιας λιγότερο κομφορμιστικής και πιο περιπετειώδους
τουριστικής ζωής.
Μάταια οι πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις τού
υπενθυμίζουν ότι το ανθρώπινο σώμα διαμορφώθηκε από την εξέλιξη για να
μετακινείται διαρκώς και ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει ζωτική ανάγκη από
ανοίκειες πολιτισμικές εμπειρίες και, κυριολεκτικά, «τρέφεται» και «ανθεί» από
την επαφή του με διαφορετικά πρότυπα ζωής και σκέψης.
Απέναντι σε όλα αυτά τα επιχειρήματα, ο «τεμπέλης
τουρίστας» είτε σφυρίζει αδιάφορα είτε προβάλλει τη μεγάλη ανάγκη του για
«ανάπαυση», που μόνο η πλήρης ακινησία ή το πολύ η κοπιαστική μετακίνηση από το
μπαρ στην παραλία και από εκεί στην ταβέρνα μπορούν να του την εξασφαλίσουν.
Συνεπώς, η προσωπικότητα και η αποδοχή ή όχι των
κυρίαρχων τουριστικών προτύπων παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην «επιλογή» του
τρόπου διακοπών που υιοθετεί κανείς.
Πολυάριθμες έρευνες σχετικά με την προσωπικότητα των
σημερινών τουριστών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν χάρη στη μεγάλη ευκολία
πρόσβασης των ερευνητών στους ιστότοπους για τις διακοπές του Web, ανέδειξαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο
που έχει πλέον η προσωπικότητα της ή του τουρίστα. Η οποία, σε μεγάλο βαθμό,
επηρεάζεται από τις υποκειμενικές προδιαθέσεις: εσωστρέφεια ή εξωστρέφεια,
ενσυναίσθηση, φαντασία, συνειδητότητα στις επιλογές κ.ά.
Από τέτοιες αναλύσεις οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα
ότι ο τρόπος που επιλέγουμε να περάσουμε τις διακοπές μας εξαρτάται, εκτός από
τους αντικειμενικούς εξωγενείς παράγοντες, και από ψυχολογικούς.
Για παράδειγμα, η ικανότητα κάθε τουρίστα να εκδηλώνει
φαντασία και ενσυναίσθηση επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες του από
τις διακοπές: όσοι ή όσες επιδεικνύουν μεγάλη εξωστρέφεια, ενσυναίσθηση,
φαντασία και δημιουργικότητα έχουν τη τάση να επιλέγουν λιγότερο συμβατικούς
και πιο περιπετειώδεις τρόπους διακοπών, ενώ όταν αυτές οι ικανότητες είναι
μειωμένες η ή ο τουρίστας αποζητά περισσότερο «χαλαρωτικές» και κοινότοπες
διακοπές.
Ομως, για τους εναλλακτικούς τρόπους τουρισμού και την
ψυχολογική τυπολογία των σύγχρονων παραθεριστών θα πούμε περισσότερα στο
επόμενο άρθρο μας.
Τα «μπάνια του λαού»: η βιοπολιτική
του μαζικού τουρισμού
Η ανάπτυξη του τουρισμού ως μαζικό κοινωνικό φαινόμενο
συνέβη, όπως είπαμε, στις αρχές του 19ου αιώνα. Τότε, πρώτη φορά στην ανθρώπινη
ιστορία, αναγνωρίζεται επίσημα η αναγκαιότητα της επαφής με τη Φύση αλλά και το
δικαίωμα στην αναζήτηση διαφορετικών τρόπων ζωής και σκέψης.
Αυτή η ανάγκη εξιδανικεύεται και υμνείται από τη
Ρομαντική Τέχνη, η οποία και επέβαλε ως «μόδα» για τους πιο εύπορους κατοίκους
της κεντρικής Ευρώπης το να ταξιδεύουν σε περίεργα και «εξωτικά» μέρη όπως
έβλεπαν τότε την κεντρική και νότια Ιταλία, την Ισπανία, αλλά και την Ελλάδα,
στην οποία έφταναν ταξιδεύοντας μέσω των Βαλκανίων.
Προφανώς η άρχουσα τάξη αυτών των χωρών υιοθετούσε την
αντίστροφη «τουριστική μόδα», ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή προς τις
ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζονται στην Ευρώπη και
οι πρώτοι οργανωμένοι πεζοπορικοί, ορειβατικοί αλλά και κολυμβητικοί σύλλογοι,
οι οποίοι συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη και ικανοποίηση των νέων
τουριστικών ηθών της μεσοαστικής κυρίως τάξης.
Τουρισμός ή ολοκληρωτισμός;
Ομως, για την πρώτη επίσημη ενσωμάτωση της τουριστικής
μόδας ως κυρίαρχης κοινωνικής επιταγής θα πρέπει να περιμένουμε τον 20ό αιώνα.
Την περίοδο του μεσοπολέμου, πρώτα στη φασιστική Ιταλία
του Μουσολίνι, ο οποίος το 1925 θα ιδρύσει το «Υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας».
Αυτό το υπουργείο αναλαμβάνει, μεταξύ άλλων, να οργανώνει «τα θαλάσσια λουτρά
του λαού» (I bagni del popolo).
Μια ιδιαίτερα επιτυχημένη βιοπολιτική πρακτική, η οποία
πολύ σύντομα θα υιοθετηθεί και από το Τρίτο Ράιχ.
Πράγματι, με πρωτοβουλία του Χίτλερ θα ξεκινήσει το
μεγάλο ναζιστικό πρόγραμμα «Η χαρά δίνει δύναμη» (Kraft-durch-Freude) το οποίο, έκτος από την κατασκευή
τεράστιων παραθεριστικών οικισμών (βλ. σχετική φωτογρ.), ανάλαβε την παροχή -σε
εξευτελιστικές τιμές- διακοπών και διασκεδάσεων για μεγάλα τμήματα των Γερμανών
εργατών, με σκοπό η νέα ναζιστική εξουσία να εξαγοράσει την ευγνωμοσύνη και άρα
την τυφλή υποταγή του λαού.
Επομένως, τα πρώτα κρατικά μαζικά τουριστικά προγράμματα
ήταν μία επινόηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τα οποία απέβλεπαν στην άμεση
επιτήρηση και στον απόλυτο έλεγχο του «ελεύθερου χρόνου» και των τρόπων
διασκέδασης των λαών.
Η γένεση όμως της διεθνούς βιομηχανίας τουρισμού και
οργανωμένων διακοπών θα έλθει κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Μόνο έπειτα
από αυτή τη δεκαετία το φαινόμενο του μαζικού τουρισμού θα γίνει κυρίαρχη μόδα
σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα μόνο το 3,5 έως 4% των
ανθρώπων έχει τη δυνατότητα και άρα το δικαίωμα να κάνει διακοπές.
Ισως γι’ αυτό αρκετοί κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι ο
σημερινός μαζικός τουρισμός είναι ένα άκρως επωφελές κοινωνικό τέχνασμα που
αποβλέπει -υποκριτικά- στην πρόσκαιρη «ευζωία» και στην ψυχολογική αποφόρτιση
από τους απάνθρωπους ρυθμούς της ζοφερής μετανεωτερικής πραγματικότητας.
ΠΗΓΗ: efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια: