Φραντς Κάφκα – Ο καλλιτέχνης της πείνας

Τις τελευταίες δεκαετίες μειώθηκε σημαντικά το ενδιαφέρον για τούς καλλιτέχνες της πείνας. Ενώ πρώτα άξιζε τον κόπο να διοργανώνει κανείς τέτοιες μεγάλες παραστάσεις, σήμερα μια τέτοια διοργάνωση είναι πέρα για πέρα αδύνατη. Τις εποχές εκείνες ολόκληρη η πόλη καταγινόταν με τον καλλιτέχνη της πείνας. Από τη μιά μέρα τής πείνας ως την άλλη όλο και μεγάλωνε το πλήθος. Όλοι επιθυμούσαν, τουλάχιστο μιά φορά τη μέρα, να δουν τον καλλιτέχνη.

Υπήρχαν και συνδρομητές, που με τις μέρες κάθονταν μπροστά στο μικρό καγκελωτό κλουβί. Επίσης, καί κατά τή διάρκεια τής νύχτας επιτρέπονταν οι επισκέψεις, γιά νά δημιουργείται κάποια μεγαλύτερη εντύπωση στο φώς τής λαμπάδας. Κάθε φορά πού ο καιρός ήταν καλός, έβγαζαν έξω τό κλουβί κι έδειχναν τότε, πιο πολύ στά παιδιά, τον καλλιτέχνη. Ενώ οι μεγάλοι τον έβλεπαν σα θέαμα αστείο, καί τις περισσότερες φορές τό παρακολουθούσαν από μόδα, τα παιδιά, γεμάτα έκπληξη, έχοντας τό στόμα ανοιχτό καί κρατώντας τό ένα τό χέρι τού άλλου, γιά νά νιώθουν ασφαλισμένα, τον κοίταζαν πώς .καθόταν χλομός, μ’ ένα μαύρο ρούχο, μέ τα πλευρά πεταμένα πάνω σέ μιά ψάθα, περιφρονώντας τήν καρέκλα, πώς απαντούσε στις ερωτήσεις μέ ένα ευγενικό κούνημα τοΰ κεφαλιού καί μέ ένα δύσκολο χαμόγελο, πώς άπλωνε τα χέρια έξω από τα κάγκελα γιά νά τα ψηλαφήσουν καί νά δουν τήν αδυναμία του καί πώς πάλι βυθιζόταν στον εαυτό του, χωρίς νά ενδιαφέρεται γιά τίποτα, ούτε γι’ αυτό τό σημαντικό χτύπημα τού ρολογιού, πού ήταν τό μοναδικό έπιπλο μέσα στο κλουβί. Συνέχεια έβλεπε μπροστά του μέ μισόκλειστα τα μάτια, παίρνοντας πότε πότε μερικές γουλιές νερό από ένα μικρούτσικο ποτήρι, γιά νά δροσίζει τα χείλια του.

Εκτός από τούς περαστικούς θεατές, ήταν και μόνιμοι φύλακες, διαλεγμένοι από το κοινό, τις περισσότερες φορές χασάπηδες, πού κατά περίεργο τρόπο, πάντοτε τρεις, είχαν σαν αποστολή να επιβλέπουν τον καλλιτέχνη μην πάρει κρυφά κάποια τροφή. Αλλά αυτό ήταν μόνο γιά τον τύπο, γιά νά καθησυχάζουν τις μάζες, γιατί οι μυημένοι ήξεραν καλά, πώς o καλλιτέχνης τής πείνας, σ’ όλο τό καθορισμένο διάστημα, ποτέ δε θα ’βάζε στο στόμα τίποτα, ακόμα κι αν τον ανάγκαζαν. Κάτι τέτοιο τό απαγόρευε h τιμή τής τέχνης του.

Βέβαια, τήν αλήθεια αυτή δέν τήν καταλάβαινε o κάθε φύλακας· καμιά φορά οι νυχτερινοί φύλακες αμελούσαν τo έργο τής επίβλεψης επίτηδες, κάθονταν σε μια απόμερη γωνιά κι έπαιζαν με τις ώρες χαρτιά, επιδιώκοντας έτσι να τού δώσουν την ευκαιρία να πάρει κανένα αναψυκτικό, πού θα τό ’βγάζε από τις κρυφές προμήθειές του. Τέτοιοι φύλακες όμως ήταν τό πιο βασανιστικό πράγμα γιά τον καλλιτέχνη, πού τον έκανε δυστυχισμένο. Κι η πείνα ακόμα γινόταν φοβερά αφόρητη.

Πότε πότε όμως ξεπερνούσε τήν αδυναμία του καί τραγουδούσε, μέ όσες δυνάμεις είχε, γιά νά δείξει στους γύρω πόσο άδικα δέν τον πίστευαν. Εντούτοις η ενέργεια αυτή δέν έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Εκείνοι μάλιστα απορούσαν γιά τήν ικανότητά του νά τρώει, τη στιγμή πού τραγουδούσε. Περισσότερο συμπαθητικοί του ήταν οι φύλακες πού κάθονταν κοντά στά κάγκελα καί δέν ήταν ευχαριστημένοι μέ τό θολό φωτισμό τής αίθουσας· γι αυτό τον φώτιζαν μέ τούς ηλεκτρικούς φανούς τής τσέπης, πού τούς είχε δώσει ο ιμπρεσάριος. Τό δυνατό φως δεν τον ενοχλούσε διόλου, μιά πού άλλωστε, δε μπορούσε νά κοιμηθεί παρά μόνο λίγο να ζαλιστεί από τον ύπνο, πράγμα πού γινόταν σέ οποιοδήποτε φωτισμό καί σέ οποιαδήποτε ώρα, ακόμα καί σέ μιά αίθουσα γεμάτη θόρυβο καί πλημμυρισμένη από κόσμο. Ήταν πάντοτε ευχάριστα διατεθειμένος να περνά τις νύχτες με τέτοιους φύλακες, χωρίς ύπνο, να λέει αστεία μαζί τους, νά διηγείται ιστορίες από τις περιοδείες του, να ακούει τις δικές τους ιστορίες· κι όλα αυτά γίνονταν για να τούς κρατά άγρυπνους κι έτσι να τούς δείχνει κάθε τόσο πώς δέν έχει τίποτα τό φαγώσιμο στο κλουβί καί πώς πεινά όσο δε λέγεται.

Κι ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, σαν ξημέρωνε κι έφερναν με δικά του έξοδα ένα πλούσιο πρωινό στους φύλακες πού τό έτρωγαν αρπαχτικά, όπως συμβαίνει μέ ένα γερό άνθρωπο πού περνά ξάγρυπνος μιά ολόκληρη νύχτα. 'Υπήρχαν όμως άνθρωποι πού πίστευαν πώς ένα τέτοιο πρωινό είχε αταίριαστη επίδραση στους φύλακες, άλλα κάτι τέτοιο ξεπερνούσε τα όρια- κι όταν τούς ρωτούσαν, αν ήθελαν αυτοί, απλώς για να δοκιμάσουν, να δεχτούν νά ξαγρυπνήσουν χωρίς να φάνε τίποτα για πρωινό, έκαναν πως δεν καταλάβαιναν και διατηρούσαν τις υποψίες τους.


Όλα αυτά ανήκαν γενικά στις υποψίες πού δε μπορούσαν να  χωριστούν από το γεγονός τής πείνας. Κανείς δε μπορούσε να  περνά μέρα και νύχτα, χωρίς διακοπή, δίπλα στον καλλιτέχνη τής πείνας, κι έτσι κανείς δε μπορούσε να  γνωρίζει από δική του αντίληψη, αν πεινούσε πραγματικά χωρίς σταματημό. Μόνο ο ίδιος ο καλλιτέχνης μπορούσε να  ξέρει και συνεπώς μόνο αυτός μπορούσε να  ’ναι ο ευχαριστημένος απόλυτα θεατής από την πείνα του.

Ωστόσο, από άλλη αιτία, δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος. Ίσως ακόμα να  μην είχε αδυνατίσει τόσο πολύ από την πείνα, ώστε μερικοί, μη μπορώντας να  υπομένουν το βλέμμα του, άφηναν τις παραστάσεις προς μεγάλη του λύπη, άλλα να  είχε αδυνατίσει γιατί δεν ήταν ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Μόνο αυτός το ’ξερε, και κανείς άλλος μυημένος δεν το ’ξερε, πόσο εύκολο είναι να  πεινάς. Ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. την αλήθεια αυτη δεν την έκρυβε, μα δεν την πίστευαν.

Στην πιο ευνοϊκή περίπτωση τον έπαιρναν για ταπεινόφρονα, πιο συχνά όμως για άνθρωπο πού επιδίωκε τή ρεκλάμα ή και για τσαρλατάνο, πού έκανε την πείνα βέβαια εύκολο πράγμα, γιατί ήξερε να  την κάνει έτσι για τον εαυτό του κι είχε το θράσος να  το ομολόγει με μισά λόγια. Όλα αυτά βέβαια έπρεπε να  τα δέχεται- τα είχε συνηθίσει με τον καιρό, μέσα του όμως έλιωνε πάντοτε από την έλλειψη ικανοποίησης. Ποτέ του, ύστερα από καμιά περίοδο πείνας -αυτό πρέπει να  ομολογηθεί- δεν είχε αφήσει το κλουβί με τη θέλησή του. Ο ιμπρεσάριος, ως μεγαλύτερο χρονικό όριο πείνας, είχε ορίσει σαράντα μέρες. Παραπάνω απ’ αυτό δεν επέτρεπε σε κανένα να  πεινά, ακόμα και στις μεγαλουπόλεις, για λόγους πρακτικούς.

Σαράντα περίπου μέρες, σύμφωνα με την πείρα, μπορούσε κανείς να  προκαλεί το ενδιαφέρον μιας πόλης, με διαφημίσεις πού όλο και πλήθαιναν, αλλά ύστερα από το διάστημα αυτό, το κοινό άφηνε το θέαμα και η πελατεία λιγόστευε σημαντικά. Στο σημείο αυτό παρουσιάζονταν μερικές μικρές διαφορές ανάμεσα στις πόλεις, ωστόσο ο κανόνας ήταν οι σαράντα μέρες ως το μεγαλύτερο χρονικό όριο. την τεσσαρακοστή λοιπόν ήμερα άνοιγαν την πόρτα τού κλουβιού, πού ήταν στεφανωμένο με λουλούδια, ένα ενθουσιασμένο κοινό γέμιζε το αμφιθέατρο, έπαιζε στρατιωτική μπάντα, δύο γιατροί έμπαιναν στο κλουβί, για τις αναγκαίες εξετάσεις πού θα έκαναν στον καλλιτέχνη, από το μεγάφωνο αναγγέλλονταν στην αίθουσα τα αποτελέσματα, και τελικά έρχονταν δύο νέες κυρίες, ευτυχισμένες γιατί είχαν κληρωθεί για να  κατεβάσουν τον καλλιτέχνη τής πείνας από τα δύο σκαλιά τού κλουβιού, όπου δίπλα, σ’ ένα τραπέζι, υπήρχε έτοιμο καλό φαγητό για άρρωστους.


Τις στιγμές αυτές αντιδρούσε ο καλλιτέχνης πάντοτε. Έβαζε τα κοκαλιάρικα χέρια του στα απλωμένα χέρια των γυναικών πού έσκυβαν μπροστά του- ωστόσο δεν ήθελε να  σηκωθεί. Γιατί να  σταματήσει αυτό το έργο τώρα, ύστερα από σαράντα μέρες; Θα μπορούσε να  βαστάξει πολύ, ακόμα περισσότερο χρόνο. για ποιό λόγο λοιπόν να  σταματήσει τώρα στην πιο καλή, ίσως όχι ακόμα στην πιο καλή/φάση τής πείνας; Γιατί ήθελαν να  τού κλέψουν τη φήμη μιας ακόμα πιο μεγάλης πείνας κι έτσι να  μην τον αφήσουν να  γίνει ο πιο ονομαστός καλλιτέχνης τής πείνας, πού ίσως και ήδη να  είχε γίνει, άλλα πού ήθελε να  ξεπεράσει όλα τα όρια, μια πού ένιωθε πώς οι ικανότητες να  παραμένει πεινασμένος ήταν απεριόριστες; Γιατί το πλήθος πού τον θαύμαζε, δεν είχε μεγάλη υπομονή μαζί του; Αυτός βαστούσε και σέ άλλη ακόμα πείνα, γιατί και το πλήθος να  μη βαστά;

Έπειτα ήταν κουρασμένος· τώρα καλά καθόταν στήν ψάθα. ’Αλλιώτικα, να  σηκώνεται, να  πηγαίνει να  φάει, ήταν κάτι πού τού προκαλούσε αηδία. 'Ωστόσο με κόπο την έπνιγε από σεβασμό στις κυρίες. Κοίταζε ίσια και κατάματα τις κυρίες πού επιφανειακά ήταν τόσο φιλόφρονες και πραγματικά τόσο απάνθρωπες. Κουνούσε το κεφάλι πού ήταν πολύ βαρύ στον αδύνατο λαιμό του. και τότε γίνονταν, όπως πάντοτε, τα συνηθισμένα. Ερχόταν ο ιμπρεσάριος, ύψωνε βουβός -ή μουσική εμπόδιζε τον καθένα να  μιλήσει- τα χέρια πάνω από τον καλλιτέχνη τής πείνας με ένα τρόπο πού ήταν σα να  έκανε προσευχή στον ουρανό να  δει το έργο του πάνω στήν ψάθα, αυτό τον αξιολύπητο μάρτυρα, τον καλλιτέχνη τής πείνας, πού φυσικά είχε γίνει μάρτυρας, άλλα από μιά διαφορετική άποψη. Τον έπιανε από τή μέση με πολύ μεγάλη προσοχή, για να  πιστέψουν πώς είχε να  κάνει με ένα εύθραυστο πράγμα. Τότε τον παρέδινε -αφού δεν παρέλειπε να  τον τραντάξει με ένα τέτοιο τρόπο, πού έκανε τον καλλιτέχνη να  ταλαντεύεται στα πόδια και στο πάνω μέρος τού κορμιού- στις κυρίες πού στο μεταξύ είχαν γίνει χλομές σαν πεθαμένες.


Όλα αυτά τα βαστούσε ο καλλιτέχνης τής πείνας. το κεφάλι του έπεφτε στο στήθος, έδειχνε κουλουριασμένος και δε μπορούσε να  τον ξεχωρίσει κανείς. το κορμί του καμπούριαζε. Τα πόδια, από το ένστικτο τής αυτοσυντήρησης, κολλούσαν στα γόνατα, το ένα με το άλλο, και πατούσαν το έδαφος με ένα τέτοιο τρόπο πού ήταν σα να  έδειχνε πώς αυτό δεν ήταν το αληθινό, αλλά κάποιο άλλο πού το ζητούσε, το βάρος τού κορμιού του, πολύ μικρό βέβαια, ολοένα έπεφτε πάνω στη μια κυρία, πού ζητώντας βοήθεια και χάνοντας την αναπνοή της -δέν περίμενε τέτοια την τιμητική υπηρεσία- τέντωνε πρώτα το λαιμό της, όσο μπορούσε, για να  γλιτώσει τουλάχιστο το πρόσωπο από το άγγιγμα τού καλλιτέχνη τής πείνας. ’Αλλά επειδή δε μπορούσε να  καταφέρει τίποτα και ή πιο τυχερή συντρόφισσά της δεν τή βοηθούσε, μόνο κουνούσε τριγύρω το τρεμάμενο χέρι τού καλλιτέχνη, ένα σωρό κόκαλα, τότε αναλυόταν αύτη σέ δάκρυα ανάμεσα στά ξαναμμένα γέλια τής αίθουσας κι έπρεπε να  σπεύσει κάποιος υπηρέτης να  πάρει τή θέση της.

Ύστερα έφερναν το φαγητό- ο ιμπρεσάριος έχυνε λίγο μέσα στο στόμα τού καλλιτέχνη πού μισοκοιμόταν σα να  ’ταν λιπόθυμος, ανάμεσα στά τρελά χειροκροτήματα πού αποσπούσαν την προσοχή τού κοινού από την κατάσταση τού καλλιτέχνη τής πείνας. Μετά γινόταν ή πρόποση για το κοινό, πού την είχε δήθεν ψιθυρίσει ο καλλιτέχνης στον ιμπρεσάριο. Η ορχήστρα δυνάμωνε τή μουσική, ο κόσμος έτρεχε εδώ κι εκεί φεύγοντας και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να  ’ναι δυσάρεστη μένος με ότι συνέβη παρά μόνο ο καλλιτέχνης τής πείνας και μόνο αυτός.

Έτσι ζούσε με μικρά και κανονισμένα διαστήματα ανάπαυλας πολλά χρόνια, στή φαινομενική λάμψη, τιμημένος από τον κόσμο, άλλα συνάμα βουτηγμένος στή θλίψη πού όλο και γινόταν μεγαλύτερη, γιατί κανείς δεν ήθελε να  την πάρει στα σοβαρά. με τι λοιπόν μπορούσαν να  τον παρηγορήσουν; Ποια επιθυμία τού είχε απομείνει;

Κι αν καμιά φορά βρισκόταν κανένας καλόκαρδος πού τον λυπόταν και τού εξηγούσε πώς ή θλίψη του οφειλόταν στήν πείνα, και μάλιστα πολλών ή μερών, ο καλλιτέχνης αντιδρούσε με εκδηλώσεις θυμού και κουνούσε άγρια τα κάγκελά σα θηρίο, σκορπίζοντας τρόμο σ’ όλους. Στις περιπτώσεις όμως αυτές, ο ιμπρεσάριος είχε ένα μέσο τιμωρίας πού το χρησιμοποιούσε πρόθυμα. Στο πλήθος, πού όλο και πύκνωνε, δικαιολογούσε ο ιμπρεσάριος τον καλλιτέχνη, λέγοντας πώς έπρεπε να  τον συγχωρέσουν, γιατί οι τρόποι του προέρχονταν από την πείνα πού οι χορτάτοι δε μπορούσαν να  την καταλάβουν.


Συνάμα όμως, για να  τού προστατέψει την υπόληψη, άρχιζε να  λέει για τον καλλιτέχνη πώς μπορούσε να  βαστάξει στην πείνα, ακόμα και περισσότερο χρόνο. Επαινούσε την κοπιαστική του προσπάθεια, την καλή του θέληση, τή μεγάλη του αυταπάρνηση. Κι όλα αυτά ήταν βέβαια αληθινά. ’Αλλά αργότερα έκανε το αντίθετο, γιατί με αρκετή αφέλεια την τεσσαρακοστή μέρα, όταν ο καλλιτέχνης βρισκόταν στο κρεβάτι του, παρουσίαζε φωτογραφίες, πού μάλιστα τις πουλούσε, όπου φαινόταν πεθαμένος από την πείνα. Αυτό λοιπόν πού ήταν αποτέλεσμα τής πρόωρης διακοπής τής πείνας, το παρουσίαζαν σαν αιτία. Γι’ αυτόν πια ήταν αδύνατο να  μάχεται εναντίον τού παράλογου κόσμου. Όλο και έπιανε τα κάγκελα με λαχτάρα, περιμένοντας καλόπιστα ν’ ακούσει τον ιμπρεσάριο' αλλά μόλις έβλεπε τις φωτογραφίες, άφηνε τα κάγκελα, έπεφτε ξανά στήν ψάθα στενάζοντας και τότε το ήρεμο πλήθος μπορούσε πάλι να  πλησιάσει και να  τον παρατηρεί.

Οι μάρτυρες τέτοιων σκηνών, όταν τις έφερναν ξανά στο μυαλό τους μετά από δύο χρόνια, έβρισκαν τούς εαυτούς τους ακατανόητους, γιατί στο μεταξύ μπήκε στή μέση αυτη ή αλλαγή πού είπαμε παραπάνω. Κι ήρθε σχεδόν βιαστικά. Φυσικά υπήρχαν βαθύτερα αίτια, ποιος όμως σκοτίστηκε να  τα ανακαλύψει! Πάντως, όπως κι αν έχει το πράγμα, ο καλλιτέχνης τής πείνας είδε μιά μέρα τον εαυτό του εγκαταλειμμένο από το άπληστο για διασκεδάσεις πλήθος, πού τώρα προτιμούσε άλλα θεάματα. για μια ακόμα φορά, ο ιμπρεσάριος έκανε περιοδείες σ’ όλα τα μέρη τής Ευρώπης, για να  δει μήπως υπήρχε το παλιό ενδιαφέρον. Όλα όμως έγιναν μάταια. Σα να  είχε γίνει μυστική συμφωνία, παντού διαπίστωνες γενική αποστροφή στο θέαμα τού πεινασμένου. Βέβαια, στην πραγματικότητα, η κατάσταση αυτή δε φανερώθηκε απρόοπτα' μάλιστα, όλοι θυμούνταν μερικά άσχημα προμηνύματα, πού τότε μεθυσμένοι από τις επιτυχίες, δεν τα είχαν προσέξει όσο έπρεπε ούτε προσπάθησαν να  τα περιορίσουν. Τώρα πια ήταν πολύ αργά για να  γίνει κάτι εναντίον τους.

Εντούτοις ήταν βέβαιο πώς μιά μέρα πάλι θα ερχόταν ο καιρός τής πείνας, άλλα για τούς ζώντες αυτό δεν ήταν καμιά παρηγοριά. Τι έπρεπε λοιπόν να  κάνει ο καλλιτέχνης τής πείνας; Αυτός, πού χιλιάδες άνθρωποι τον είχαν χειροκροτήσει, τώρα δε μπορούσε να  εμφανιστεί στά παραπήγματα τής λαϊκής αγοράς· έπειτα άλλο επάγγελμα δε μπορούσε να  κάνει, γιατί ήταν ηλικιωμένος και προσηλωμένος μόνο στήν πείνα. Γι αυτό ο καλλιτέχνης τής πείνας αποχαιρέτησε τον ιμπρεσάριο, το σύντροφο τής σταδιοδρομίας τού, και πήγε σ’ ένα μεγάλο τσίρκο. για να  μην κάνει την ευαισθησία του και δοκιμαστεί, δεν πρόσεξε διόλου τούς όρους των συμβολαίων.

Ένα μεγάλο τσίρκο με το πλήθος τών ανθρώπων του, πού ισορροπούνται και αλληλοσυμπληρώνονται, με τα ζώα και τις μηχανές, είναι σέ θέση να  χρησιμοποιήσει οποιονδήποτε και σέ οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα κι ένα καλλιτέχνη τής πείνας, με πολύ μετριόφρονες απαιτήσεις· έκτος όμως απ’ αυτό, στήν έκτακτη αυτή περίπτωση, δε θα έπαιρναν μόνο ένα καλλιτέχνη, άλλα συνάμα κι ένα παλιό δοξασμένο όνομα, και χάρη στή φύση τής τέχνης του, πού με τα χρόνια δε χαλούσε, δε μπορούσε κανείς να  ισχυριστεί πώς ήταν ένας ξεπεσμένος καλλιτέχνης ή πώς είχε σπάσει ή απόδοσή του και ζητούσε μιά θέση σ’ ένα ήσυχο τσίρκο, σαν καταφύγιο. Αντίθετα μάλιστα, ο καλλιτέχνης τής πείνας τούς βεβαίωνε πώς ήταν ειλικρινής και ήταν σέ θέση να  πεινά, όπως ακριβώς και πρώτα. Έφτανε και στο σημείο να  ισχυρίζεται πώς τώρα ακριβώς θα έκανε τον κόσμο να  μείνει κατάπληκτος, αρκεί βέβαια να  τον άφηναν, πράγμα πού τού το υποσχέθηκαν να  γίνει. Στους ειδικούς όμως, ο ισχυρισμός αυτός προκάλεσε μειδιάματα.

Κατά βάση όμως ο καλλιτέχνης τής πείνας κατάλαβε πώς έχασε πια την αρχική θέση του και δέχτηκε να  μην προβάλουν το κλουβί του σαν πρώτο νούμερο στο κέντρο του τσίρκου, άλλα απέξω, κοντά στους στάβλους, αρκεί να ’ταν σέ μέρος απ’ όπου θα μπορούσε κανείς να  περάσει. Μεγάλες και πολύχρωμες επιγραφές έπιαναν το κλουβί κι έδειχναν ποιό ήταν το αξιοθέατο πού υπήρχε εκεί μέσα. Όταν γίνονταν διαλείμματα, κατά τις παραστάσεις, οι άνθρωποι έτρεχαν στους στάβλους να  δουν τα ζώα. Έτσι ήταν αδύνατο να  μην περάσει κανείς μπροστά από τον καλλιτέχνη τής πείνας και να  μη σταματήσει. Μερικοί ίσως παρέμειναν πολλή ώρα και εμπόδιζαν όσους έτρεχαν με λαχτάρα στο στενό δρόμο να  δουν τα ζώα στους στάβλους- δε θα ’ξέραν γιατί τούς έκοβαν το δρόμο κι ούτε μπορούσαν να  παρατηρούν λεύτερα.

Γι αυτό ακριβώς φοβόταν ο καλλιτέχνης τής πείνας αυτές τις επισκέψεις, παρόλο πού τις επιθυμούσε σαν το σκοπό τής ζωής του. Τις πρώτες μέρες μάλιστα δε μπορούσε καλά καλά να  συγκροτηθεί, ώσπου να γίνει διάλειμμα. Γοητευμένος έβλεπε το ανθρώπινο κύμα να ζυγώνει, άλλα -κι h πιο πεισματική, συνειδητή σχεδόν αυταπάτη, δε μπορούσε να  βαστάξει σ’ αύτη τή δοκιμασία- γρήγορα πείστηκε πώς οι επισκέπτες όλοι και χωρίς εξαίρεση είχαν διάθεση να πάνε στους στάβλους. και μόνο αυτό το θέαμα από μακριά ήταν το πιο όμορφο. Γιατί σαν τον πλησίαζαν, γινόταν αναστάτωση μεγάλη από φωνές και βρισιές πού εκτόξευαν οι κάθε τόσο νέες διαμορφωμένες μερίδες· η μιά ήθελε -κι αυτό βέβαια ήταν το πιο οδυνηρό για τον καλλιτέχνη- να  τον βλέπει με άνεση, όχι από κατανόηση, άλλα από γούστο και πείσμα, ή άλλη ήθελε να  πάει βιαστικά πρώτα στους στάβλους.

Κι όταν τούς προσπερνούσε το μεγάλο πλήθος, πλησίαζαν οι καθυστερημένοι, πού, χωρίς να  τούς εμποδίζει κανείς, μπορούσαν να  παραμείνουν όσο ήθελαν. Κι αυτοί προσπερνούσαν βιαστικοί με μεγάλα βήματα, σχεδόν χωρίς καμιά ματιά προς το μέρος του για να  προλάβουν να  πάνε στά ζώα. και σ’ όλα αυτά ήταν σπάνιο το ευτύχημα να  έρθει κάποιος πατέρας με τα παιδιά του, να  δείχνει με το δάχτυλο τον καλλιτέχνη, να  δίνει λεπτομερείς εξηγήσεις για ποιό πράγμα πρόκειται και να  διηγηθεί για τα περασμένα χρόνια, τότε πού είχε δει παρόμοιες άλλα αφάνταστα πιο μεγαλοπρεπείς παραστάσεις. Τα παιδιά βέβαια, μιά πού ήταν απροετοίμαστα από το σχολείο και τή ζωή, στέκονταν εκεί χωρίς να  καταλαβαίνουν -τι καταλάβαιναν αυτά από πείνα;- άλλα το ερευνητικό τους βλέμμα είχε κάτι πού σέ πήγαινε σέ μελλοντικούς χρόνους νέους και πιο ευνοϊκούς.

Μερικές φορές πάλι ο καλλιτέχνης τής πείνας αναλογιζόταν, πώς όλα θα καλυτέρευαν κάπως, αν η θέση του έφευγε από τούς στάβλους. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να  διαλέξουν πιο εύκολα. Έπειτα ήταν κι αυτές οι αναθυμιάσεις από τούς στάβλους, πού τού πίεζαν και τού μάτωναν την καρδιά, αυτοί οι θόρυβοι πού έκαναν τα ζώα τη νύχτα, αυτά τα νωπά κρέατα πού έφερναν στά σαρκοβόρα κι αυτές οι φωνές τις ώρες πού τα τάιζαν. 'Ωστόσο δεν τολμούσε να  διαμαρτυρηθεί. Πάντοτε ευχαριστούσε τα ζώα πού για χάρη τους έρχονταν τόσες επισκέψεις- ανάμεσα σ’ αυτές μπορούσε να  βρεθεί και κάποια γι’ αυτόν. Αν πάλι τούς θύμιζε την παρουσία του, ποιός ξέρει πού θα τον πετούσαν, μιά πού άλλωστε ήταν εμπόδιο στο δρόμο πού οδηγούσε στά ζώα.

'Ήταν βέβαια ένα πολύ μικρό εμπόδιο πού ολοένα γινόταν και πιο μικρό. Στήν εποχή μας συνήθισαν οι άνθρωποι στο θέαμα τού καλλιτέχνη τής πείνας και ή συνήθεια αυτή ήταν ή απαγγελία τής καταδίκης του. Αυτός ήταν σέ θέση να  πεινά απεριόριστα και πεινούσε· τίποτα όμως δεν τον γλίτωνε, γιατί οι άνθρωποι περνούσαν αδιάφοροι μπροστά του. Μπορείς να  κάνεις κάποιον να  καταλάβει την πείνα; Αυτός πού δεν τή ζει, με κανένα τρόπο δε μπορεί να  την καταλάβει. Έτσι οι όμορφες επιγραφές λερώθηκαν και δε διαβάζονταν. Τις πέταξαν και κανένας δε σκοτίστηκε να  μπουν άλλες. Η μικρή πινακίδα πού πάνω της σημείωναν τις μέρες τής πείνας και άλλοτε την άλλαζαν κάθε μέρα με περισσή φροντίδα, παρέμενε όπως ήταν πρώτα πολύ καιρό' από τις πρώτες βδομάδες οι άνθρωποι εκεί βρήκαν βαρετή αυτή τή δουλειά. Κι έτσι λοιπόν, ενώ εξακολουθούσε να  πεινά, όπως το είχε ονειρευτεί, και το κατάφερνε χωρίς κόπο, όπως το είχε κάποτε προβλέψει, κανείς άλλος δε μετρούσε τις μέρες, απολύτως κανείς, ούτε ο ’ίδιος ο καλλιτέχνης πού δεν ήξερε πια τι είχε κάνει κι ή καρδιά του γινόταν βαριά. Κι αν καμιά φορά κανείς αργόσχολος σταματούσε εκεί, διασκέδαζε με τα παλιά νούμερα, μιλούσε για απάτες κι έτσι έλεγε το πιο ανόητο ψέμα πού μπορούσε ποτέ να  επινοήσει ή αδιαφορία κι ή έμφυτη μοχθηρία, γιατί ο καλλιτέχνης τής πείνας δεν απατούσε κανένα κι εργαζόταν τίμια, άλλα ο κόσμος τον απατούσε και δεν τού αναγνώριζε την άξια του.

Κι έτσι πέρασαν πολλές μέρες κι όλα πήραν ένα τέλος. Μια μέρα, κάποιος επιστάτης είδε το κλουβί και ρώτησε τούς υπηρέτες γιατί άφηναν εκεί αχρησιμοποίητο το καλό εκείνο κλουβί με την ψάθα του μέσα. Κανείς δεν ήξερε να  απαντήσει. Τελικά κάποιος θυμήθηκε, αφού είδε την πινακίδα με τα νούμερα, τον καλλιτέχνη τής πείνας. με βέργες έψαχναν την ψάθα και τον ανακάλυψαν εκεί μέσα. «Πεινάς ακόμα;» τον ρώτησε ο επιστάτης, «πότε επιτέλους δε θα πεινάς;» «Συγχωρέστε με όλοι» ψιθύρισε ο καλλιτέχνης τής πείνας. Μόνο ο επιστάτης, πού είχε το αφτί του κολλημένο στά κάγκελα, άκουσε τί έλεγε. «Βέβαια» απάντησε ο επιστάτης, βάζοντας το χέρι στο μέτωπο για να  δείξει στο προσωπικό σέ ποιά κατάσταση βρισκόταν ο καλλιτέχνης, «σέ συγχωρούμε». «Πάντοτε ήθελα να  θαυμάζετε την πείνα μου» είπε ο καλλιτέχνης. «Μα τη θαυμάζουμε» απάντησε ο επιστάτης με συγκατάβαση. «Δέν έπρεπε να τη θαυμάζετε» είπε ο καλλιτέχνης τη πείνας. «Ωραία, δεν τη θαυμάζουμε» είπε ο επιστάτης, «άλλα γιατί να  μην τή θαυμάζουμε;» «Γιατί πρέπει να  πεινώ. Δε μπορώ να  κάνω κι αλλιώς» είπε ο καλλιτέχνης. «Γιά κοιτάξτε» είπε ο επιστάτης, «καί γιατί δε μπορείς;» «Γιατί», είπε ο καλλιτέχνης σηκώνοντας το μικρό κεφάλι και μιλώντας με σουφρωμένα χείλια, πως κάνει κανείς για να  φιλήσει, απευθείας μέσα στο αφτί τού επιστάτη, για να  μην πάει ίσως χαμένο τίποτα, «γιατί δε μπορώ να  βρω το φαγητό πού μου αρέσει. ”Αν το βρισκα, πιστέψτε με, δε θα έκανα καμιά φασαρία και θα έτρωγα καλά, όπως εσύ κι όλοι». Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια, άλλα στα σβησμένα του μάτια υπήρχε η στερεή, αν κι όχι περήφανη, πεποίθηση, πώς εξακολουθεί να  πεινά.


«Συμμάζεψε λοιπόν εδώ» είπε ο επιστάτης και πήραν κι έθαψαν τον καλλιτέχνη τής πείνας με την ψάθα. Μέσα στο κλουβί έβαλαν ένα πάνθηρα. Ήταν μιά ανακούφιση, ακόμα και για τον μικρόμυαλο, να  βλέπει τώρα κανείς μέσα στο κλουβί, πού άλλοτε ήταν τόσο έρημο, να  περιφέρεται ένα τέτοιο θηρίο. Όποια τροφή ήθελε, τού την έφερναν οι φύλακες χωρίς να  υπολογίζουν τίποτα, δεν τού έλειπε ούτε η λευτεριά, το ευγενικό αυτό κορμί, πού είχε όλα τα αναγκαία μέσα, ακόμα και το μέσο να  ξεσκίζει, κουβαλούσε μαζί του και τη λευτεριά. Εκεί μέσα στα σαγόνια του φαινόταν να  ’ναι κρυμμένη. Κι η χαρά για τη ζωή έβγαινε με τόσο μεγάλη ορμή από το στόμα του, πού οι θεατές δε μπορούσαν να  το βαστάξουν. Άλλα αυτοκυριαρχούσαν, στριμώχνονταν γύρω στο κλουβί και δεν ήθελαν να  φύγουν.


Franz Kafka - Ο καλλιτέχνης της πείνας και άλλα διηγήματα

ΠΗΓΗ: antikleidi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Από το Blogger.