Ο καναπές VIII
Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης
(Ο δερβέναγας που διόρισε η σύζυγος
του Παπαπάνου να εποπτεύσει την αφισοκόλληση αποκάλυψε με το καλημέρα την
αχίλλειο πτέρνα του).
Ο ΝΩΝΤΑΣ δεν
σηκωνόταν απ' το χαρτοπαίγνιο ούτε με γερανό. Εχανε κάμποσα και πάλευε να
ρεφάρει. Μετά τους Αμπελόκηπους το πρόγραμμα συνιστούσε Γουδί. «Πηγαίντε
μοναχοί σας κι άμα νετάρετε με το καλό, θα ανταμωθούμε εδώθε» τους ρούμπωσε
καθώς του το υπενθύμιζαν. Οδεύοντας προς τα Παίδων οι παίδες έκαναν μια
ανεπαίσθητη παράκαμψη κατά Εξάρχεια μεριά. Στάθμευσαν στα ρείθρα της Βαλτετσίου
-δεν είχε γίνει ακόμη πεζόδρομος-, ξεφόρτωσαν μια εικοσαριά πάκα αφίσες στο
νούμερο τριάντα εννιά και τις ανέβασαν στον δεύτερο.
ΠΡΟΤΟΥ ΠΡΟΛΑΒΕΙ να
αντιδράσει η Βαγγελιώ, στοιβάζονταν φάτσα φόρα στο άδειο σαλόνι της. «Τι 'ν'
όλα τούτα, ρε εξαμβλώματα του προλεταριάτου;» αναρωτήθηκε παραξενεμένη.
- «Ενα μικρό δωράκι για τα
καλορίζικα» αποκρίθηκε με θράσος ο Παύλος. «Οι συνεργάτες της αδελφής σου έχουν
καβούρια στην τσέπη, ρε φιλενάδα».
- «Κι εγώ τι να τα κάνω;
Καβουροσαλάτα;».
- «Μας πέρασαν για ερέτες σε γαλέρα
και μας αμείβουν με ψίχουλα» πήρε τη σκυτάλη ο Μήτσος. «Νομίζουν κι από πάνω
πως ο Παπαπάνου μάς πλάνεψε με το πολιτικό του ανάστημα κι η έκφυλη μαντάμ με
τα σκέρτσα της».
- «Ελάτε μου τώρα! Την πατήσατε
κανονικά την πεπονόφλουδα».
- «Τόσο πολύ, ώστε αποφασίσαμε να
εξαφανίσουμε τη μισή πραμάτεια. Λέμε μάλιστα να την αφήσουμε σε σένα προσωρινά
και να τη μεταφέρουμε οσονούπω σε ξεκάρφωτο μέρος».
- «Και τι σας φταίει το σπιτάκι μου
ρε ματσαράγκες;».
- «Το ζυγίσαμε απ' όλες τις πάντες
και δεν βρήκαμε καλύτερη λύση. Γι' αυτό άλλωστε υπάρχουν τα φιλαράκια».
Πείστηκε θέλοντας και μη η οικοκυρά.
Πού να κουβαλά τόσο βάρος στον κάδο;
ΣΤΗ ΦΩΚΙΩΝΟΣ, τη
Ριζούπολη, τον Βύθουλα, το Κουκάκι, τη Γούβα, το Μετς, παντού, ο Νώντας, όλως
τυχαίως, έπεφτε πάνω σε γνώριμους καφενόβιους κι έδιναν στην πόκα να καταλάβει.
Ως διά μαγείας ωστόσο, η γκίνια μεταφερόταν ακέραια στη Βαγγελιώ υπό μορφήν
εκατοντάδων πακέτων με αφίσες. Οι άσπονδοι φίλοι της την τροφοδοτούσαν σωρηδόν
και ανελλιπώς και τα τελευταία εικοσιτετράωρα σε αστείρευτες ποσότητες.
ΑΥΤΑΡΕΣΚΑ ΤΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ δεν
διανοούνταν πώς γεννήθηκε άνθρωπος να τα κοροϊδέψει κι όποτε αμφέβαλλαν για την
εντιμότητα της τριάδας, τους καθησύχαζε ο αδαμάντινος χαρακτήρας του Νώντα, που
με υπερβάλλοντα ζήλο τούς πουλούσε χοντρό παραμύθι, γλείφοντας σαν πιστός Ραν
Ταν Πλαν. Συν τω χρόνω το αλισβερίσι γινόταν εντελώς παράλογο, έχανε και το
παραμικρό νόημά του. Κάθε αφίσα σκεπαζόταν τουλάχιστον τριάντα φορές πρωί,
μεσημέρι, βράδυ από τις θλιβερά γελαστές γκριμάτσες των ανταγωνιστών και, όσο
πλησίαζε η ώρα της κάλπης, από τους κωμικά σοβαρούς αρχηγούς των κομμάτων.
ΤΑ ΤΡΙΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ κολλούσαν
πια μία στις τέσσερις, εκτοξεύοντας το κασέ τους από τρεις σε δώδεκα δραχμές
ανά τεμάχιο. Βλέποντας τη σάλα της να μετατρέπεται σε χαρταποθήκη, η Βαγγελιώ
εξερράγη κάποια στιγμή κι άρχισε να ξεβράζει λάβα ως άλλος Βεζούβιος. «Θα πάει
μακριά η βαλίτσα, ρε λαμόγια;» κραύγασε έξαλλη. «Παρατράβηξε το σκοινί. Τι να
το κάνω τέτοιο αφισομάνι;». - «Καναπέ» πρότεινε ασυναίσθητα ο Παύλος κι άστραψε
αίφνης το πρόσωπό του. (Συνεχίζεται)
ΠΗΓΗ: efsyn
Δεν υπάρχουν σχόλια: