Η αμερικανική εξωτερική πολιτική
του Τιερί Μεϊσάν
Η
εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι σήμερα συχνά αντιφατική, όπως φαίνεται στη
Συρία, όπου στρατιώτες που εκπαιδεύονται από το Πεντάγωνο μάχονται εναντίον
εκείνων που εκπαιδεύονται από τη CIA. Ωστόσο, είναι απόλυτα συνεπής σε δύο
σημεία: 1) να διαιρέσει την Ευρώπη μεταξύ ΕΕ από την μία πλευρά και Ρωσία από
την άλλη, και 2) να διαιρέσει τη Άπω Ανατολή μεταξύ της ASEAN (Ένωση Εθνών
Νοτιοανατολικής Ασίας) από τη μια πλευρά και Κίνας από την άλλη. Γιατί; Και μήπως
από αυτό μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον;
Για πάνω από έναν αιώνα προκειμένου
να εξηγήσουμε και να προβλέψουμε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών,
θεωρούσαμε ως δεδομένο έναν αγώνα μεταξύ των οπαδών του απομονωτισμού και εκείνων
του παρεμβατισμού. Οι πρώτοι βρίσκονταν στη γραμμή των πρώτων «Πατέρων Εποίκων»,
οι οποίοι διέφυγαν από την παλιά Ευρώπη για να οικοδομήσουν ένα νέο κόσμο
βασισμένο στις θρησκευτικές αξίες τους και συνεπώς μακριά από τον ευρωπαϊκό
κυνισμό. Οι δεύτεροι, σύμφωνα με την παράδοση ορισμένων «Πατέρων Ιδρυτών»,
ήθελαν όχι μόνο να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους αλλά και να συνεχίζουν το
σχέδιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για δικό τους όμως λογαριασμό.
Σήμερα, η διάκριση αυτή
δεν έχει πλέον νόημα, διότι είναι αδύνατον να ζήσει κανείς με αυτάρκεια, ακόμη
και μια μεγάλη χώρα όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και είναι συνηθισμένο να
κατηγορεί κανείς τους πολιτικούς αντιπάλους για απομονωτισμό, δεν υπάρχει πλέον
κανένας Αμερικανός πολιτικός - εκτός του Ron Paul - που να υπερασπίζεται αυτή
την ιδέα.
Η συζήτηση έχει
μετακινηθεί σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές του διαρκούς πολέμου
και τους οπαδούς μιας πιο μετρημένης χρήσης της βίας. Αν πιστέψουμε τις
εργασίες των καθηγητών Martin Gilens και Benjamin Ι. Page, η σημερινή πολιτική
των Ηνωμένων Πολιτειών αποφασίζεται από μια κατηγορία ομάδων συμφερόντων,
ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των πολιτών [1].
Επομένως, είναι θεμιτό να δει κανείς σε αυτή τη συζήτηση την επιρροή, από τη
μια πλευρά, του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, το οποίο δεσπόζει στην
οικονομία των ΗΠΑ και του οποίου το συμφέρον είναι να συνεχίσει το «ατελείωτο
πόλεμο» και, από την άλλη πλευρά, των εταιρειών παροχής υπηρεσιών (λογισμικών,
υψηλής τεχνολογίας, ψυχαγωγίας), οι οποίες, παρά το ότι η παραγωγή τους είναι
περισσότερο εικονική παρά πραγματική, κάνουν τα κέρδη τους εκεί όπου ο κόσμος βρίσκεται
σε ειρήνη.
Αυτή η ανάλυση αφήνει
κατά μέρος το ζήτημα της πρόσβασης στις πρώτες ύλες και πηγές ενέργειας, η
οποία ήταν κυρίαρχη στους δέκατο ένατο και εικοστό αιώνα και η οποία, χωρίς να
έχει εκλείψει εντελώς, έχει χάσει τον πρωτεύοντα ρόλο της.
Μετά το «Δόγμα Κάρτερ»,
το οποίο εξισώνει την πρόσβαση στο πετρέλαιο της «Ευρύτερης Μέσης Ανατολής» με
ζήτημα «εθνικής ασφάλειας» [2], είδαμε την Ουάσιγκτον να δημιουργεί την
CentCom (Κεντρική Διοίκηση με πεδίο ευθύνης την ΜΑ, την Βόρεια Αφρική και την
Κεντρική Ασία), να μετακινεί περισσότερους από 500.000 στρατιώτες στον Κόλπο
και να απαιτεί τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής. Θα θυμηθούμε ότι, πεπεισμένος
για το επικείμενο «peak oil», ο Dick Cheney αποφάσισε να προετοιμάσει τις
«Αραβικές Ανοίξεις» και τους πολέμους εναντίον όλων των κρατών της περιοχής που
δεν έλεγχε. Αλλά αυτή η πολιτική έχασε το νόημα της στη διάρκεια της υλοποίησης
της, διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από την παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού
αερίου και πετρελαίου, πήραν τον έλεγχο των υδρογονανθράκων του Κόλπου του
Μεξικού. Ως εκ τούτου, στο άμεσο μέλλον, οι Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο θα
έχουν εγκαταλείψει την «Ευρύτερη Μέση Ανατολή», αλλά είναι πιθανό να ξεκινήσουν
ένα μεγάλο πόλεμο εναντίον της Βενεζουέλας, που είναι η μόνη δύναμη μέσης
ισχύος που τους ανταγωνίζεται και που θα μπορούσε να απειλήσει τις
δραστηριότητές τους στον Κόλπο του Μεξικού.
Σε μια σειρά συνεντεύξεων
στην The Atlantic, ο Πρόεδρος Ομπάμα
προσπάθησε να εξηγήσει το δόγμα του [3]. Για να το κάνει, απάντησε
εκτενώς και επανειλημμένα σε όσους τον κατηγορούν για αντιφατικότητα ή
αδυναμία, ειδικά μετά την υπόθεση της “κόκκινης γραμμής” στη Συρία. Ο ίδιος
είχε δηλώσει πράγματι ότι η χρήση χημικών όπλων ήταν μια κόκκινη γραμμή που δεν
έπρεπε να παραβιαστεί, αλλά όταν η κυβέρνησή του ισχυρίστηκε ότι η Αραβική
Δημοκρατία της Συρίας τα είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του ίδιου της του λαού,
αρνήθηκε να ξεκινήσει ένα νέο πόλεμο. Αφήνοντας κατά μέρος το αν η κατηγορία
ήταν αληθινή ή όχι, ο Πρόεδρος τόνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν
κανένα συμφέρον να διακινδυνεύσουν τις ζωές των στρατιωτών τους σε αυτή τη
σύγκρουση και ότι ο ίδιος επέλεξε να κάνει οικονομία στις δυνάμεις τους για να τις
χρησιμοποιήσει εναντίον γνήσιων απειλών κατά του εθνικού συμφέροντος των ΗΠΑ. Αυτή
η δήλωση αυτοσυγκράτησης είναι γνωστή σαν το « Δόγμα Ομπάμα ».
Ποιες είναι λοιπόν αυτές
οι “γνήσιες απειλές”; Ο πρόεδρος δεν το είπε. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε
να κοιτάξουμε τις εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των ΗΠΑ (US National Intelligence Council) και
τις πιο πάνω παρατηρήσεις για τη δύναμη των ομάδων συμφερόντων. Φαίνεται ότι οι
Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν το μετά την 11η Σεπτεμβρίου «δόγμα Μπους » για
παγκόσμια κυριαρχία για να επιστρέψουν σε εκείνο του πατέρα του: την εμπορική
αριστεία. Μόλις ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε ελλείψει αντιπάλου, η εποχή θα
αφιερωνόταν μόνο στον οικονομικό ανταγωνισμό στα πλαίσια του απορυθμισμένου
καπιταλιστικού συστήματος.
Πράγματι, προκειμένου να
βεβαιωθεί ότι η εποχή της ιδεολογικής σύγκρουσης είχε τελειώσει, ο Πρόεδρος
Ομπάμα προσέγγισε την Κούβα και το Ιράν. Ήταν απαραίτητο για να κατευνάσει την
αντίσταση αυτών των δύο επαναστατικών κρατών, τα μόνα που αμφισβητούν όχι μόνο
την κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά και τους διεθνείς κανόνες. Η κακή πίστη την οποία επέδειξαν
οι Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την εφαρμογή από πλευράς τους της συμφωνίας 5
+ 1 απλά επιβεβαιώνει ότι δεν τους απασχολεί η ιρανική πυρηνική τεχνολογία,
αλλά επιδιώκουν μόνο να περιορίσουν την χομεϊνική επανάσταση.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο
που είμαστε μάρτυρες της επιστροφής του «Δόγματος Wolfowitz» σύμφωνα με το οποίο
πρέπει να γίνουν τα πάντα για να αποτραπεί η εμφάνιση ενός νέου ανταγωνιστή,
αρχής γενομένης με την χαλιναγώγηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης [4]. Εντούτοις,
αυτή η στρατηγική φαίνεται να είχε αλλάξει στο βαθμό που η Ουάσιγκτον παρακολουθεί
με περισσότερη ανησυχία το ξύπνημα της Κίνας. Έτσι τώρα γίνεται κουβέντα για τη
στρατηγική του «Pivot προς την Άπω Ανατολή» (pivot = βάση στήριξης), η οποία
συνίσταται στην απόσυρση των στρατευμάτων που υπάρχουν στην Ευρύτερη Μέση
Ανατολή και την επανατοποθέτηση τους, για τον έλεγχο αυτής της περιοχής και τον
περιορισμό της Κίνας. Ενώ το Πεντάγωνο έχει εγκαταλείψει το νεοσυντηρητικό
παραλήρημα περί καταστροφής της Κίνας, παρόλα αυτά προτίθεται να περιορίσει το
Πεκίνο σε έναν αποκλειστικά οικονομικό ρόλο και να του απαγορεύσει κάθε
πολιτική επιρροή έξω από τα σύνορά του.
Ωστόσο, αυτό που
βιώνουμε τώρα είναι το αντίθετο του «Pivot προς την Άπω Ανατολή». Οι Ηνωμένες
Πολιτείες έχουν ασφαλώς αυξήσει ελαφρώς την παρουσία τους στην περιοχή του
Ειρηνικού, αλλά ενίσχυσαν κυρίως τη στρατιωτική παρουσία τους στην Κεντρική
Ευρώπη. Ενώ οι πόλεμοι συνεχίζονται στην Παλαιστίνη και την Υεμένη, την Συρία
και το Ιράκ και απειλούν να λαμπαδιάσουν την Λιβύη, ξεκίνησε μια νέα σύγκρουση
στην Ουκρανία. Εντούτοις, υπάρχουν δύο τρόποι για να ερμηνεύσουμε αυτή την
εξέλιξη.
Από τη μια πλευρά, ενδέχεται
να θεωρήσουμε ότι η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο ρωσικά σύνορα και η
στρατιωτική αντίδραση που προκαλεί από τη Μόσχα δεν απειλούν κατά κανένα τρόπο την
ειρήνη. Πράγματι, φαίνεται ότι είναι και πολύ επικίνδυνο και απολύτως καθόλου
αναγκαίο να ξεκινήσει μια τέτοια σύγκρουση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα στρεφόταν
εναντίον της Ρωσίας, αλλά θα αποτελούσε ένα τεχνητό κατασκεύασμα μιας ρωσικής
ψευδο-απειλής στην Ευρώπη, με τις κυρώσεις και τις αντι-κυρώσεις της, που θα
επέτρεπαν στις Ηνωμένες Πολιτείες να «προστατεύουν» τους αφελείς συμμάχους
τους.
Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται
να θεωρήσουμε ότι το οικονομικό μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών βασίζεται στον
έλεγχο του διεθνούς εμπορίου και, ως εκ τούτου, στη διατήρηση των θαλάσσιων
μεταφορών [5]. Αντίθετα, η ανάπτυξη της Ρωσίας και της Κίνας προϋποθέτει
την απαλλαγή από την αμερικανική κηδεμονία και επομένως την κατασκευή ηπειρωτικών
εμπορικών δρόμων. Είναι το σχέδιο του προέδρου Ξι με την κατασκευή των δύο “Δρόμων
του Μεταξιού”, ο ένας μέσα από την αρχαία διαδρομή του μέσω Κεντρικής Ασίας,
Πακιστάν, Ιράν, Ιράκ και Συρία προς τη Μεσόγειο, ο άλλος μέσα από τη Ρωσία
μέχρι τη Γερμανία. Δύο δρόμοι οι οποίοι σήμερα κόβονται από το Νταές/Daesh στο
Λεβάντε και από την Ουκρανία στην Ευρώπη.
Το θέμα των θαλάσσιων
μεταφορών ήταν στο επίκεντρο της στρατηγικής των ΗΠΑ στις αρχές του 21ου αιώνα,
με την υποστήριξη των πειρατών στο Κέρας της Αφρικής [6], μια στρατηγική
που τελείωσε όταν η Μόσχα και το Πεκίνο απέστειλαν εκεί το πολεμικό ναυτικό
τους. Ωστόσο, παρόλο που η Κίνα έβαλε την Αίγυπτο να διπλασιάσει τη Διώρυγα του
Σουέζ, η πρόσβαση μέσω των Στενών του Bal el-Mandeb παραμένει επίσημα υπό
έλεγχο του Τζιμπουτί και ανεπίσημα υπό τον έλεγχο της Αλ Κάιντα μέσω του
Ισλαμικού Εμιράτου της Mukalla (λιμάνι της Υεμένης υπό κατοχή της Αλ Κάιντα).
Στον έλεγχο των
εμπορικών δρόμων, θα πρέπει να προστεθεί εκείνος των χρηματοπιστωτικών
συναλλαγών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αμερικανική δικαιοσύνη έχει
θεσπίσει κανόνες που προσπαθεί να επιβάλει σταδιακά στις τράπεζες όλου του
κόσμου. Αλλά και πάλι, η Ρωσία δημιούργησε το δικό της σύστημα SWIFT, ενώ η
Κίνα αρνήθηκε τη μετατρεψιμότητα του νομίσματός της σε δολάρια για να μη
υπόκειται στους κανόνες των ΗΠΑ.
Αν η ανάλυση αυτή είναι
ορθή, οι πόλεμοι στη Συρία, το Ιράκ και την Ουκρανία θα τελειώσουν μόνο όταν η
Ρωσία και η Κίνα θα εξασφαλίσουν μια άλλη εμπορική διαδρομή προς τη Δυτική
Ευρώπη. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, παρατηρούμε τις τρέχουσες αμερικανικές
προσπάθειες να ρίξουν τη Λευκορωσία στο στρατόπεδο τους, αφού πρώτα και επί
τόσο καιρό την κυνήγησαν, πράγμα που είναι ένας τρόπος επέκτασης του ουκρανικού
τείχους προστασίας και εξασφάλισης μιας ερμητικής στεγανοποίησης μεταξύ της
Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι
εμπορικές διαπραγματεύσεις που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναλάβει με την
Ευρωπαϊκή Ένωση (ΤΤΙΡ) και την ASEAN (TPP) δεν έχουν σκοπό την ενίσχυση των
ανταλλαγών τους, αλλά αντίθετα τον αποκλεισμό της Ρωσίας και τη Κίνας από τις
αγορές. Με πολύ ηλίθιο τρόπο, οι Ευρωπαίοι και οι Ασιάτες επικεντρώνονται στην
επιλογή των προτύπων παραγωγής, αντί να απαιτούν την είσοδο της Ρωσίας και της
Κίνας στις διαπραγματεύσεις.
Ένα τελευταίο μάθημα από
τις συνεντεύξεις Ομπάμα στην The
Atlantic, είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να ανανεώσουν τις
συμμαχίες τους και να τις προσαρμόσουν στο νέο στρατηγικό τους δόγμα. Έτσι, η
υποστήριξη στους Σαουδίτες, που εξασφάλιζε την παροχή πετρελαίου από την Μέση
Ανατολή, δεν παρουσιάζει πλέον κανένα ενδιαφέρον και καθίσταται ακόμα και
εμπόδιο. Ή, η « ειδική σχέση » με το Ηνωμένο Βασίλειο που κάποτε είχε την
σημασία της υπό όρους ελέγχου των ωκεανών (Ατλαντικός Χάρτης), καθώς και η
προσπάθεια διαμόρφωσης ενός μονοπολικού κόσμου (πόλεμος του Ιράκ), δεν
προσφέρει πια ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρέπει να επανεξεταστεί. Χωρίς να
ξεχάσουμε το μεγάλο κόστος υποστήριξης στο Ισραήλ, το οποίο δεν εξυπηρετεί
πλέον κάποιο σκοπό στη Μέση Ανατολή, και δεν μπορεί να συνεχιστεί παρά μόνο αν
το Τελ Αβίβ αποδείξει ότι είναι χρήσιμο σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Οι παρατηρήσεις που
προηγούνται δεν αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία στις
Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία βρίσκει αντιμέτωπους, από τη μια πλευρά το
στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα και την ιδεολογία WASP (Λευκοί Αγγλοσάξονες
Προτεστάντες), εκπροσωπούμενους από την Χίλαρι Κλίντον και από την άλλη την
βιομηχανία των υπηρεσιών και του κοινωνικού συμφώνου του «Αμερικανικού Ονείρου»,
εκπροσωπούμενη από τον Ντόναλντ Τραμπ [7]. Η βία αυτής της εκστρατείας
καταδεικνύει την ανάγκη για εξισορρόπηση αυτών των δυνάμεων μετά από μια περίοδο
αδιαμφισβήτητης υπεροχής των πολεμοκάπηλων από το 1995.
Αν επικρατήσει το
στρατόπεδο που εκπροσωπείται σήμερα από τον Τραμπ, θα πρέπει να αναμένουμε την
λήξη των πολέμων, αλλά και την έναρξη ενός καταπιεστικού καταναγκασμού για την
πληρωμή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και πνευματικών δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που
η νίκη αυτής της ομάδας καθυστερήσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να
αντιμετωπίσουν τον ξεσηκωμό ενός εξοργισμένου πληθυσμού και εξεγέρσεις. Θα
γίνει πολύ δύσκολο τότε να προβλεφθεί η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Επιμέλεια
μετάφρασης ο Γιώργος του κλικ
[1] « Testing Theories of American Politics
: Elites, Interest Groups, and Average Citizens », Martin Gilens and
Benjamin I. Page, Perspectives on
Politics, Volume 12, Issue 03, September 2014, pp. 564-581.
[2] “State of the Union Address 1980”, by Jimmy
Carter, Voltaire Network, January
23rd, 1980.
[3] “The Obama Doctrine”, Jeffrey Goldberg, The Atlantic (USA) , Voltaire Network, March 10th, 2016.
[4] « US Strategy Plan Calls
For Insuring No Rivals Develop », Patrick E. Tyler, and « Excerpts from
Pentagon’s Plan : "Prevent the Re-Emergence of a New Rival" », New York Times, March 8th, 1992. «
Keeping the US First, Pentagon Would preclude a Rival Superpower », Barton
Gellman, The Washington Post, March
11, 1992.
[5] “The Geopolitics of American Global Decline”,
by Alfred McCoy, Tom Dispatch (USA) ,
Voltaire Network, June 22nd, 2015.
[6] « Pirates, corsaires et flibustiers du XXIe siècle
», par Thierry Meyssan, Оdnako (Russie),
Réseau Voltaire, 25 juin 2010.
[7] “Who will be the next President of the United States?”,
“Mattis versus Trump”, by
Thierry Meyssan, Translation Pete Kimberley, Al-Watan (Syria) , Voltaire
Network, April 4th and May 3rd 2016.
ΠΗΓΗ: voltairenet
Δεν υπάρχουν σχόλια: